16/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γιώτα Νέγκα

«Το μπουζούκι του μπαμπά μου με οχύρωσε συναισθηματικά»

Αυτή η μεγάλη λαϊκή φωνή, που αργήσαμε να ανακαλύψουμε, έβγαλε δίσκο, το «Καινούριο φιλί», με τον περιζήτητο συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη. Η επιτυχία δεν την άλλαξε. Είναι ακόμα το Γιωτάκι, που άφηνε τα παιχνίδια του στην αυλή και κούρνιαζε στα πόδια του πατέρα του, να τραγουδήσει μαζί του Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου.
      Pin It

Αυτή η μεγάλη λαϊκή φωνή, που αργήσαμε να ανακαλύψουμε, έβγαλε δίσκο, το «Καινούριο φιλί», με τον περιζήτητο συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη. Η επιτυχία δεν την άλλαξε. Είναι ακόμα το Γιωτάκι, που άφηνε τα παιχνίδια του στην αυλή και κούρνιαζε στα πόδια του πατέρα του, να τραγουδήσει μαζί του Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Διονυσίου

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

ΓΙΩΤΑ ΝΕΓΚΑΟταν πριν από μερικά χρόνια ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος διέκρινε σε μια τυπική οντισιόν τα σπάνια χαρίσματα της Γιώτας Νέγκα, κανείς δεν περίμενε πως είχε χτυπήσει φλέβα χρυσού και πως το ελληνικό τραγούδι είχε βρει στο πρόσωπό της μια εξαιρετική λαϊκή τραγουδίστρια. Ομως, και η ίδια άργησε να συνειδητοποιήσει τη θέση της στην μουσική πραγματικότητα. Σήμερα, ωστόσο, ήρθε η στιγμή που παρουσιάζει έναν ολόκληρο δίσκο που έγραψε για εκείνη ο περιζήτητος συνθέτης Θέμης Καραμουρατίδης. Από τη μια, λοιπόν, «αυτός ο μικρός μάγος» της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής, που έχει υπογράψει μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Νατάσσας Μποφίλιου, που έδωσε τραγούδια στη Δήμητρα Γαλάνη, την Τάνια Τσανακλίδου, την Ελεωνόρα Ζουγανέλη, κι από την άλλη μια σπουδαία λαϊκή φωνή.

 

Ο τίτλος του άλμπουμ είναι «Καινούριο φιλί». Ο Θέμης Καραμουρατίδης ντύνοντας με μουσικές τα λόγια των Οδυσσέα Ιωάννου, Γεράσιμου Ευαγγελάτου, Λήδας Ρουμάνη κ.ά, δημιούργησε δέκα τραγούδια που καλύπτουν όλο το μουσικό φάσμα που αγαπά και θέλει να τραγουδά η Γ. Νέγκα. Κομμένα και ραμμένα για την υπέροχη φωνή της, στον δίσκο συνυπάρχουν στιβαρά ζεϊμπέκικα, βαλσάκια, λαϊκά με δυνατά συναισθήματα, μπαλάντες. «Ξέρετε, εγώ δεν μετράω τους στίχους λέξη λέξη. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το συναίσθημα που αφήνουν. Η απώλεια, ο έρωτας, η φυγή, η μοναξιά αφορούν για τον καθένα μας διαφορετικά πρόσωπα και καταστάσεις. Αρα εγώ όταν τραγουδώ δεν φωτογραφίζω πρόσωπα, απλώς απευθύνομαι στην ψυχή».

 

«Ο Θέμης είναι καλλιτέχνης με φοβερό ένστικτο και γειωμένος», λέει. «Μπορείς μαζί του να ονειροβατήσεις αλλά και να μιλήσεις επί συγκεκριμένου, ρεαλιστικά. Σου λέει τι σκέφτεται, σ’ το περιγράφει κι όταν το βλέπεις να συμβαίνει, καταλαβαίνεις πόσο συνεπής είναι στο όραμά του. Δεν συναντάς συχνά ανθρώπους σε αυτή την ηλικία που όχι μόνο ξέρουν τι θέλουν, αλλά έχουν τον τρόπο και το ταλέντο να το κάνουν δημιουργία. Τρυφερός, οξυδερκής, έξυπνος, έχει ένα βαθύτατο ένστικτο ως άνθρωπος. Ως συνθέτης, δε, διαθέτει ένα πολύ σπάνιο χαρακτηριστικό: όσο σοβαρά βλέπει τη δουλειά του τόσο του αρέσει να παίζει μαζί της. Ετσι, φέρνει στην επιφάνεια όλη τη θετική του ενέργεια και μοιράζεται μαζί σου μια παιδικότητα, που την έχει ανάγκη σήμερα το τραγούδι».

 

Οι δυο τους γνωρίζονται από παλιά. Πρωτοσυναντήθηκαν πριν από μερικά χρόνια στο κομμάτι «Θρυψαλάκι» (σε στίχους και τότε του Γεράσιμου Ευαγγελάτου) και μέχρι σήμερα αποπειράθηκαν δύο ακόμα φορές να συνυπάρξουν σε πολυσυλλεκτικούς δίσκους, αλλά την τελευταία στιγμή κάτι στράβωνε. Τον περασμένο Ιούνιο αποφάσισαν πως έφτασε η στιγμή να κάνουν έναν ολόκληρο δίσκο μαζί. «Toυ τηλεφώνησα και του είπα: “Τρίτη και φαρμακερή προσπάθεια θα κάνουμε; Τι θα γίνει;”. Προφανώς ήταν το timing σωστό, έκατσε έγραψε ό,τι πιο αληθινό είχε, χωρίς να κυνηγάει το σουξέ».

 

* Ξέρει όντως να γράφει κομμάτια ραμμένα στα μέτρα των ερμηνευτών για τους οποίους τα προορίζει; «Αυτό το θεωρώ προσόν σε έναν συνθέτη. Να μπορεί να φαντάζεται τον ιδανικό εκφραστή των μουσικών του, τα στοιχεία που του ταιριάζουν, το κανάλι στο οποίο πρέπει να τον βάλει. Τα λαϊκά του, για παράδειγμα, έχουν κάτι πολύ σημερινό, αλλά συγχρόνως και μια εξαίρετη σύνδεση με το παρελθόν. Δεν προσπαθεί να νεωτερίσει, να εντυπωσιάσει, δεν κάνει τσαλίμια».

 

* Κορίτσι μεγαλωμένο σε ένα πολύ ζεστό και φιλόξενο σπίτι, κάπου ανάμεσα στο Αιγάλεω και το Χαϊδάρι, η Γιώτα Νέγκα τραγουδούσε από τότε που θυμάται τον εαυτό της. «Από μωρό ένιωθα μια πολύ ισχυρή δόνηση με το λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι οι προσλαμβάνουσες που με έκαναν έτσι. Γεννήθηκα με λαϊκό DNA. Δεν έκανα τίποτα φοβερό. Μου δόθηκε η φωνή κι εγώ απλώς είχα τις κεραίες να το νιώθω παντού γύρω μου. Σαν να μην το διάλεξα συνειδητά. Σαν το παιχνίδι μου, σαν την ανάσα μου. Mε θυμάμαι να παίζω στην αυλή με τα παιδιά της γειτονιάς και μόλις το απόγευμα ξυπνούσε ο μπαμπάς και έβγαινε με το μπουζούκι, τα παρατούσα όλα και κούρνιαζα στα πόδια του. Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Διονυσίου αλλά και δημοτικά υπήρχαν στο ημερήσιο πρόγραμμα. Ο μπαμπάς είχε πάντα “ψώνιο” με τη μουσική. Είχε μάλιστα πάει και τη δεκαετία του ’60 σε διαγωνισμό ταλέντων. Σας λέω, στήναμε γλέντια από το τίποτα. Λίγο οι μουσικές, λίγο το κρασί, ερχόταν το ξενύχτι χωρίς να το καταλάβουμε. Την επομένη ρωτούσαν συνεχώς οι γείτονες: “Αρραβωνιάσατε το Γιωτάκι χθες;”. Και ξέρετε, αυτός ο τρόπος ζωής δεν είναι ότι με εξοικείωσε με τη μουσική. Με οχύρωσε συναισθηματικά. Οι γονείς μου ήταν πολύ φτωχοί, είχαν μόνο ένα δίφραγκο στο βαζάκι, αλλά είχαν την πολυτέλεια να κοιμούνται έξω τα βράδια. Αργότερα, ήρθε στην κοινωνία η ευμάρεια και το λάιφσταϊλ και όλα άλλαξαν».

 

* Δηλαδή, τι ακριβώς εννοεί; «Πειστήκαμε ότι μπορούμε μόνοι μας να είμαστε καλύτερα απ’ ό,τι με συντροφιά. Θέλαμε να γυαλίζουμε λίγο περισσότερο και πιστέψαμε ότι δεν έχουμε κανέναν ανάγκη. Αρχίσαμε να απομονωνόμαστε, γιγαντώθηκαν φιλοδοξίες και εγωισμοί, υποκύψαμε στον καταναλωτισμό που έθρεφε το εγώ μας, νιώσαμε πολύ σημαντικοί ως μονάδες. Για να αποφύγουμε το ένα λάθος, πέφταμε στο επόμενο. Κι όταν ήρθε η ώρα να τα αντιμετωπίσουμε είχαμε απομακρυνθεί πολύ από την αλήθεια μας. Πλέον η μοναξιά είναι αφόρητη».

 

Αυτό που ποτέ δεν άλλαξε στην ίδια είναι ο τρόπος που αναζητούσε παρηγοριά στη μουσική. Οι μεγάλες τραγουδίστριες ήταν πάντοτε αντικείμενο θαυμασμού της. Στην πρώτη θέση είχε και έχει τη Χαρούλα Αλεξίου. «Κυριαρχούσε στο σπίτι, στις επιλογές του πατέρα μου. Ηταν η πρώτη μου δασκάλα, αν θες. Μελετούσα τραγούδια της νότα νότα, λέξη λέξη, ανάσα ανάσα. Το ίδιο συνέβαινε και με το “Ρεσιτάλ” των Μαρινέλλας-Χατζή. Ξέρω ακριβώς σε ποιο σημείο είναι το σκάσιμο του φελλού, το τσακ του αναπτήρα. Ολες τους κάτι μου έμαθαν: τα χαμηλά σημεία της Βίκυς Μοσχολιού, η τρυφερότητα της Τάνιας Τσανακλίδου, ο καθάριος παλικαρίσιος τρόπος της Νίνου, η μαγκιά της Πόλυς Πάνου, οι μεγάλες ερμηνείες της Τζένης Βάνου, είναι ανάγλυφα στην ψυχή μου. Ξέρετε, καμιά φορά τα καταλαβαίνω να έρχονται στην επιφάνεια όταν τραγουδώ: σε ένα πέταγμα, σε ένα γύρισμα, σε μια κατάληξη, σε μια εισαγωγή». Και ποιο τραγούδι δεν θέλει να λείπει ποτέ από τα προγράμματά της; «Είναι πολλά, αλλά το “Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ” είναι μια μεγάλη λατρεία».

 

* Η επιβράβευση ήρθε, όμως, ύστερα από δύσκολη πορεία. «Ολα μού έρχονται όταν δεν τα αποζητάω», λέει. «Οταν δεν τα περιμένω. Οταν, για παράδειγμα, πήρα απόφαση ότι δεν θα κάνω δισκογραφία, μου ήρθε. Δεν είχα διασυνδέσεις, δεν χτυπούσα καμία πόρτα. Οχι από εγωισμό, αλλά γιατί ήθελα να νιώσω τη γλύκα ότι μου έρχεται μια επιβράβευση. Ποθούσα να βάλω στο στόμα μου τραγούδια, όχι να είμαι κάπου και να με θαυμάζουν».

 

* Και ήρθε το τραγούδι «Με τα μάτια κλειστά» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου. Τότε που όλοι αναρωτιόμασταν ποια είναι αυτή η υπέροχη λαϊκή φωνή που έχει κατακλείσει τα ραδιόφωνα. «Με οντισιόν με επέλεξε ο Καλαντζόπουλος για να το πω. Δεν είχα βλέψεις, ούτε μεγάλες προσδοκίες. Είχα απλώς κλείσει τον κύκλο μου στα ρεμπετάδικα και ήθελα να δοκιμαστώ σε άλλα είδη. Κι όταν τελικά το ηχογράφησα, άργησα να καταλάβω ότι γίνεται τόση κουβέντα γύρω από το όνομά μου. Θυμάμαι, ήμουν σπίτι και άκουσα από διπλανό μπαλκόνι να παίζει δυνατά το κομμάτι. Εμεινα ακίνητη και το άκουγα. Ηταν η πρώτη φορά που με άκουγα στο ραδιόφωνο. Ενιωσα μια συγκλονιστική κορύφωση συναισθημάτων. Στην αρχή σκέφτηκα “καλούτσικα το λες”. Επειτα είπα μέσα μου, “καλό πρέπει να ‘ναι”. Στο τέλος έλεγα “τι ωραία που το ακούω!”. Επαιρνα τη χαρά με δόσεις. Δεν το κρύβω. Το ποθούσα να έρθει νωρίτερα. Αλλά μάλλον η ζωή ξέρει. Δεν έχω δικαίωμα να παραπονιέμαι».

 

Ισως γιατί σήμερα όλα έχουν πάρει τον δρόμο τους. «Μη νομίζετε, τίποτα δεν άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα. Μόνο χρόνο έχω λιγότερο. Δεν μπορώ πια να τεμπελιάσω. Από την άλλη, έχω πάντα την ίδια αγωνία μπαίνοντας στο στούντιο, νιώθω την ίδια αμφισβήτηση του εαυτού μου και έχω την ίδια ανικανοποίητη δίψα να τραγουδώ διαρκώς. Αν αυτά σταματήσουν, θα τελειώσουν όλα. Ούτε αλκοόλ θέλω να πίνω ούτε ναρκωτικά να πάρω για “συμπλήρωμα”. Εχω το καλύτερο: τη μουσική. Γι’ αυτό και δεν σ’ το κρύβω, με απασχολεί το πότε θα τελειώσει αυτό το ντεπόζιτο της φωνής».

* INFO: Η Γιώτα Νέγκα και ο Θέμης Καραμουρατίδης εμφανίζονται κάθε Δευτέρα στη σκηνή του Σταυρού του Νότου Plus παρουσιάζοντας τα τραγούδια του δίσκου, στιγμές από την προσωπική τους δισκογραφία μαζί με επιλογές από σπουδαία ελληνικά τραγούδια.

 

Scroll to top