10/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Gagarin way», Θέατρο Βασιλάκου

Η βία ως έγκλημα σε πολιτικό κενό

Αυτό μοιάζει να λέει με τη «μαύρη» κωμωδία του γύρω από μια σύγχρονη τρομοκρατική απόπειρα ο Σκοτσέζος Γκρέγκορι Μπερκ. Το έργο, προβληματισμένο, καθόλου αδιάφορο στη μελαγχολία των καιρών και διαολεμένα ευχάριστο, ανέβηκε από τον Αλέξανδρο Αβρανά χωρίς επιτήδευση, σφιχτά και με νεύρο. Δυστυχώς υστερεί στις ερμηνείες.
      Pin It

Αυτό μοιάζει να λέει με τη «μαύρη» κωμωδία του γύρω από μια σύγχρονη τρομοκρατική απόπειρα ο Σκοτσέζος Γκρέγκορι Μπερκ. Το έργο, προβληματισμένο, καθόλου αδιάφορο στη μελαγχολία των καιρών και διαολεμένα ευχάριστο, ανέβηκε από τον Αλέξανδρο Αβρανά χωρίς επιτήδευση, σφιχτά και με νεύρο. Δυστυχώς υστερεί στις ερμηνείες

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Το έργο του Σκοτσέζου συγγραφέα Γκρέγκορι Μπερκ «Gagarin way» θα μπορούσε να διαβαστεί με παραλληλισμούς εξαιρετικά σύγχρονους, αν όχι πλήρως συναπτόμενους στη δική μας κατάσταση. Με τις ίδιες ακόμη λέξεις. Δύο υπάλληλοι μιας πολυεθνικής εταιρείας στη Σκοτία αποφασίζουν να δράσουν αποφασιστικά ενάντια στις μελλοντικές στρατηγικές της διεύθυνσης, οι οποίες περιλαμβάνουν -εκτός άλλων- «αξιολόγηση», «διαθεσιμότητα», «μετακίνηση» και ασφαλώς «απόλυση» των συναδέλφων τους. Πώς; Πλέκουν ένα σχέδιο απαγωγής και δολοφονίας ενός μεγαλοστελέχους, σαν πράξη ανοιχτής βίας και αντίδρασης, σαν κίνηση που θα μπορούσε να δράσει παραδειγματικά στη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης.

 

Τα πράγματα ωστόσο θα εξελιχθούν -όπως είναι αναμενόμενο για το καλό θέατρο-, αλλιώς. Οχι γιατί θα εμφανιστούν σοβαρά εμπόδια στον δρόμο τους, ούτε καν γιατί το «τυχαίο» θύμα της τρομοκρατίας θα αποκτήσει κάποια στιγμή μπροστά τους συγκεκριμένο πρόσωπο, οικεία ταξική καταγωγή, ίδια πατρίδα και παρόμοιο ήθος. Αλλά γιατί η ίδια η πράξη της βίας, την οποία οι δύο αυτόκλητοι κι ημιμαθείς ακτιβιστές ασπάζονται, μοιάζει, ενταγμένη καθώς είναι στο αδρανές περιβάλλον μιας αδιάφορης κοινωνίας χωρίς άλλη, ουσιαστική διάθεση για επανάσταση, περισσότερο με έγκλημα παρά με πολιτική δήλωση.

 

Στα χνάρια του «Ομηρου»

 

Δεν χρειάζεται να ψάξουμε παραπέρα για τις καταβολές του έργου. Τις ομολογεί πριν από εμάς το ίδιο, ευθαρσώς. Πρόκειται για μεταγραφή του παλιού «Ομηρου» του Μπρένταν Μπίαν, για μεταφορά της ίδιας συλλογιστικής από τον ιρλανδικό αγώνα στη σημερινή μεταθατσερική κι εργασιακά εμπόλεμη κατάσταση της Αγγλίας. Η μεγάλη διαφορά είναι πως τώρα, κάτω από τις πράξεις υπάρχει ένα κενό, μια απώλεια στήριξης της πολιτικής πράξης, που κάποτε έμοιαζε αυτονόητη ή και αμετάκλητη, υπό μία έννοια, «ηρωική». Εκείνο που λείπει τώρα είναι η ευρεία πεποίθηση ότι μια πράξη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και πως η μία αυτή πράξη είναι ικανή να τον κάνει καλύτερο. Αν το καλοεξετάσουμε, αυτό που λείπει από τη σημερινή βία -λέει ο Μπερκ- είναι ο ρομαντισμός.

 

Κατά τα άλλα το έργο ανήκει στη μεγάλη αγγλική σχολή. Που σημαίνει πως σαν κάθε καλό βρετανικό έργο έχει τον τρόπο του να είναι μαζί αγγελικά προβληματισμένο και διαολεμένα ευχάριστο. Οφείλουμε να συμπληρώσουμε πως ο Μπερκ ανήκει και στην τελευταία ενδιαφέρουσα τάξη συγγραφέων του «in-yer-face» αγγλικού θεάτρου, κυρίως γιατί διαπρέπει περισσότερο στην κατεδάφιση παρά στην ανοικοδόμηση των ιδεολογημάτων που στήριξαν κάποτε τη σχέση θεάτρου και κοινωνίας. Το λέμε κι εμείς, όχι χωρίς κάποιους ενδοιασμούς. Είναι ανοιχτό ζήτημα αν τελικά η σχηματοποίηση μιας ολόκληρης γενιάς συγγραφέων κάτω από το πέλμα του «in-yer-face» θεάτρου της έκανε καλό ή κακό.

 

Από τη μια πρόσφερε αναντίρρητα στο βρετανικό θέατρο την ώθηση που χρειαζόταν, ιδιαίτερα στο να ξαναπουλήσει τα παιδιά της «οργισμένης νεολαίας» του σε νέο περιτύλιγμα. Από την άλλη, όμως, είναι εξίσου γεγονός πως σε αυτό το επιθετικό θέατρο της νέας πραγματικότητας κατατάχτηκαν κάποτε χωρίς κόπο κι άλλα, διάσπαρτα έργα, που μικρή ή επιπόλαια σχέση είχαν με τα χοντροκομμένα χαρακτηριστικά της κατηγορίας. Οπως και να ’ναι, ο όρος λειτούργησε κι αντίστροφα. Από ένα σημείο και μετά οι νέοι συγγραφείς έπρεπε να γράφουν με το ύφος του «in-yer-face» για να αναγνωριστούν και να ανεβούν σε κάποια σκηνή.

 

Νομίζω ότι μια τέτοια περίπτωση είναι το έργο του Γκρέγκορι Μπερκ: το «Gagarin way» μοιάζει ενδιαφέρον όχι όσο πλησιάζει και συνυφαίνεται, αλλά όσο απομακρύνεται και διακρίνεται από τα υπόλοιπα της κατηγορίας του. Μεταφέρει βέβαια κι αυτό τη γενικότερη κυνική διαπίστωση της γύρω του πραγματικότητας, χαρακτηρίζεται και αυτό «μαύρη κωμωδία». Διαθέτει όμως δύο στοιχεία που το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Πρώτα, έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό: κι αν βυθίζεται στον ίδιο καυστικό χυλό της κυνικής οπτικής για τα πράγματα, το ίδιο ούτε αδιάφορο είναι ούτε ασυγκίνητο στη μελαγχολία των καιρών.

 

Και έπειτα, σε αντίθεση με πολλά άλλα του ίδιου είδους, είναι στηριγμένο σε μια πολύ στέρεα δραματουργική βάση. Από κάτω υπάρχει ο σταθερός σκελετός του αγγλικού έργου κατάστασης, ένας καμβάς που έχει χρησιμοποιηθεί σε πλείστα έργα ρεαλισμού εκατέρωθεν του Ατλαντικού: ευάριθμοι και αταίριαστοι χαρακτήρες βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μικρό χώρο, ώστε να μελετηθούν εκεί, σε συνθήκες «εργαστηρίου», οι αντιδράσεις τους σε κατάσταση ελεγχόμενου πανικού.

 

Εχει σκηνοθετηθεί συμβατικά και πολύ θεατρικά από τον Αλέξανδρο Αβρανά για τη σκηνή του «Βασιλάκου» (με τη συνεργασία του Κώστα Περούλη), χωρίς περιττούς σκηνοθετισμούς, χωρίς επιτήδευση, σφιχτά και με νεύρο, με πίστη στο μήνυμα του έργου και στην πολιτική αξία του. Δυστυχώς, όμως, υστερεί φανερά στο ζήτημα της διδασκαλίας των ρόλων, πράγμα σοβαρό, αφού σαν τυπικό δείγμα ρεαλισμού, το «Gagarin way» είναι έργο ρόλων. Και όπως είναι φυσικό η ερμηνεία των τεσσάρων ηθοποιών μένει δυστυχώς σε επίπεδο περιγραφής.

 

Ξεχωρίζει ο Βακούσης

 

Ο Μιχάλης Μουλακάκης παρουσιάζει τον ρόλο του Τομ με μηχανικές κινήσεις και αδεξιότητες, σε μια μάλλον αμήχανη σκηνική έκφραση του φοβισμένου νέου. Ο Στέφανος Κοσμίδης παίζει τον νευρωτικό Εντι, χωρίς το ανάλογο εσωτερικό κίνητρο, εξωτερικά και φλύαρα. Παρόμοια και ο Κώστας Ανταλόπουλος, που εκτός από κάποιο πρόβλημα ορθοφωνίας αδυνατεί να στηρίξει ερμηνευτικά τον κεντρικό χαρακτήρα του Γκάρι. Είναι αλήθεια πως ο Γκάρι μοιάζει ένας ιδεολόγος χαμένος στην αλήθεια της εποχής του. Δεν παίζεται όμως έτσι, σαν εξαρχής διαψευσμένος. Μόνο ο Μάνος Βακούσης εμπλουτίζει τον ρόλο του Φρανκ με την απαραίτητη εσωτερική ουσία, με αυτό που τέλος πάντων θα κάνει τον ρόλο ενδιαφέροντα και γοητευτικό, που θα τον εκτείνει πάνω στη σκηνή και εκτός αυτής.

 

Η μετάφραση του Αλέξανδρου Μπαλαμώτη είναι ρέουσα, σε κάποια σημεία όμως αφήνει να φανεί από κάτω το υπόστρωμα της αγγλικής γλώσσας. Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού μεταδίδουν, ως οφείλουν, την αίσθηση του εγκλωβισμού.

 

Scroll to top