«Ζούμε στην εποχή της όρασης», πιστεύει ο Αλέξανδρος Μούζας. Γι’ αυτό και πήρε δύο ιδιαίτερα μουσικά έργα του Π. Μάξγουελ Ντέιβις, που έρχονται από το swinging London του 1960, και τα ανεβάζει στη σκηνή του Μεγάρου σε σκηνοθεσία και χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου. Η παράσταση δεν συνιστάται για θεατές κάτω των 16 ετών
Της Μαρίνας Κουβέλη
Δύο χαρακτηριστικά έργα του μουσικού θεάτρου. Ακραία, ιδιαίτερα, προκλητικά. Δύο δημιουργίες του σερ Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις, ενός συνθέτη που δεν πολυγνωρίζουμε στην Ελλάδα. Δύο άγνωστα έργα που ήταν καιρός να τα γνωρίσουμε. Το πρώτο είναι οι «Εικόνες του Βεσάλιου», φτιαγμένο γύρω από 14 πρώιμες εικόνες ανατομίας (ερμηνεύει ο χορευτής Τάσος Καραχάλιος). Το δεύτερο, η «Μις Ντόνιθορν», εξιστορεί τη ζωή μιας αξιολύπητης γυναίκας, που βουλιάζει στην απόλυτη εξαθλίωση, περιμένοντας αιωνίως τον άντρα που την εγκατέλειψε. Τον ρόλο έχει αναλάβει η ταλαντούχα σοπράνο Αρτεμις Μπόγρη.
Χρωστάμε το ανέβασμά τους στην τόλμη του Κωνσταντίνου Ρήγου που θα τα χορογραφήσει και θα τα σκηνοθετήσει, στο Ergon Ensemble που θα ερμηνεύσει το μουσικό μέρος (σε μουσική διεύθυνση του Kάσπερ Ντε Ρου) και στον συνθέτη Αλέξανδρο Μούζα, που έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια. Τα δύο έργα παρουσιάζονται μαζί την Τρίτη 11 και Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Το μουσικό θέατρο του σερ Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις έρχεται από την οργιώδη δεκαετία του 1960 και είναι μια τολμηρή πρόκληση στον συντηρητισμό της αγγλικής μουσικής σκηνής της εποχής. Ενα πρωτοποριακό θέατρο σε αναιδείς τόνους. Είναι προφανές πως το εξαιρετικό Ergon Ensemble βρήκε στην πρόκληση του Βρετανού συνθέτη το ιδανικό πεδίο δράσης. «Αυτά τα δύο έργα χωρίς σκηνική δράση ενδεχομένως να ήταν ακατανόητα», λέει ο Α. Μούζας. «Ζούμε της εποχή της όρασης. Η σκέτη ακρόαση έχει εκλείψει. Το ραδιόφωνο για χρόνια είχε εκπαιδεύσει το αυτί μας αλλά μετά ήρθε η τηλεόραση και όλα άλλαξαν. Η ισορροπία έχει μεταφερθεί σε άλλη αίσθηση. Πολλά πράγματα δεν μπορούμε να τα συλλάβουμε πια αν δεν συνοδεύονται από χορό, σκηνική δράση ή βίντεο. Είναι πολύ πιο εύκολο να χαθούμε πια σε μια αφηρημένη εικόνα παρά σε μια αφηρημένη μουσική. Γι’ αυτό και το κυρίαρχο ρεύμα στην Ευρώπη είναι πια το μουσικό θέατρο. Εμείς στο Ergon Ensemble καιρό τώρα πιστεύουμε πως ο συνδυασμός των τεχνών είναι το μέλλον. Ο κόσμος δεν έχει ούτε τα χρήματα αλλά ούτε και το χρόνο να πηγαίνει σε θεάματα που ικανοποιούν μία του αίσθηση. Επιστρέφουμε στην ψυχοσωματική εμπειρία εγκαταλείποντας την εγκεφαλική».
Το ανέβασμα των δύο έργων στο Μέγαρο Μουσικής συμπίπτει με τα 80 χρόνια του Π. Μ. Ντέιβις. Είναι έργα που έρχονται από μια εποχή αχαλίνωτου πειραματισμού, όταν το πνεύμα του Swinging London ζευγάρωσε με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.
Δυσκολεύει τους συντελεστές το γεγονός ότι στην ουσία μας συστήνουν με την παραγωγή αυτή τον Μάξγουελ Ντέιβις; «Γιατί, ποιον συνθέτη ζωντανό γνωρίζουμε καλά σε αυτή τη χώρα; Δυστυχώς “κλασικό” ονομάζουμε τον νεκρό δημιουργό», λέει ο Α. Μούζας.
Οι «Εικόνες του Βεσάλιου», μουσικό έργο για χορευτή, σόλο τσέλο και ενόργανο σύνολο, είναι χωρισμένο σε 14 μέρη που αναφέρονται στις 14 Στάσεις του Σταυρού. Ο χορευτής αναπαριστά τις Στάσεις του ρωμαιοκαθολικού τυπικού και ταυτόχρονα αναφέρεται στις στάσεις των σωμάτων στις ανατομικές ξυλογραφίες που κοσμούσαν το βιβλίο «Περί κατασκευής του ανθρώπινου σώματος» του Φλαμανδού Ανδρέα Βεσάλιου, ο οποίος υπήρξε από τους πρώτους ανατόμους της Βασιλείας το 1543.
«Η μουσική ταξιδεύει και προς άλλες κατευθύνσεις, προς την έντονη αναζήτηση που την εκφράζει το τσέλο και προς διάφορες γλαφυρές περιγραφές από τα υπόλοιπα όργανα, έτσι ώστε να δημιουργείται ένας λαβύρινθος μουσικών σχολιασμών. Το τέλος να φανταστείτε είναι τόσο ανατρεπτικό, που ο Αντίχριστος ανασταίνεται μέσα από ένα μανιακό φοξτρότ. Γενικότερα, είναι ένα έργο που μιλά για τον θάνατο, για τη συνύπαρξη του καλού και του κακού, για την κορύφωση των συναισθημάτων», σχολιάζει ο ίδιος.
Η ηρωίδα του «Μις Ντόνιθορν» (έργο γραμμένο το 1974 και αφιερωμένο στον Αυστραλό νομπελίστα Πάτρικ Γουάιτ) είναι μια γυναίκα που επέλεξε να ζήσει ως ερημίτισσα, όταν ο μνηστήρας της την παράτησε λίγο πριν από τη γαμήλια τελετή. Το έργο του Ντέιβις την παρουσιάζει σε όλο της το δράμα ανάμεσα στα απομεινάρια της γαμήλιας τούρτας της που είναι διακοσμημένη με μουσικούς. Η προδομένη νύφη τραγουδάει οκτώ τραγούδια σε μια δυναμική, άγρια ερμηνεία προσπαθώντας να κρατήσει απεγνωσμένα την ερωτική ανάμνηση του άνδρα που δεν θα επιστρέψει ποτέ.
«Ο συνθέτης εδώ έχει με έξοχο τρόπο αποτυπώσει τα άκρα: από την απόλυτη μοναξιά, την απόλυτη τρέλα, την απόρριψη και τις προσδοκίες μέχρι την απέλπιδα ανάγκη να κάνει έρωτα και την εχθρότητα που νιώθει για το περιβάλλον που την περιγελά», προσθέτει.
Ο Αλέξανδρος Μούζας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1962. Σπούδασε ανώτερα θεωρητικά µε τον Χάρη Ξανθουδάκη, ηλεκτρονική μουσική και τεχνικές στούντιο µε τον Δηµήτρη Καμαρωτό, ενορχήστρωση µε τον Κώστα Κλάββα και σύνθεση µε τον Θόδωρο Αντωνίου. Εχει δεχθεί παραγγελίες έργων από το ΜΜΑ («Struwelpeter», 2004, και το μπαλέτο «Η Τρίσα δεν έφυγε από το σπίτι», 1999), την Ορχήστρα των Χρωμάτων («Τρισεύγενη», 2007), την Alea III της Βοστόνης («Monologue», 2001), ενώ έργα του έχουν παρουσιαστεί από την ΚΟΑ («Innerscape», 2007), την Καμεράτα («Lucid Dream», 2004), την Ορχήστρα των Χρωμάτων, το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής κ.ά. Είναι πολυπράγμων και μονίμως ανήσυχος, έχει συνθέσεις δεκάδες μουσικές για τηλεοπτικές σειρές, για ντοκιμαντέρ και διαφημίσεις.
Το πιο μεγάλο προσωπικό του στοίχημα υπήρξε το Ergon Ensemble, αυτό το έξοχο σχήμα που τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει μερικές από τις πιο πρωτότυπες και καλοδουλεμένες συναυλίες στην Αθήνα (από το αφιέρωμα στον Ξενάκη για το Φεστιβάλ Αθηνών μέχρι τις sold out συναυλίες τους «Μουσική και βωβός κινηματογράφος» στο Μέγαρο και τη Βαλκανική του φιέστα στη Στέγη).
*INFO: Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, στις 8 μ.μ. Η παράσταση απευθύνεται σε ενήλικες και δεν συνιστάται για κοινό κάτω των 16 ετών. Τιμές: 11, 20, 28, 40 ευρώ (Διακεκριμένη Ζώνη), 6,50 ευρώ (φοιτητές, νέοι, άνεργοι και ΑμεΑ) και 8,50 ευρώ (65+ και πολύτεκνοι).Πληροφορίες 210-7282333.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις: Ο επαναστάτης και η Βασίλισσα
Ο σερ Πίτερ Μάξγουελ Ντέιβις είναι μια πολύ ιδιαίτερη και εκκεντρική περίπτωση συνθέτη και ανθρώπου. Ενας απόλυτος διανοούμενος, που διαβάζει ακατάπαυστα στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, που δηλώνει την ομοφυλοφιλία του και μάχεται για τα δικαιώματα των γκέι, που δεν έκρυψε ποτέ τις επιφυλάξεις του για την ποπ και ραπ μουσική. Εξεγερμένος από παιδί, έγινε το 2004 o Master of the Queen’s Music (κάτι σαν αγαπημένος συνθέτης της Βασίλισσας), αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να κατακεραυνώνει πολιτικούς και κυβερνήσεις για την αδιαφορία τους για τις τέχνες και τη στάση τους σε πολέμους.
Γεννήθηκε το 1934 στο Σάλφορντ του Λάνκσαϊρ, μοναχοπαίδι μιας εργατικής οικογένειας. Η ταπεινή του καταγωγή τον προίκισε με χαλύβδινη θέληση και θυμό ενάντια στην εξουσία. Αρχισε πιάνο στα πέντε του και επτά χρόνια μετά έστειλε την πρώτη του σύνθεση στην παιδική ραδιοφωνική εκπομπή του BBC. Ακολούθησαν σπουδές στο Αμβούργο, τη Ρώμη, το Πρίνστον. «Η μουσική ήταν πάντα για μένα μια ψύχωση, μια εμμονή», είπε στον «Guardian» πριν από μερικά χρόνια. «Μόνο αυτό μετράει. Νιώθω υπέροχα όταν μπαίνω στο στούντιό μου και κάθομαι μπροστά στις άγραφες σελίδες. Γράφω διαρκώς με αγωνία μήπως αδειάσω από ιδέες. Αν καταλήξω σαν τον Σιμπέλιους, ανίκανος να συνθέτω, θα αυτοκτονήσω». Εχει γράψει μουσική δωματίου, όπερα, μουσικό θέατρο, ορατόριο, μπαλέτο. Γράφει κάθε μέρα, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ, με ένα διάλειμμα για μεσημεριανό. Ζει απομονωμένος στο βασίλειό του, στα νησιά Ορκνι, σε μια αγροικία, με τον σύντροφό του, έναν σκύλο και τρεις γάτες.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Κωνσταντίνος Ρήγος: Αντιμέτωπος με τη φωνή και το σώμα
Ο σκηνοθέτης και χορογράφος της παράστασης Κωνσταντίνος Ρήγος ήταν εκείνος που προσπάθησε να λύσει τους γρίφους του Μάξγουελ Ντέιβις, που έδωσε κίνηση στις δύο ακραίες ιστορίες του, που φρόντισε να ντύσει με εικόνες τη μουσική.
«Αρχικά, τα έργα σού δίνουν την αίσθηση ότι είναι ερμητικά κλειστά. Ωστόσο, με την επανάληψη των προβών και τη συνεχή ενασχόληση με αυτά, αναδείχθηκαν τα μουσικά χρώματα, οι αποχρώσεις, οι λεπτομέρειες και πλέον είναι αποκαλυπτικά. Πρέπει να κερδίσουμε τον θεατή, ώστε να καταφέρει να τα προσεγγίσει και να τα απολαύσει. Η ιδέα του Α. Μούζα να παρουσιαστούν σκηνοθετημένα και όχι concertande είναι σωστή, καθώς τα βλέπεις και τα ακούς ταυτόχρονα. Το ένα έργο για σοπράνο, εσωστρεφές, με χιούμορ, ευαισθησίες, ειρωνεία, γεμίζει μοναδικά με τη φωνή της Α. Μπόγρη. Το δεύτερο είναι πιο συναισθηματικό, πιο εκστατικό, περιγράφει την πορεία του Χριστού προς την Ανάσταση, μέσα από αναφορές στα έργα ανατομίας του Βεσάλιου».
• Τι σας ιντρίγκαρε περισσότερο στα έργα;
«Οι διαφορές και ομοιότητές τους: έχουν και τα δύο ένα πρωταγωνιστή. Στο ένα όμως κυριαρχεί η φωνή, ενώ στο άλλο το σώμα. Η μουσική ακρότητα των δύο έργων αλλά και η ιδεολογική τοποθέτηση του συνθέτη μού άνοιξαν έναν δρόμο για να ψάξω να βρω τις δικές μου λύσεις. Και τα δύο πραγματεύονται τον θάνατο και τη μοναξιά, με διαφορετικό τρόπο».
• Εχουν, όμως, και διαφορετικές δυσκολίες.
«Στο πρώτο, η τραγουδίστρια πρέπει να καταφέρει να ερμηνεύσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και δύσκολο έργο και συγχρόνως να πείσει ότι είναι μια γυναίκα κλεισμένη στο δωμάτιο με τα φαντάσματα του παρελθόντος, εγκαταλελειμμένη στην αναμονή. Στο άλλο, ο ερμηνευτής προσπαθεί να καλύψει κάθε ίχνος της τεράστιας άδειας σκηνής μόνο με το σώμα του».
• Τον δρόμο της χορογραφίας και σκηνοθεσίας η μουσική σάς τον έδειξε;
«Στο πρώτο έργο κινήθηκα πιο κοντά στο λιμπρέτο και το αντιμετώπισα σαν ένα θεατρικό κείμενο, τοποθετώντας την ηρωίδα σε ένα λευκό δωμάτιο, κάπου στη δεκαετία του 1940. Το δεύτερο έργο είναι πιο “διαλυμένο” και μεταφυσικό. Το ντυμένο αρχικά και γυμνό στη συνέχεια σώμα του χορευτή έρχεται αντιμέτωπο με την ανατομία της ύπαρξής του, τη μεταφυσική των υλικών, τη σκηνή ως αρένα δράσης, τη ζωντανή κάμερα ως μεγεθυντικό φακό».