eurogroup26811

16/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Προϋποθέσεις παραμονής της χώρας στο ευρώ

«Χρόνιες παθογένειες όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονταν και εξαλείφονταν αλλά άρχισαν μετά το 2000 να διαδίδονται, με συνεχή εξασθένηση της αναγκαίας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που θα τις απομάκρυνε» / Άρθρο των Αλ. Παπαδόπουλου, Σ. Θεοδωρόπουλου.
      Pin It

«Χρόνιες παθογένειες όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονταν και εξαλείφονταν αλλά άρχισαν μετά το 2000 να διαδίδονται, με συνεχή εξασθένηση της αναγκαίας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που θα τις απομάκρυνε

 

«Δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για τις δημοσιονομικές ασωτίες του παρελθόντος, που συντηρούν εστίες σπατάλης, προνομίων και μισθολογικών καθεστώτων αποτέλεσμα συντεχνιακών εκβιασμών, σωρεύοντας δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη για την οικονομία

 

Των Αλέκου Παπαδόπουλου*, Σωτήρη Θεοδωρόπουλου**

 

Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ μαζί με την πρώτη ομάδα χωρών που τη δημιούργησαν αποτέλεσε ένα σημαντικό μεταπολεμικό επίτευγμα. Το χαμηλό κόστος δανεισμού, παρόμοιο των άλλων χωρών της ευρωζώνης, που μαζί με την αντίστοιχη πιστοληπτική μας ικανότητα κατακτήθηκε στην πενταετή πορεία προς την ΟΝΕ, διατηρήθηκε περίπου δέκα χρόνια και χάθηκε σε πέντε μήνες μετά τα τέλη του 2009, φτάνοντας στον πλήρη αποκλεισμό από τις αγορές. Στη δεκαετία του ’90, η χώρα άρχισε να δείχνει δείγματα γραφής μιας νέας κουλτούρας που πιστεύει στα υγιή δημόσια οικονομικά, στις διαρθρωτικές αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις προσαρμογής στο συνεχώς μεταβαλλόμενο, περισσότερο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό ρυθμιστικό περιβάλλον.

 

Παράλληλα όμως, χρόνιες παθογένειες όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονταν και εξαλείφονταν αλλά άρχισαν μετά το 2000 να διαδίδονται, με συνεχή εξασθένηση της αναγκαίας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που θα τις απομάκρυνε. Στο κλίμα της ευμάρειας που σπαταλούσε το μέρισμα της ΟΝΕ και τα φτηνά δανεικά, η άνθηση του λαϊκισμού ως πολιτικής έκφρασης κυριάρχησε και περιθωριοποίησε τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις της χώρας οδηγώντας άμεσα στην οικονομία των πολύ υψηλών δίδυμων ελλειμμάτων. Με παρωχημένες αντιλήψεις άλλων εποχών, ακατάλληλες -κι όπως αποδείχθηκε επικίνδυνες για τη διαχείριση της κρίσης μιας χώρας της ευρωζώνης-, οι δυνάμεις του λαϊκισμού οδήγησαν γρήγορα στην κατάρρευση και με το φάσμα της χρεοκοπίας προ των πυλών. Με παιδαριώδεις αντιλήψεις και λογικές οδήγησαν την οικονομία στη μεγαλύτερη ύφεση μεταπολεμικά σε μέγεθος και διάρκεια.

 

Σήμερα, συχνά συρόμενοι στη λήψη των απαραίτητων μέτρων προσαρμογής, παράγοντας μειωμένα αποτελέσματα, με τόσες παλινωδίες που μας κόστισαν ακριβά σε ύφεση και ανέργους, η χώρα φαίνεται τουλάχιστον να έχει μηδενίσει τα διπλά της ελλείμματα ευρισκόμενη σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Θα παραδοθεί άραγε τώρα στην κυριαρχία και την κουλτούρα ενός ιδιότυπου λαϊκισμού, με τις ευανάγνωστες μεταμορφώσεις του, που καλλιεργεί ξεθωριασμένες αυταπάτες και υψώνει τα αντιευρωπαϊκά λάβαρα, ή θα συνεχίσει την πορεία παραμονής στην ΟΝΕ; Θα είναι η περίοδος αυτή μια παρένθεση με ισχυρό μάθημα αυτογνωσίας ή μια συνέχεια που θα οδηγήσει στα ερείπια τύπου Αργεντινής;

 

Για να παραμείνει η χώρα στη ζώνη του ευρώ πρέπει πρώτα να κατανοήσει τη λειτουργία, τους μηχανισμούς, τη φιλοσοφία και τη λογική αυτής της νέας πραγματικότητας.

 

Χωρίς να απαλλαγεί από τη σημερινή καθοδηγούσα κουλτούρα, τα κόστη που πλήρωσε θα συνεχίσει να τα πληρώνει με ορατό και σαφή τον κίνδυνο εξόδου από την ευρωζώνη, όπως συνέβη το 2010, με μεγάλη εθνική ήττα που φέρνει προφανώς ερείπια και καταστροφές για τις οποίες ουδείς γνωρίζει αν, πότε και πώς μπορεί να ξανασυνέλθει.

 

Μια βασική προϋπόθεση παραμονής κάθε χώρας στην ΟΝΕ αποτελεί η αυστηρή και πλέον πολύ αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών που δεν παράγουν ελλείμματα, όπως αποφασίστηκε το 2012 και συμπληρώθηκε με σύστημα αυστηρότερων κυρώσεων και συνεχούς εποπτείας για όλες τις χώρες. Δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για τις δημοσιονομικές ασωτίες του παρελθόντος, που συντηρούν εστίες σπατάλης, προνομίων και μισθολογικών καθεστώτων, αποτέλεσμα συντεχνιακών εκβιασμών, σωρεύοντας δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη για την οικονομία.

 

Θα πρέπει να καθοριστεί το μέγεθος του δημόσιου τομέα που είναι απαραίτητο και συμβατό με τους σύγχρονους ρόλους κράτους και αγοράς, αλλά και τα φορολογικά βάρη που μπορεί να σηκώσει η πραγματική οικονομία για τη χρηματοδότησή του. Στο μέγεθος αυτό, η μεγιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών του στην οικονομία και την κοινωνία που υπηρετεί, με το μικρότερο κόστος, απαιτεί αποτελεσματικές πολιτικές διοίκησης και διαχείρισης, εξομοίωση των εργασιακών καθεστώτων και όρων λειτουργίας με αυτών του ιδιωτικού τομέα, καθώς και την αυτονόητη αποκομματικοποίηση του κράτους.

 

Η εκρηκτική δυναμική του χρέους στο έντονα υφεσιακό περιβάλλον της παρατεταμένης κρίσης των τελευταίων ετών, με συνεχή επιβάρυνση των μειούμενων ελλειμμάτων, θα ήταν πλήρως εκτός ελέγχου χωρίς τις τελευταίες ρυθμίσεις και αποφάσεις του τριμερούς μηχανισμού εποπτείας. Είναι αυτονόητο πως χωρίς αυτόν η κατάρρευση και η τυπική χρεοκοπία θα είχε συμβεί την άνοιξη του 2010. Δεδομένου ότι το πρόβλημα του χρέους είναι πρόβλημα αύξησης του εθνικού εισοδήματος, η επίτευξη βιωσιμότητας με περισσότερο ρεαλιστικά δεδομένα απαιτεί σήμερα νέες ρυθμίσεις με διάφορες μορφές, ώστε να δοθεί χρόνος-ανάσα για ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας, με βασικές προϋποθέσεις τη συνέχιση των διαρθρωτικών αλλαγών χωρίς την παραγωγή ελλειμμάτων.

 

Οπως συνέβη μέχρι τώρα, για την αποφυγή της τραγωδίας μας, κάθε απόφαση στη διαχείριση του χρέους θα πρέπει να αποτελεί μόνον συναπόφαση με τους εταίρους μας. Οι ανεύθυνες κραυγές για μονομερείς διαγραφές χρεών και συμπεριφορές χώρας-μπαταχτσή αγνοούν τις αντιδράσεις και τα αντίμετρα των άλλων χωρών, της Ε.Ε., της ΕΚΤ και βεβαίως την τιμωρία των αγορών για μια χώρα που αρνείται να πληρώσει τους τεχνητά ελάχιστους τόκους και να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της. Είναι αυτονόητο πως με τις αντιλήψεις αυτές η χώρα οδηγείται αμέσως εκτός ευρωζώνης ακολουθώντας τον δρόμο της Αργεντινής.

 

Θα πρέπει να επιταχύνουμε τους ρυθμούς των αποκρατικοποιήσεων και της αξιοποίησης της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του δημόσιου τομέα, που διακόπηκε παντελώς για τρία χρόνια μετά το 2009, αξιοποιώντας όλα τα σύγχρονα εργαλεία που προσφέρει η διεθνής εμπειρία και πρακτική. Δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι, ενέργεια κτλ δεν μπορούν να αγνοούν τι συμβαίνει γύρω μας και να λειτουργούν σαν παραδοσιακά βιλαέτια του πελατειακού μας συστήματος, παράγοντας στασιμότητα και διαφθορά. Δεν χρειαζόμαστε προστάτες των αναχρονισμών που διαλαλούν τις παλαιολιθικές τους αντιλήψεις πως ελληνικό και εθνικό είναι μόνον ό,τι είναι κρατικό.

 

Η λειτουργία της αγοράς εργασίας στις οικονομίες της ευρωζώνης αλλάζει σε μεγάλο βαθμό με ό,τι ίσχυε στο παρελθόν. Χωρίς την αποτελεσματική λειτουργία μιας ευέλικτης αγοράς εργασίας και εμμονές στις αντιλήψεις του παρελθόντος, η χώρα μπορεί να σωρεύσει πολύ ψηλά ποσοστά ανεργίας και ύφεσης. Στη νέα πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις πρέπει να ενθαρρύνονται στη δημιουργία βιώσιμων, δηλαδή ανταγωνιστικών θέσεων εργασίας χωρίς να επωμίζονται κόστη που δεν χρειάζονται, και το κράτος να φέρει την ευθύνη της κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων και των ανέργων, ενώ οι μισθολογικές μεταβολές θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεταβολές στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα των κλάδων της οικονομίας.

 

Αμεση και ταυτόχρονη με την ευέλικτη αγορά εργασίας προτεραιότητα αποτελούν οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, με στόχο την απομάκρυνση πλήθους εμποδίων-ρυθμίσεων στον ανταγωνισμό, συχνά αποτέλεσμα πιέσεων πελατειακών ομάδων συμφερόντων.

 

Με αφορμή τη συνταγματική και όχι μόνον αναθεώρηση να προχωρήσουμε στη ριζική αναθέσμιση της χώρας στο επίπεδο των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών και ταυτόχρονα στην αναθεμελίωση των κρατικών δομών που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης.

 

Η αναδιοργάνωση και η δημιουργία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις που το απαλλάσσουν από τις παθογένειες του παρελθόντος, αποτελούν ύψιστη προτεραιότητα στο σημερινό περιβάλλον.

 

Εκτός από τις οριζόντιες πολιτικές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, αξιοποιώντας τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, μειώνουν το κόστος της γραφειοκρατίας, διευκολύνουν τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, χρειαζόμαστε συγκεκριμένα μέτρα και παρεμβάσεις, κάθετες κλαδικές πολιτικές, που απελευθερώνουν δυναμικό και αξιοποιούν δυνατότητες στηριγμένες στη σύγχρονη εμπειρία.

 

Καινοτόμες δράσεις και πολιτικές πρέπει άμεσα να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν, κυρίως σε τομείς που μπορούν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να παίξουν ρόλο ατμομηχανών που θα σύρουν το σύνολο της οικονομίας έξω από την ύφεση όπως: ο ευρύτερος ναυτιλιακός τομέας, ο τουρισμός, ο αγροτικός τομέας, οι κατασκευές, η ενέργεια, οι μεταφορές, οι νέες καινοτόμες υπηρεσίες κ.λπ. Μέσα από αυτές, θα πρέπει η δημιουργική Ελλάδα να αναδειχθεί και να βγει στο προσκήνιο γιατί από αυτήν εξαρτάται η ευημερία όλων, από τα αποτέλεσμα της παραγωγικής της προσπάθειας εξαρτάται αυτό που δικαιούμαστε, που είναι μόνον αυτό που μπορούμε.

 

Με όρους και προϋποθέσεις σαν αυτές, μια άλλη κουλτούρα και φιλοσοφία, απαλλαγμένη από τις μέχρι τώρα χρεοκοπημένες αντιλήψεις και συμπεριφορές του λαϊκισμού, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να παραμείνει στην ευρωζώνη, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα ενός εθνικού επιτεύγματος που ήταν η συμμετοχή σε αυτήν.

 

Τα κηρύγματα αποπροσανατολισμού για αποφυγή αυτών των προϋποθέσεων οδηγούν άμεσα και ευθέως εκτός ευρωζώνης, όπου οι απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος είναι πολλαπλάσιες των όποιων μνημονίων χωρίς καμιά δικλίδα ασφαλείας. Στη βάση αυτή, είναι αναγκαία η διατύπωση αμέσως μετά τις ευρωεκλογές ενός Εθνικού Σχεδίου Αυτοδεσμεύσεων, που θα είναι το αποτέλεσμα μιας όσο ποτέ άλλοτε εθνικής συνεννόησης ώστε να πετύχουμε τη μεγάλη συμφωνία διάσωσης με τους εταίρους μας. Ολα τα άλλα είναι απλώς ματαιοπονίες.

 

* Πρώην υπουργός

 

** Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά

 

Scroll to top