09/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δύο ποιητές ανάμεσα στ’ αγάλματα

Γιάννης Δούκας «Το σύνδρομο Σταντάλ» Πόλις, 2013, σελ. 73 Δημήτρης Ελευθεράκης «Εγκώμια» Πατάκης, 2013, σελ. .
      Pin It

Γιάννης Δούκας
«Το σύνδρομο Σταντάλ»
Πόλις, 2013, σελ. 73
Δημήτρης Ελευθεράκης
«Εγκώμια»
Πατάκης, 2013, σελ. 43

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Οταν ο Σταντάλ τον Ιανουάριο του 1817 ταξίδεψε στη Φλωρεντία και επισκέφτηκε τη Σάντα Κρότσε (εκεί όπου, μεταξύ άλλων, βρίσκονται οι τοιχογραφίες του Τζότο και οι τάφοι του Δάντη, του Γαλιλαίου, του Μακιαβέλι και του Μιχαήλ Αγγελου), σημείωσε συγκλονισμένος στο ημερολόγιό του: «Βγαίνοντας από τη Σάντα Κρότσε, μ’ έπιασε ταχυπαλμία, αυτό που στο Βερολίνο αποκαλούν νευρική διαταραχή· αισθάνθηκα αποκαμωμένος και βάδιζα με τον φόβο μήπως λιποθυμήσω». Η Ιταλίδα ψυχίατρος Γκρατσιέλα Μαγκερίνι, ενάμιση αιώνα αργότερα, εισήγαγε τον όρο «Σύνδρομο Σταντάλ» για να περιγράψει το σύνολο παρόμοιων ψυχοσωματικών διαταραχών που παρατήρησε σε επισκέπτες της Φλωρεντίας κατά την επαφή τους με τον τεράστιο αριθμό αναγεννησιακών έργων τέχνης και μνημείων της πόλης. Τον ίδιο όρο επέλεξε για τίτλο της νέας του ποιητικής συλλογής ο Γιάννης Δούκας, εξηγώντας σε μια από τις τελευταίες σελίδες ότι τα 53 σονέτα του βιβλίου «συνομιλούν, τα περισσότερα, με συγκεκριμένα αγάλματα της πόλης (κατά κύριο λόγο, της Αθήνας) και με το αστικό τοπίο που τα εμπεριέχει».

 

Ο ποιητής περιπλανιέται στους δρόμους και στις πλατείες σαν να βρίσκεται σε μια γκαλερί, όπου άψυχα αγάλματα και ζωντανοί διαβάτες, παρόν και παρελθόν της πόλης, συναντώνται δίπλα του και βιώνουν την ίδια πραγματικότητα, οδηγώντας τον παρατηρητή άλλοτε σε σαφή συμπεράσματα και άλλοτε στην ποιητική σύγχυση: «Δεν είναι λύρα αυτό, δεν είναι ασπίδα / ή δόρυ, μα μπουγάδα που στεγνώνει, / βρακάκια και σουτιέν κι ένα σεντόνι / φθαρμένο, λεκιασμένο. Μα τα είδα / εχτές αυτά, κι ας ήταν παραισθήσεις. / Στον δρόμο που θα πάρεις, τι θ’ αφήσεις;». Κι άλλοτε ο περιπατητής βυθίζεται στο παρελθόν, στη μνήμη του τόπου, στην ιστορία και τη μυθολογία της ζωής μας: «Η βόλτα μου ανασκαφή κι ο δρόμος / μια φλέβα χαραγμένη της ερήμου, / εγκάρσια τομή στην εποχή μου / νωπή, βαθιά. Ανοίγοντάς την, όμως, / κι όλες τις περασμένες φανερώνει».

 

«Το θέμα εικαστικό, μα όχι μόνο, / είναι και πώς βιώνουμε την πόλη», εξηγεί ο Γιάννης Δούκας. Είναι και πώς διαβάζουμε την ιστορία, θα συμπληρώσουμε, πώς δεξιωνόμαστε τη μνήμη, πώς αντικρίζουμε τον Καθένα που περπατάει δίπλα μας. Είναι και πού αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, πού τεμνόμαστε με την εποχή μας. Είναι, βέβαια, και πού βρίσκει το θέμα του και τη φωνή του ο ποιητής – «ίσως κι εγώ ν’ αυτοβιογραφούμαι», όπως παραδέχεται μπροστά στην περιώνυμη «Αράχνη» της Λουίζ Μπουρζουά, υλοποιώντας ένα σχέδιο που, ακόμη κι αν σε κάποιες περιπτώσεις εξαντλείται στην περιγραφή των αγαλμάτων, κατά το πρότυπο των «εκφράσεων» των συγγραφέων της Υστερης Αρχαιότητας, συνολικά όμως πλουτίζει την ποίησή μας με καίριες συλλήψεις και διατυπώσεις.

 

Τα αγάλματα, κατά σύμπτωση, είναι συχνά η αφετηρία της έμπνευσης πολλών ποιημάτων και του Δημήτρη Ελευθεράκη, στου οποίου την πέμπτη από το 2001 ποιητική συλλογή, τα «Εγκώμια», θα συναντήσουμε τις προτομές του Καίσαρα, τον άγνωστο στρατιώτη, το μεγαλοπρεπές άγαλμα του βασιλικού ίππου, αλλά και τα κακότεχνα πορτρέτα των εθνικών ποιητών, τις δίδυμες θεότητες Αρτέμιδα και Αφροδίτη και άλλες προτομές ανδρών, τους οποίους «οι λίγοι που περνούν από το μέρος / δεν τους κοιτάζουν πια ούτε τους ξέρουν». Μα για τον ποιητή τα αγάλματα δεν είναι ένα νεκρό σκηνικό της πραγματικότητας, «εδώ με τα μαρμαρωμένα βλέμματα / η πόλη θαμπώνει από το χνώτο των αγαλμάτων». Το ίδιο ζωντανά και παρόντα είναι πολλά άλλα πρόσωπα που εμφανίζονται στους στίχους του Ελευθεράκη, ο άγιος Κέβιν του Γκλένταλοκ, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Λαέρτης, ο Οδυσσέας, ο Απόλλων κι ο Μαρσύας, ο Μαικήνας και ο Οβίδιος, ο Κανάρης.

 

Μυθικά και ιστορικά πρόσωπα, τόποι και λογοτεχνικές αναφορές, προσωπικές εμπειρίες και συλλογικά συμβάντα δημιουργούν ένα πυκνό πλέγμα, μέσα στο οποίο πιασμένος ο ποιητής μάχεται να διακρίνει το πρόσωπό του και το πρόσωπο της ιστορίας. Και μπορεί να αισθάνεται εξίσου αποδιωγμένος «απ’ τη θυμωμένη Αφροδίτη», τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα όσο και από «την παιδίσκη με τα ματογυάλια, τη σιωπηλή Κλειώ», τη μούσα της ιστορίας και της επικής ποίησης, αλλά είναι η ιστορία αυτή που αποτελεί το κεντρικό θέμα της ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Ελευθεράκη. Η ιστορία και μαζί η ποίηση, αφού με αυτήν προσπαθεί να κατανοήσει το παρελθόν και να αντέξει το βάρος της ιστορικής μνήμης· αφού με αυτήν ελπίζει να κερδίσει τη μάχη με τον χρόνο και τη μάχη με τον πόνο, όπως ο μυθικός Μαρσύας που κέρδισε τον Απόλλωνα στον μουσικό αγώνα τους και κατέληξε ένα γδαρμένο τομάρι στο δέντρο: «Τουλάχιστον θα έχω παίξει τον αυλό / (αυτή την τέχνη της αναπνοής) / κ’ ύστερα θα ’μαι ολόκληρος μία πληγή».

 

Ο Δημήτρης Ελευθεράκης με τους τρόπους της ποίησής του –τον στίχο του, άλλοτε έμμετρο και άλλοτε ελεύθερο, τη γλώσσα και το ύφος του, άλλοτε υψηλό και άλλοτε προφορικό, τη διάθεσή του, άλλοτε στοχαστική και άλλοτε λυρική– διατρέχει ολόκληρο το φάσμα της ποιητικής μας παράδοσης, με τόλμη, ωριμότητα και χωρίς να ασκήσει καμία βία στο υλικό του.

 

Scroll to top