16/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η δική μας θάλασσα

      Pin It

Της Αρχοντίας Κάτσουρα

 

Στην προβλήτα είναι δεμένα μερικά καΐκια. Οι ψαράδες ξεχωρίζουν τα «πρώτα» από τα υπόλοιπα ψάρια, για να τα στείλουν σε ταβέρνες και εστιατόρια, ενώ στον μόλο περιμένουν οι απλοί πελάτες που αγαπούν το φρέσκο ψάρι. Εχει ζέστη για την εποχή και δύο πιτσιρίκια, κρυφά από τους γονείς τους, βγάζουν παπούτσια και κάλτσες, μαζεύουν τα παντελόνια τους και καθισμένα στα τσιμέντα βουτούν τα πόδια στο νερό, αδημονώντας για το πρώτο μπάνιο που ακόμα θα αργήσει. Ανοιξιάτικη θαλασσινή αύρα, γεμάτη υποσχέσεις.

 

Σε μια αμμουδερή ακτή της Πάτμου, κάτω από αρμυρίκια που σαν ομπρέλες της προνοητικής φύσης προστατεύουν τους λουόμενους, μια παρέα από εφήβους κάνει όνειρα για σπουδές, για φυγή στον μεγάλο κόσμο, για μελλοντικές επιτυχίες, για έρωτες που θα ’ρθουν σε μάτια φωτεινά. Θάλασσα του καλοκαιριού, γαλήνια και κρυστάλλινα καθαρή.

 

Μικρή ψαροταβέρνα σε παραλία της Αττικής, λίγο μετά τη βροχή. Δύο ζευγάρια πίνουν κρασί και τρώνε προστατευμένα πίσω από αντιανεμικά παραπετάσματα, γελούν και συγκινούνται στη θύμηση ιστοριών από κάποια χρόνια πίσω. Η θάλασσα, αφού ξέβρασε στην ακτή νεκρά φύκια, ήρεμη πια, είναι λίγο θολή λόγω της πρώτης φθινοπωρινής βροχής, που ανακάτεψε άμμο, γλυκό και αλμυρό νερό.

 

Η θάλασσα σκάει πάνω στα βράχια με ορμή και ξεβράζει σε μιαν ακτή της Ανδρου ένα κουτάλι. Το αλάτι και το νερό το έχουν διαβρώσει τόσο ώστε έχει λιώσει από τη σκουριά μεγάλο μέρος της κοίλης επιφάνειάς του. Μ’ αυτό το κουτάλι η Ορσα της «Μικράς Αγγλίας» μεταλαβαίνει με θαλασσινό νερό, ζητώντας ίσως συγχώρεση για την προδοσία που χωρίς να θέλει διέπραξε. Θάλασσα, αγριεμένη θάλασσα, αυτή του χειμώνα.

 

Κι ο κύκλος ξεκινάει από την αρχή.

 

Γαλανά κρυστάλλινα νερά, νησιωτικά συμπλέγματα και ναυτικοί. Οι φάροι στις ξέρες και στα ακρωτήρια, οι φίλοι και οι αδελφοί που ψαρεύουν με καθετή στους κόλπους, διαγωνιζόμενοι ποιος θα πιάσει τα περισσότερα ψάρια για το βραδινό τηγάνι. Τα κορίτσια που κολυμπούν στις σπηλιές και τα αγόρια που βουτούν από ψηλά για να κερδίσουν την καρδιά μιας νεράιδας. Οι ασβεστωμένες αυλές με τα γεράνια και τα χρωματιστά κουφώματα. Η δροσιά του πευκιά μέσα στον καύσωνα του Ιουλίου και το καρπούζι που κρυώνει στο ακρογιάλι. Οι λίγες πια μαυροφορεμένες γιαγιάδες στα πλακόστρωτα σοκάκια και ο μέτριος καφές με γλυκό του κουταλιού στις πλατείες. Τα πανηγύρια της Παναγίας και ο γυρισμός των ξενιτεμένων. Τα κατσίκια που πίνουν θαλασσινό νερό στην Κρήτη και στην Αμοργό. Ηλιοβασιλέματα που υπόσχονται την αθανασία και τρικυμίες που προκαλούν τρόμο μπροστά στην αδυναμία να δαμάσουμε τη φύση. Η μοναξιά, η απομόνωση και ο αποκλεισμός του χειμώνα. Η ιστορία, οι Οθωμανοί και οι Λατίνοι κατακτητές, οι βίγλες στους βράχους, οι πειρατές και το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο Σεφέρης, ο Καββαδίας, ο Ελύτης και μια Μαρίνα των βράχων.

 

Ο Φεβρουάριος είναι μήνας που ξυπνά μια παράξενη λαχτάρα σε όσους αγαπούν τη θάλασσα. Ισως να ευθύνονται οι μέρες που φέρνουν μια πρόωρη μυρωδιά άνοιξης. Είναι κι ο χειμώνας αρκετά μακρύς και η επιθυμία για λίγο καλοκαίρι αυξάνεται ανάλογα.

 

Πώς να φανταστεί κανείς μια Ελλάδα χωρίς θάλασσα, χωρίς τα νησιά της, χωρίς το άρωμα της αλμύρας, τα δελφίνια που ακολουθούν τα πλοία που ταξιδεύουν για τα νησιά, τα αφρόψαρα που σε κοπάδια ταράζουν τη γαλήνη των νερών, χωρίς τους λευκούς σχηματισμούς του αλατιού πάνω στο γκρίζο της προβλήτας, τις βάρκες με την κόκκινη και πράσινη λαδομπογιά, που φέρουν τα ονόματα της μάνας, της αδελφής, της αγαπημένης, του προστάτη αγίου.

 

Αυτές τις γλυκές ημέρες του Φλεβάρη, τη θάλασσα θέλω να σκέφτομαι. Σήμερα, μόνο για σήμερα, επιλέγω να ξεχάσω ότι έχει κλέψει τις ζωές τόσων αθώων ανθρώπων. Την απομόνωση των κατοίκων και την έλλειψη κρατικής μέριμνας, που απαγορεύει σε ασθενείς να φτάσουν εγκαίρως σε ένα νοσοκομείο, σε ένα γιατρό. Εκείνους που πνίγονται, θύματα του σύγχρονου δουλεμπορίου και της αναλγησίας των αρχών. Αυτές τις μέρες θέλω να θυμάμαι το Αιγαίο που είναι ελπίδα και ζωή και απόψε θα κοιμηθώ μόνο με τούτη την εικόνα στο μυαλό μου.

 

[email protected]

 

Scroll to top