03/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ρινόκερος», «Θησείον»

Ρινοκερίτιδα με γαλλική ιθαγένεια

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με ένα χαρμάνι αυτοπεποίθησης, ταλέντου και παιχνιδιού, προσέρχεται στη σάτιρα του Ιονέσκο κάνοντας μια πολύ πολύ συγκεκριμένη παράσταση. Αντί για παγκόσμια και άχρονη παραβολή, γίνεται στα χέρια του μια ανάλυση της κούφιας ρητορείας, του γλωσσικού και πνευματικού ναρκισσισμού της χώρας που τον φιλοξένησε.
      Pin It

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, με ένα χαρμάνι αυτοπεποίθησης, ταλέντου και παιχνιδιού, προσέρχεται στη σάτιρα του Ιονέσκο κάνοντας μια πολύ πολύ συγκεκριμένη παράσταση. Αντί για παγκόσμια και άχρονη παραβολή, γίνεται στα χέρια του μια ανάλυση της κούφιας ρητορείας, του γλωσσικού και πνευματικού ναρκισσισμού της χώρας που τον φιλοξένησε

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο Θωμάς Μοσχόπουλος έχει πολλά κέφια τελευταία. Μετά το «Μίστερο Μπούφο», όπου θα θυμάστε ότι περίσσεψαν τα καλά μας λόγια, επανέρχεται δριμύς και το ίδιο εμπνευσμένος σε ένα από τα επιβλητικότερα υπερρεαλιστικά σύμβολα του περασμένου αιώνα. Πριν επεκταθώ όμως σε άλλα σχόλια για την ίδια τη σκηνοθεσία ή τις ερμηνείες, θα ήθελα να σταθώ για λίγο σε κάτι άλλο: στην «καλή διάθεση» που αναβλύζει από την είσοδο, θαρρείς, του «Θησείου». Μήπως άλλωστε αυτό δεν είναι το διακριτικό γνώρισμα του Μοσχόπουλου; Η θετική ατμόσφαιρα και ενέργεια, το χαρμάνι αυτοπεποίθησης, ταλέντου, σιγουριάς και παιχνιδιού που, εκτός απ’ ό,τι άλλο, δείχνει πως το διασκεδάζουν πολύ εκεί στο Θησείο. Είτε σε παιδικό είτε σε θέατρο ενηλίκων, ο Μοσχόπουλος διδάσκει ένα θέατρο που χαίρεται πριν από όλα τον εαυτό του.

 

Δείτε, για παράδειγμα, τι κάνουν τώρα σκηνοθέτης και ηθοποιοί με τον Ιονέσκο. Μπαίνουν και βγαίνουν στον «Ρινόκερο», τον ανοιγοκλείνουν σαν βιβλίο, γίνονται ταξιθέτες, ηθοποιοί και φαρσέρ, μετατρέπονται σε ερμηνευτές, αφηγητές και θεατές του. Δεν έχουν προφανώς πόρους για να εξοπλίσουν το φροντιστήριο με σκηνικά ή για να προσλάβουν άλλους ηθοποιούς στους πολλούς ρόλους του έργου. Και τι μ’ αυτό; Το παιχνίδι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον! Αρκεί να αντικαταστήσεις τα πρόσωπα με προσωπεία, τα προσωπεία με πορτρέτα και τα πορτρέτα με την ταυτότητα του ίδιου του αφηγητή -που εκπροσωπεί τον Κανένα-, και το θαύμα έγινε: μπροστά μας μια ολόκληρη πολιτεία σε κύβους, πλατύτερη πολύ από τη μικρή εκείνη γαλλική πόλη που ζητά ο συγγραφέας της, μια πλήρης αλληγορία για τη διαδρομή της ανθρωπότητας από την αρχή της ιδεολογίας για τον «νέο άνθρωπο» ως υπηρέτη του έθνους, του λαού ή της φύσης (δεν ακουγόταν πάντα τόσο άσχημο), μέχρι τα πικρά αποτελέσματα του ολοκληρωτισμού που δοκιμάζεται και δοκιμάζει στη διάρκεια ενός και μόνο αιώνα.

 

Μα, για να το κάνεις αυτό δεν θέλει μόνο ποιητική δύναμη και γερούς συνεργάτες. Θέλει και χιούμορ. Μου φαίνεται ότι ο Μοσχόπουλος κινείται από τον έναν συγγραφέα στον άλλον συλλέγοντας δώρα. Προσέρχεται στον «Ρινόκερο» καθαρός, μετά το ντους αυτοσαρκασμού και ειρωνείας που δέχτηκε στον Ντάριο Φο. Δεν είναι μόνο που εντοπίζει και αναδεικνύει το ενδιάθετο κλίμα της κωμωδίας στην καρδιά του «Ρινόκερου». Είναι που ντύνει το θηρίο με τον μανδύα μιας ελαφριάς, διασκεδαστικής και κεφάτης αφήγησης. Το Αστείο είναι που ανοίγει για εμάς την πόρτα της Μελαγχολίας του περασμένου αιώνα.

 

Θα επιμείνω όμως σε ένα στοιχείο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση σαν τέχνασμα θεατρικότητας. Εκεί που οι περισσότεροι θα έβλεπαν –δικαίως!– στη θέση του «Ρινόκερου» μια παγκόσμια και άχρονη, εφιαλτική παραβολή, ο Μοσχόπουλος κάνει τα πράγματα πολύ πολύ συγκεκριμένα. Δίνει στο έργο του Ιονέσκο γαλλική ιθαγένεια, κομψότητα, στιλ και ιδιοτροπία. Τρομερή ιδέα, αλήθεια. Και αυτό όχι μόνο γιατί, σώνει και καλά, αυτή η ιθαγένεια λέει κάτι για τη «ρινοκερίτιδα» ή για τον συγγραφέα της. Αλλά γιατί είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο το υλικό του θεάτρου που φουσκώνει και γεμίζει τη σκηνή του «Θησείου». Είναι αυτό που δίνει πατήματα στους ηθοποιούς, που ανοίγει τη φαντασία μας και παρέχει στο έργο τη στέρεη πλατφόρμα νοήματος από την οποία η σημασία του εκτινάσσεται: μήπως στο κέντρο της σάτιρας του Ιονέσκο δεν βρίσκονται τα πολλά παχιά λόγια και η κούφια ρητορεία, ο γλωσσικός και πνευματικός ναρκισσισμός, που, για να πούμε την αλήθεια, είναι στοιχείο σάτιρας εναντίον κάθε «γαλλικής» φιλοσοφίας. Οπως και να ’χει, η «ρινοκερίτιδα» θα εξαπλώνεται όσο οι άλλοι μιλούν γι’ αυτήν χωρίς να κάνουν τίποτα εναντίον της, όσο πλανάται στην ατμόσφαιρα της πολιτείας μας το υπαρξιακό, κοινωνικό και πολύ βολικό πολιτικό «pour quoi». Ενας «Ρινόκερος» βαθιά ριζωμένος και στερεωμένος στην παρατήρηση και την ανάλυση μιας γαλλικής νοοτροπίας. Και την ίδια στιγμή, τόσο παγκόσμιος όσο ο Αστερίξ ή ο Μικρός Νικόλας.

 

Ακόμα μια επίδειξη ομογένειας και συνεργασίας από μια σπουδαία ομάδα ηθοποιών. Κορυφαίος βέβαια ο Μανώλης Μαυροματάκης στον ρόλο ενός Μπερανζέ καθόλου συνειδητοποιημένου ή «στρατευμένου», όπως θα θέλαμε, αλλά σαν τυχαίου και κοινού ανθρωπάκου. Με μια πολύτιμη ωστόσο μέσα του, σπάνια και ιδιάζουσα παιδική δύναμη: να συνεχίζει να βλέπει τους ρινόκερους ως ρινόκερους. Η Ηρώ Μπέζου λάμπει κυριολεκτικά και μεταφορικά στη σκηνή: σαν νέα κι όμορφη ενζενί του θεάτρου μας, σαν φωτεινή μέσα στο σκότος των υπόλοιπων άλλων Νταίζη. Πολυπρισματικός και εύπλαστος, αληθινός μπαλαντέρ του θεάτρου ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Γίνεται εδώ ο ρόλος του ανθρώπου που υπήρξε παχύδερμο εσωτερικά πριν γίνει και εξωτερικά. Ο Θανάσης Δήμου διαθέτει άφθονο και φυσικό χιούμορ, αμεσότητα καρατερίστικη. Τον κοιτώ πάντα να κρατά το κέντρο της ομάδας. Η στάση του είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται όλο το παιχνίδι. Εδώ ο ρόλος του είναι του ανθρώπου που ακούει τις λέξεις του, χαίρεται με αυτές και αδρανεί, αλίμονο, πάνω τους. Απολαυστικός ο Γιώργος Παπαγεωργίου στη θέση του τυπικού εκπροσώπου της ξύλινης γλώσσας των «ριζοσπαστικών», που στην πραγματικότητα γυρεύουν βάρκα για να αποβιβαστούν στη νέα εποχή. Η χυμώδης Ευαγγελία Καρακατσάνη είναι η περσόνα της γυναικούλας, πολύτιμο έρεισμα για τη συνολική θεατρικότητα της παράστασης.

 

Η παράσταση κυλάει σαν το νερό στο πρώτο μισό, στο πιο φαρσικό και εμπνευσμένο μέρος της. Το δεύτερο μέρος είναι οπωσδήποτε πιο βαρύ, φορτωμένο άλλωστε και από τον ίδιο τον Ιονέσκο με πλήθος προβληματικών και ασαφών φορτίων ιδεολογίας. Είναι όμως αυτό μικρό παράπτωμα μπροστά στη γενική εικόνα. Ενας Ρινόκερος που μπορεί να αφυπνίζει με τους βρυχηθμούς και να γοητεύει με τον χορό του.

 

Scroll to top