13/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

H ψευδεπίγραφη «Κεντροδεξιά»

     
Pin It

Του Νίκου Κιάου

 

Εχουμε συνηθίσει (ή, καλύτερα, μας έχουν συνηθίσει) να μιλούμε για την «Κεντροδεξιά» και φυσικά να εννοούμε τη Ν.Δ., το κόμμα που ίδρυσε το 1974 ο Κων. Καραμανλής και το οποίο, κατά κοινή παραδοχή, από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, ήταν η Δεξιά στην Ελλάδα.

 

Βεβαίως, με την ίδρυσή του μετά τη δικτατορία, αυτοπροσδιορίστηκε διαχωρισμένο από την Ακροδεξιά, η οποία είχε συνδεθεί με τη χούντα, με τους δικτάτορες. Καταστατική ιδεολογία της Ν.Δ. προσδιορίζεται ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός. Είναι όμως γνωστή η ιστορική εξέλιξη και τοποθέτηση του πολιτικού χώρου. Με τις διάφορες κατά καιρούς διευρύνσεις [προς το κέντρο και προς τα (άκρα) δεξιά], είναι ο συντηρητικός χώρος με την ιστορική διαδρομή από το Λαϊκό Κόμμα, τον Ελληνικό Συναγερμό, την ΕΡΕ και, τέλος, τη Ν.Δ.

 

Ο όρος «Κεντροδεξιά» εμφανίζεται μάλλον δειλά στην αρχή από τους επιγόνους του ιδρυτή και ηγέτη της Ν.Δ. Χρησιμοποιείται σιγά σιγά και πιο έντονα αργότερα, για να φθάσουμε σήμερα να έχει επικρατήσει στην πολιτική ορολογία παράλληλα με τον όρο «Κεντροαριστερά». Παρά το ότι έχουμε κι εδώ μια μάλλον μηχανιστική μεταφορά (ή «μίμηση») από τον δυτικοευρωπαϊκό χώρο -με επίσης θολό και αόριστο περιεχόμενο-, τους δύο όρους χρησιμοποιούν (και μας «βομβαρδίζουν») τα ΜΜΕ (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες) που στηρίζουν σταθερά από το 2010 την πολιτική των μνημονίων αλλά και πολιτικοί του χώρου Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ καθώς και ΔΗΜΑΡ και άλλων κομμάτων και κινήσεων.

 

«Διεύρυνση» της Δεξιάς προς το Κέντρο, ή καλύτερα προσχωρήσεις κεντρώων στο κόμμα της Δεξιάς, συναντούμε, αν ξεκινήσουμε μετά το 1950, στη συνεργασία του Γ. Παπανδρέου με τον Ελληνικό Συναγερμό και στην προσχώρηση Κ. Τσάτσου, Ευάγγ. Αβέρωφ και άλλων από τους Φιλελεύθερους στην ΕΡΕ του Κων. Καραμανλή. Μπορούμε να βαφτίσουμε «Κεντροδεξιά» την ΕΡΕ με τη διεύρυνση εκείνη; Μάλλον αφελές θα ήταν κάτι τέτοιο, καθώς είναι γνωστή στην ιστορία ως συντηρητικό κόμμα, με ιδεολογία τον αντικομμουνισμό, με αυταρχική διακυβέρνηση, με σχέσεις με το παρακράτος, με την εντελώς κολοβή δημοκρατία που άσκησε ως κυβέρνηση αλλά και την οποία υπηρέτησε ως αντιπολίτευση.

 

Μετά το 1964 και ακριβώς το 1965, έχουμε την αποστασία από την Ενωση Κέντρου και τις κυβερνήσεις των αποστατών σε συνεργασία με την ΕΡΕ. Μάλλον ως προμήνυμα κινήσεων προς τα δεξιά παρά κεντροδεξιά μπορούν να χαρακτηριστούν οι αποστάτες και το κόμμα τους.

 

Με τη δημιουργία της Ν.Δ. από τον Κων. Καραμανλή, εντάσσονται σ’ αυτήν πολιτικοί προερχόμενοι από την Ε.Κ. και τους αποστάτες (Δημ. Παπασπύρου και άλλοι).

 

Η μεγαλύτερη «διεύρυνση» γίνεται μετά τις εκλογές του 1977. Πολιτικοί από την τότε Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), που είχε αρχίσει να διαλύεται, προσχωρούν στη Ν.Δ. (όπως Αθ. Κανελλόπουλος, Μιχ. Παπακωνσταντίνου) και μαζί προσχωρούν οι Κων. Μητσοτάκης, Π. Βαρδινογιάννης του Κόμματος των Νεοφιλελευθέρων. Προετοιμάζεται η μετακίνηση του Κων. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Οι προσχωρήσης αυτές όμως δεν είναι αρκετές. Η Ν.Δ. είχε εκλέξει 171 βουλευτές. Για την τρίτη και καθοριστική ψηφοφορία στη Βουλή απαιτούνται 180 ψήφοι. Ετσι, «μετακινούνται» και ψηφίζουν τον Κ. Καραμανλή για πρόεδρο δύο της ΕΔΗΚ (Στ. Χούτας, Ι. Σεργάκης), τρεις της (ακροδεξιάς) Εθνικής Παρατάξεως (Αποστολάκος, Παπαευθυμίου, Ιμάμογλου), ο Καρδάρας από το ΚΟΔΗΣΟ, δύο αποχωρήσαντες από τη Ν.Δ. (Γόντικας, Πνευματικός) και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής.

 

Παρά τη διαφοροποίηση και την απόσταση, όπως διακηρυσσόταν, της Ν.Δ. από την ακροδεξιά, έγιναν ασμένως δεκτές οι ψήφοι από την Εθνική Παράταξη. Κι αυτές μαζί με τους εκ του Κέντρου προερχομένους.

 

Η συνέχεια της πορείας της Ν.Δ. με τον Ευάγγ. Αβέρωφ, τον Κ. Μητσοτάκη και τον Α. Σαμαρά στο τιμόνι (με κάποιες διαφοροποιήσεις επί Μ. Εβερτ και Κ. Καραμανλή) δεν συνηγορεί σε καμία περίπτωση στην αποδοχή της εκτίμησης ότι μετακινήθηκε προς τον χώρο του Κέντρου. Τουναντίον, μάλιστα, με αποκορύφωμα την περίοδο της κυβέρνησης Παπαδήμου και, μετά, κυρίως μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012 .

 

Η επίκληση της Κεντροδεξιάς μάλλον αποκαλύπτει την ντροπαλή και ενοχική εκδοχή για τον αυτοπροσδιορισμό της παράταξης. Η πολιτεία της (παρέα με την «Κεντροαριστερά» του ΠΑΣΟΚ του Ευάγγ. Βενιζέλου) το αποδεικνύει. ‘Η, άλλως, ανακαλύπτουν τη «γοητεία», την «ηρεμία», την ισοπέδωση στο Κέντρο και αποτάσσονται τα «βδελυρά» δεξιά και αριστερά.

 

Αν ο όρος «Κεντροαριστερά» εφευρέθηκε ή χρησιμοποιήθηκε και επιβλήθηκε κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) για να δημιουργηθεί ανάχωμα προς τα αριστερά και κυρίως σήμερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ο ανάλογος όρος προς την «αντίπαλη» πλευρά, η «Κεντροδεξιά», φαίνεται ότι και εφευρέθηκε και επιβλήθηκε αφ’ ενός για να λειάνει τις εντυπώσεις και τη θέση απέναντι στη Δεξιά, για να διαχωριστεί από την Ακροδεξιά, και αφ’ ετέρου για να έρθουν πιο κοντά οι, ας πούμε εκ παραδόσεως, αντίπαλες παρατάξεις, η Δεξιά και το Κέντρο (στο οποίο εντάσσεται και το ΠΑΣΟΚ).

 

Αυτό που μετράει είναι η συγκεκριμένη πολιτική, που χαράσσεται και ακολουθείται. Με τα μνημόνια, με την αποδοχή (όχι μόνο) της ηγεμονικής θέσης της Γερμανίας μέσα στην Ε.Ε., με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας στον τρόπο διακυβέρνησης, με τον αυταρχισμό, με το πισωγύρισμα δεκαετίες, την κατεδάφιση ατομικών, εργασιακών, ασφαλιστικών δικαιωμάτων, δεν έχουμε μόνο στασιμότητα στη Δεξιά αλλά βήματα θλιβερά στη μαύρη εποχή του μετεμφυλιακού κράτους.