04/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φωτογραφίζει και σχολιάζει ο Τάσος Κωστόπουλος

Το τίμημα της επωνυμίας

      Pin It

 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, η δημοσιογραφία ήταν λειτουργία ως επί το πλείστον απρόσωπη: με εξαίρεση κάποιες επώνυμες στήλες και επιφυλλίδες, ο μεγάλος όγκος των ειδήσεων καταχωριζόταν στις εφημερίδες χωρίς υπογραφή. Ακόμη κι όταν τα ρεπορτάζ έγιναν ενυπόγραφα, το ευρύ κοινό δεν έδινε συνήθως σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Η όποια δυσφορία των δρώντων υποκειμένων στρεφόταν έτσι εναντίον όλων συλλήβδην των μέσων, δίχως εξατομικευμένο επιμερισμό ευθυνών: «το κράτος σκοτώνει, ο Τύπος το βουλώνει», κατά το δημοφιλές σύνθημα των μεταπολιτευτικών χρόνων. Τον Νοέμβριο του 1985, μετά τον φόνο του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από αστυνομική σφαίρα και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν, η μομφή των διαδηλωτών για παραποίηση των γεγονότων απευθύνθηκε έτσι «στις εφημερίδες» ως αδιαφοροποίητο σύνολο (1). Κάποιες φορές οι αντιδράσεις επικεντρώνονταν σε συγκεκριμένα έντυπα ή συγκροτήματα, πρακτική που απαντάται και στις μέρες μας -όπως το 2007 στη Θεσσαλονίκη, μετά τη δημοσίευση από τη «Μακεδονία» των φωτογραφιών τριών στοχοποιημένων αντιεξουσιαστών (2), ή το 2013 στην Αθήνα για την ολόψυχη στήριξη της μνημονιακής πολιτικής από τις «συνιστώσες» του MEGA (3).

 

Η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης και η συνακόλουθη ανάπτυξη του δημοσιογραφικού σταρ σίστεμ τροποποίησε ριζικά αυτή την πρόσληψη. Η μεγαλύτερη ορατότητα επέφερε, μαζί με τη δόξα και το χρήμα, τη στοχοποίηση. Εξέλιξη απόλυτα φυσική: όταν στο κεντρικό δελτίο του μεγάλου καναλιού οι στιχομυθίες των παρουσιαστών αποκτούν μεγαλύτερο βάρος από την κάλυψη των γεγονότων αυτή καθαυτή, μοιραία το φιλοθεάμον κοινό αποδίδει στο τηλεοπτικό τρίδυμο την ίδια βαρύτητα με τους υπεύθυνους υπουργούς.

 

Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των τελευταίων χρόνων περιέλαβε ως εκ τούτου και τους φορείς της 4ης εξουσίας, με πλούσια οπτική αποτύπωση. Κακαουνάκης και Τριανταφυλλόπουλος είχαν καταγγελθεί ήδη από το 2005 για την πραγματική ή εικαζόμενη συμβολή τους στα αντιτρομοκρατικά σίριαλ της εποχής (4). Το ίδιο και η Αννα Παναγιωταρέα το 2009 από φοιτητές για τη δραστηριότητά της στη σχολή ΜΜΕ του ΑΠΘ (5), ενώ ο Σεραφείμ Κοτρώτσος αξιώθηκε να γίνει αφίσα -το φθινόπωρο του 2011- αποκλειστικά και μόνο για τις επιδόσεις του ως εργοδότη (6). Τον Δεκέμβριο του 2010, μια άλλη αφίσα κατήγγειλε ονομαστικά 45 αστυνομικούς ρεπόρτερ, πολιτικούς συντάκτες και τηλεπαρουσιαστές ως υπεύθυνους για τη διεξαγωγή «μιας τεράστιας προπαγάνδας» υπέρ του Μνημονίου, την «κατασυκοφάντηση των κοινωνικών αγώνων» και τη «στοχοποίηση αγωνιστών» (7). Τη μερίδα του λέοντος απολαμβάνει ειδικά ο Γιάννης Πρετεντέρης, από την εποχή του ματωμένου πανεκπαιδευτικού συλλαλητηρίου της 8ης Μαρτίου 2007 (8) μέχρι τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων» (9-10). Μέσα στην τελευταία διετία η μπάλα πήρε και άλλους αστέρες (11-13), αν και μάλλον ξώφαλτσα σε σχέση με όσα σεξιστικά άκουσε από το στόμα χιλιάδων συγκεντρωμένων τής «πάνω πλατείας» η Ολγα Τρέμη. Οι αιτιάσεις αυτές μπορεί κατά περίπτωση να είναι αποτέλεσμα δίκαιης οργής, κακόβουλης ζηλοφθονίας ή και τα δυο ταυτόχρονα. Ακόμη και έκφραση πληγωμένου τοπικισμού, όπως πιστοποιεί το αυτοσχέδιο μήνυμα που οι ταξιτζήδες των Χανίων απηύθυναν τον Αύγουστο του 2011 προς τον επώνυμο συμπατριώτη τους των αθηναϊκών πρωινάδικων (14).

Scroll to top