17/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Δεσποινίς Τζούλια» - Arroyo Nuevo, «Δεν με χωρά ο τόπος/Μήδεια» - Χώρος Τέχνης 14η μέρα

Θέατρο κόντρα σε συμβάσεις και συνθήκες

Και οι δυο παραστάσεις, η πρώτη Στρίντμπεργκ με φλαμένκο, η δεύτερη Ευριπίδης με οδηγό το σώμα, τη μιμική και τα εικαστικά, έχουν την αίσθηση της αποστολής. Και αναγκάζουν τον θεατή να λειτουργήσει με έναν διαφορετικό, αυτόνομο τρόπο.
      Pin It

Και οι δυο παραστάσεις, η πρώτη Στρίντμπεργκ με φλαμένκο, η δεύτερη Ευριπίδης με οδηγό το σώμα, τη μιμική και τα εικαστικά, έχουν την αίσθηση της αποστολής. Και αναγκάζουν τον θεατή να λειτουργήσει με έναν διαφορετικό, αυτόνομο τρόπο

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

"Δεσποινις Τζουλια"-Arroyo NuevoΓια να αλλάξει το κέφι μας, λέω να ασχοληθούμε σήμερα με δυο ιδιαίτερες προτάσεις, ξεχωριστές σε φόρμα και δομή από εκείνο το θέατρο που με την παλιά ορολογία θα ονομάζαμε κάποτε «θέατρο πρόζας».

 

Ωστόσο και οι δύο άπτονται του δραματικού θεάτρου, τουλάχιστον στην αφετηρία τους: το ένα εγχείρημα αναλαμβάνει να ανεβάσει στη σκηνή το πολυβασανισμένο μονόπρακτο του Στρίντμπεργκ «Δεσποινίς Τζούλια», με τρόπο αλλότριο και ιδιότροπο, όχι μόνο για το είδος του έργου αλλά και για τις δικές μας, ιθαγενείς συνήθειες πρόσληψης. Είναι μια παράσταση φλαμένκο, μπαλέτο-φλαμένκο, όπως είναι πιο σωστό, που εισδύει στις νευρώσεις του μονόπρακτου και δημιουργεί έναν σφιχτό, αλλοπαρμένο, πύρινο χώρο σωματικού θεάτρου. Η δεύτερη πρόταση ξεκινά από τη «Μήδεια» και ακολουθεί την ίδια πορεία, αν κι από διαφορετικό δρόμο. Με οδηγό το σωματικό θέατρο, τη μιμική και το εικαστικό θέατρο, δράττεται της ευριπίδειας τραγωδίας για να μεταγράψει το πάθος της στην ιδιογενή παρτιτούρα του χοροθεάτρου. Και στις δυο περιπτώσεις το σφάλμα θα ήταν να διαβάσουμε το θέατρο με οδηγό το κείμενο: θα ήταν σαν να μεταφράζεις μια μουσική σύνθεση σε λέξεις. Από τη μια δημιουργία στην άλλη υπάρχει ένα κενό, ένα χάσμα ασυμβατότητας, η μεταφορά από τον έναν τρόπο λειτουργίας μας ως θεατών σε έναν άλλο, διαφορετικό, διακριτό όσο και αυτόνομο.

 

Κι όμως, η πρώτη μου εντύπωση δεν είναι ακριβώς αυτή. Σχηματίζεται από κάτι άλλο, εξωτερικό, που πλαισιώνει και τις δυο προσπάθειες. Είναι η αίσθηση της καλλιτεχνικής αποστολής, που και στις δύο μοιάζει τόσο αγνή και αμεσολάβητη, τόσο γνήσια και -από πολλές απόψεις- τόσο «πρωτοποριακή»: είναι η αίσθηση μιας μικρής ομάδας καλλιτεχνών που μόνη της, κόντρα σε συμβάσεις και συνθήκες, αγωνίζεται να αρθρώσει τον δικό της λόγο.

 

Πρώτα, στον χώρο του Σταύρου Λίτινα και της Εύας Παρασκευοπούλου, στο Arroyo Nuevo («νέο ρεύμα», στα ισπανικά). Στη μέση το ξύλινο ορθογώνιο δάπεδο της χορευτικής αίθουσας, και εκατέρωθεν δύο σειρές θεατών – όταν η αίθουσα γεμίζει, δεν ξεπερνούν τους είκοσι. Στη μέση χορευτές που μεταδίδουν την απίστευτη δύναμη του φλαμένκο (για εμάς τους αμύητους μοιάζει με όπλο που εκπυρσοκροτεί σε κοντινή απόσταση), ο ήχος από τα τακούνια που καρφώνονται στο δάπεδο, μια τελετουργία κινήσεων που, αντί να χάνεται στον άγνωστο σ’ εμάς κώδικα, κάνει ορατό το αόρατο μέρος της ερωτικής διαμάχης.

 

Και εκεί, στο κέντρο πάλι, ένα σχεδόν μυθικό ζευγάρι, μια υπερβατική αφαίρεση του κειμένου του Στρίντμπεργκ στο δίπολο αρσενικού-θηλυκού (ανεξάρτητα από το ποιος χορευτής εκπροσωπεί κάθε φορά το κάθε μέρος του δίπολου), κάτι το αρχέγονο, το ζωώδες και πρωταρχικό. Για εμάς σημαίνει μια μυστικιστική συνεύρεση, καθαρτική και ζωογόνα. Πρόκειται για τη θυσία της Τζούλια, για τον καθαρμό της δικής μας εσωτερικής ανισορροπίας και διχασμού.

 

Είναι το είδος του θεάτρου που ανεβάζει τα πράγματα σε αυτό το ύψος. Επιβάλλει ένα κοίταγμα που ψηλώνει και γενικεύει. Αυτή η παράσταση μυστηριωδώς μετακινεί το νατουραλιστικό έργο στη δεύτερη περίοδο του συγγραφέα, το κάνει να επικοινωνεί με το συμβολικό, εξπρεσιονιστικό γύρισμά του, μετά το πέρασμα από την προσωπική κόλαση. Εκεί, σε αυτή την ίδια κόλαση, χορεύουν τώρα οι μορφές της «Δεσποινίδας Τζούλια». Καίγονται μπροστά μας η Δεσποινίς Τζούλια της Εύας Παρασκευοπούλου, ο Υπηρέτης Ζαν του Σταύρου Λίτινα, η Μαγείρισσα Κριστίν της Αλίνας Αναστασιάδη. Ο Σταύρος Λίτινας έχει αναλάβει κι όλα τα επιμέρους της ολιστικής παραγωγής: τη μουσική επιμέλεια, τα σκηνικά, τους φωτισμούς και τα κοστούμια της παράστασης.

 

Εγκλωβισμός του σώματος

 

Μια ανάλογη, γενναία προσπάθεια είναι η απόπειρα της ομάδας «Πλεύσις» με τον τίτλο «Δεν με χωρά ο τόπος/Μήδεια». Μεταξύ εικαστικού και σωματικού θεάτρου, στο ανάμεσα μιμικής και περφόρμανς, το ζητούμενο είναι όχι η απόδοση του κειμένου με νέους όρους, αλλά -θεωρητικά τουλάχιστον- η επιστροφή του θεάτρου σε εκείνες τις πρώτες υπαρξιακές συντεταγμένες, που βρήκαν στη «Μήδεια» την πιο εμβληματική τους έκφραση.

 

Πρόκειται στην ουσία για μια συγκεκριμένη οπτική της «Μήδειας», που σχετίζεται με την αίσθηση της εξορίας και της απάτριδος περιπλάνησης. Η Μήδεια αναζητεί πράγματι μια «πατρίδα», που άλλοτε λέγεται Κολχίδα κι άλλοτε Ιάσονας. Η μορφή της, επομένως, συλλαμβάνεται σωματικά σαν σώμα που διώκεται, που κι όταν ακόμα αποκτά υπόσταση γλωσσική (όπως συμβαίνει στην εικαστική σύνθεση του ονόματός της πάνω στην πολυμερή πλατφόρμα του σκηνικού), δεν ανήκει στη γλώσσα, αλλά στην ενέργεια που κατακλύζει τον χώρο.

 

Μένουμε έτσι με την εντύπωση ενός κλειστού κελιού-χώρου που προσπαθεί να εγκλωβίσει το σώμα της Μήδειας, όπως προσπαθούν να την εγκλωβίσουν οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως ζητά και η ίδια να αυτο-εγκλωβιστεί για να νιώσει ασφαλής και στέρεα. Σε αυτή την εντύπωση η Μήδεια γίνεται ο πόλος μιας σχέσης που δονεί τόσο τον χειρώνακτα Ιάσονα (σύμβολο κι εργαλείο του η «σκούπα») όσο και τη χειραγωγούμενη Γλαύκη. Για όσους θα διαπιστώσουν ότι λείπουν πολλά εδώ από την πρώτη «Μήδεια», υπάρχει απάντηση: δεν πρόκειται για «ανέβασμα» μα για συνεκδοχή της ευριπίδειας μορφής, με στόχο τη συναισθητική και ψυχοκινητική μας μέθεξη.

 

Γι’ αυτό ας μην περιμένουμε από την παράσταση στο θέατρο της 14ης μέρας να μας κάνει πιο σοφούς στο αν, λόγου χάρη, «ο υπολογιστής και κατακτητικός Ιάσονας θα μπορέσει να αποκτήσει τη ζωή που θέλει», όπως διατείνεται το δελτίο Τύπου. Τέτοια ζητήματα θέλουν άλλη αντιμετώπιση. Εδώ, μπορούμε να δούμε το μορφικό περίγραμμα του μύθου, την πάλη των αντιθέτων, τους όρους του προβλήματος, πριν ακόμα αυτοί μετασχηματιστούν σε ευκρινή σχήματα, σε μορφές, αφήγηση και ιστορία.

 

Η δυνατή σύλληψη και σκηνοθεσία, όπως και τα σκηνικά, ανήκουν στον Αντώνη Κουτρουμπή. Στις ερμηνείες οι Ολγα Γερογιαννάκη, Αντώνης Κουτρουμπής και Νατάσσα Ζαφειροπούλου δημιουργούν ένα δυναμικό σύνολο. Εξαιρετική η μουσική σύνθεση του Μηνά Εμμανουήλ.

 

Scroll to top