02/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το τέλος του παλιού πριν από την ανάδυση του νέου

Βαγγέλης Τζούκας «Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο 1942-1944» Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013, σελ. .
      Pin It

Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

 

Το παρελθόν είναι ένα μωσαϊκό και αν θέλουμε να το καταλάβουμε δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε για κάποια από τις επί μέρους ψηφίδες. Σε αυτή την κατεύθυνση τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουμε στην Ελλάδα μια σειρά από μελέτες που, εκκινώντας από την τοπική ιστορία, χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους (κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, πολιτική επιστήμη) για να εξηγήσουν την ειδική περίπτωση που εξετάζουν αλλά και για να ανατροφοδοτήσουν τον συνολικό προβληματισμό. Στον παραπάνω άξονα κινούνται και οι «Οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο 1942-1944» του Βαγγέλη Τζούκα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εργαλεία από την ιστορική κοινωνιολογία για να αναζητήσει τον λόγο που ένας νεωτερικός, αντιστασιακός (και πιθανόν επαναστατικός στα πρώτα του βήματα) στρατός όπως ο ΕΔΕΣ επέλεξε μια παραδοσιακού τύπου οργανωτική δομή, αυτή των οπλαρχηγών.

 

Σύμφωνα με τον Τζούκα, ο ΕΔΕΣ ήταν ένας αρχηγικός στρατός που ακολουθούσε τις επιλογές του Ζέρβα. Εκπροσωπούσε τον πολιτικό χώρο των παλιών βενιζελικών και αρχικά διαπνεόταν από αντιβασιλικές ιδέες. Σύντομα, όμως, παραμέρισε όσες ριζοσπαστικές θέσεις είχε προγραμματικά για να καταφέρει να επιβιώσει και να πετύχει τη σύναψη ευρύτερων συμμαχιών. Η οργάνωσή του βασιζόταν στα προσωπικά δίκτυα, τις σχέσεις συγγένειας και την επιρροή που ασκούσαν οι τοπικές ελίτ. Γι' αυτόν τον λόγο, υποστηρίζει ο Τζούκας, ο Ζέρβας ακολούθησε μια δομή που βασιζόταν στους οπλαρχηγούς, διατηρούσε τις τοπικές ιεραρχίες και ήταν οικείος στους Ηπειρώτες μέσω της αναγωγής στους ληστές του Μεσοπολέμου όσο και της ομοιότητας με την οργάνωση της επαναστατικής περιόδου. Αυτή η δομή, όμως, εξυπηρετούσε και τον ίδιο τον Ζέρβα, που γινόταν ο καταλύτης σε όσες διαμάχες παρουσιάζονταν ανάμεσα στους οπλαρχηγούς, έχοντας τελικά έναν προσωπικό στρατό που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μεταπολεμικά στις πολιτικές του επιδιώξεις.

 

Οι δύο βασικές πλευρές του ΕΔΕΣ που εξετάζονται στο βιβλίο είναι η αντιστασιακή του δράση και οι ενέργειές του στις εμφύλιες συγκρούσεις με το ΕΑΜ. Ξανά, η ανάλυση γίνεται υπό το πρίσμα της τοπικότητας και ο Τζούκας επιτυγχάνει να δείξει πώς οι διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, αλλά και η ξεχωριστή παράδοση σε κάθε μια από τις τέσσερις περιπτώσεις που εξετάζει (Ξηροβούνι, Λάκκα Σουλίου, Ραδοβίζι, Τζουμέρκα) οδήγησαν σε τέσσερις αποκλίνουσες πολιτικές και στρατιωτικές συμπεριφορές τις κρίσιμες στιγμές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμα η ανάλυση που κάνει για τα κριτήρια που οδήγησαν στη στράτευση των εκάστοτε οικογενειών στο ΕΑΜ ή στον ΕΔΕΣ, οι μετατοπίσεις τους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο, ο φανατισμός αλλά και η προσπάθεια εξασφάλισης κέρδους από την Αντίσταση. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας η συμμετοχή στη μια ή την άλλη πλευρά θα τους ακολουθήσει ως στίγμα ή παράσημο σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Σκόπιμα ο Τζούκας επιλέγει να μην αναφερθεί σε όσα έγιναν μετά τον Φλεβάρη του ’45 και αφήνει λίγες μόνο πληροφορίες να διαπεράσουν το κείμενό του, αφού έτσι επιτρέπεται να εξεταστεί η περίοδος της Κατοχής χωρίς να παρέμβει το φίλτρο όσων ακολούθησαν.

 

Οι οπλαρχηγοί τις περισσότερες φορές έμειναν εστιασμένοι στις αρχές τις τοπικότητας και της προστασίας του γεωγραφικού χώρου από τον οποίο κατάγονταν. Απέτυχαν να αντιληφθούν την πανελλήνια, αν όχι παγκόσμια, διάσταση των ενεργειών τους. Ετσι, ενώ η στράτευσή τους είχε ως στόχο τη διαφύλαξη του παραδοσιακού, προνεωτερικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, που τους επέτρεπε να αναπαράγουν την ισχύ τους, στο τέλος μέσα από τη δράση τους κατέληξαν να ανατρέψουν οι ίδιοι τον κόσμο από τον οποίο προέρχονταν. Με αυτόν τον τρόπο η μελέτη του Τζούκα μάς προσφέρει την ευκαιρία να συγκρίνουμε τη μοίρα των οπλαρχηγών του ΕΔΕΣ -παλιών ληστών ή ηγετών σε ευρύτατα οικογενειακά δίκτυα- με την αντίστοιχη των προεπαναστατικών κλεφτών που συμμετείχαν στον αγώνα του ’21 για την οικοδόμηση ενός έθνους-κράτους μέσα στο οποίο, όμως, τελικά δεν χωρούσαν. Υπό μια έννοια, η Κατοχή -και ο Εμφύλιος που ακολούθησε- ήταν το οριστικό τέλος αυτού του παλιού κόσμου κι ας μην ήταν βέβαιο ποιος θα ήταν ο νέος που θα ακολουθούσε.

 

Scroll to top