18/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η παράσταση «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν» στο Studio Μαυρομιχάλη

Οταν εξυμνείς την επανάσταση, τη σκοτώνεις

Με αφορμή την αλληλογραφία τού μονίμως λογοκριμένου και κυνηγημένου Μπουλγκάκοφ με τον «πατερούλη» και την ιστορικά τεκμηριωμένη σχέση των δύο ανδρών, ο Χουάν Μαγιόρκα έγραψε ένα έργο που θέτει ερωτήματα για τη σχέση τέχνης και εξουσίας.
      Pin It

Με αφορμή την αλληλογραφία τού μονίμως λογοκριμένου και κυνηγημένου Μπουλγκάκοφ με τον «πατερούλη» και την ιστορικά τεκμηριωμένη σχέση των δύο ανδρών, ο Χουάν Μαγιόρκα έγραψε ένα έργο που θέτει ερωτήματα για τη σχέση τέχνης και εξουσίας

 

Της Εφης Μαρίνου

 

ΗΛΙΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ, ΑΝΝΑ ΕΛΕΦΑΝΤΗ, ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΜΟΥΛΑΚΑΚΟΣΑκόμα ένα θεατρικό έργο, μετά την «Διαβολιάδα», με θέμα την… ανάρμοστη σχέση Μπουλγκάκοφ – Στάλιν ανεβαίνει. Πρόκειται για τα «Γράμματα αγάπης στον Στάλιν» του Χουάν Μαγιόρκα, που παίζεται στο Studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά.

 

«Αξιότιμε σύντροφε, το έργο μου “Η φυγή” απαγορεύτηκε στις πρόβες. Οι παραστάσεις του “Πορφυρού νησιού” απαγορεύτηκαν. Το έργο μου “Οι ημέρες των Τουρμπίν”, ύστερα από 300 παραστάσεις, απαγορεύτηκε. “Το διαμέρισμα της Ζόικα”, έπειτα από 200 παραστάσεις, απαγορεύτηκε. Η έκδοση των διηγημάτων μου απαγορεύτηκε, όπως επίσης και των σατιρικών μου δοκιμίων. Η δημόσια ανάγνωση των “Περιπετειών του Τσιτσικόφ” απαγορεύτηκε. Η δημοσίευση του μυθιστορήματός μου “Η λευκή φρουρά” στο περιοδικό “Ρωσία” απαγορεύτηκε. Δεν έχω διάθεση να ζήσω σε μια χώρα στην οποία δεν μπορώ ούτε να δημοσιεύσω ούτε να ανεβάσω στο θέατρο τα έργα μου. Απευθύνομαι σε σας για να σας ζητήσω να μου δώσετε πίσω την ελευθερία μου ως συγγραφέα ή να με εκτοπίσετε από τη Σοβιετική Ενωση μαζί με τη σύζυγό μου».

 

Ο «αξιότιμος σύντροφος» στον οποίο γράφει και ξαναγράφει ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ δεν είναι άλλος από τον διώκτη του, τον Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν, που υπήρξε πάντα φανατικός αναγνώστης του. Πάνω σ’ αυτό ο Χουάν Μαγιόρκα έστησε μια ιστορία με ήρωες τον Μπουλγκάκοφ, τη σύζυγό του Μπουλγκάκοβα και τον Στάλιν αυτοπροσώπως. Με όχημα την πραγματικότητα και τη μυθοπλασία θέτει ερωτήματα γύρω από τη σχέση εξουσίας και τέχνης. Πόσο αυτολογοκρίνεται ο δημιουργός, ποια είναι τα όριά του προκειμένου να κρατήσει ακέραιο το έργο του, πώς γίνεται αποδεκτός από την εξουσία διατηρώντας με συνέπεια τις αρχές του και ανεπηρέαστη την καλλιτεχνική του έκφραση;

 

Η δράση τοποθετείται τη δεκαετία του 1930, όταν ο Μπουλγκάκοφ, απελπισμένος από την απόλυτη λογοκρισία που υφίσταται, μετατρέπεται σε «συγγραφέα για έναν μόνο αναγνώστη»: γράφει το ένα γράμμα μετά το άλλο στον Στάλιν. Ωσπου μια μέρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον που του συστήνεται ως Στάλιν. Ο Μπουλγκάκοφ δεν αμφιβάλλει: στην άλλη άκρη της γραμμής είναι ο «πατερούλης», που μάλιστα του απευθύνεται με σεβασμό, εγκωμιάζει το έργο του. Και πάνω που πάει να κλειστεί μια συνάντηση ανάμεσά τους, η ανέλπιστη τηλεφωνική διάλεξη διακόπτεται.

 

Η επαφή των δύο αντρών είναι ιστορικό γεγονός. Ο συγγραφέας, σταμπαρισμένος από το 1927 ως «αντισοβιετικός», απευθύνθηκε στην πολιτική ηγεσία ζητώντας είτε άδεια μετανάστευσης είτε εργασίας ως βοηθός σκηνοθέτης στο Θέατρο των Τεχνών Μόσχας Τσέχωφ МХТ. Ο Στάλιν, ενθουσιασμένος από το θεατρικό έργο «Οι ημέρες των Τουρμπίν», του τηλεφώνησε και του υποσχέθηκε βοήθεια.

 

Αλλά σήμερα πώς λειτουργεί θεατρικά αυτή η έναν αιώνα πριν πολιτικοκαλλιτεχνική αντιπαράθεση;

 

«Ο Στάλιν είναι όλα όσα ζούμε σήμερα», λέει ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς. «Ολα τα μνημόνια και η τρομοκρατία που υφιστάμεθα, η εξουσία που στον βωμό του στόχου είναι ικανή για τα πάντα. Ο Μπουλγκάκοφ αντιπροσωπεύει αυτό που κατά τη γνώμη μου οφείλει ο καθένας να κάνει σήμερα απέναντι σ’ αυτήν τη λαίλαπα: να βάλει όρια, να διαμαρτυρηθεί, να αντισταθεί, να δράσει. Είναι αδιανόητο μπροστά στις απάνθρωπες συνέπειες ενός “success story” να παραμένουμε ουδέτεροι. Οπως ακούγεται και στο έργο: “Σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την αδικία, η φιλοδοξία να παραμείνει κανείς ουδέτερος είναι απλώς κυνισμός. Αποφασίστε, επιτέλους, σε ποια πλευρά του οδοφράγματος βρίσκεστε, είστε μαζί μας ή εναντίον μας;”».

 

Ομως ο καλλιτέχνης δεν είναι σήμερα απολύτως ελεύθερος να εκφραστεί;

 

«Το θέμα είναι αν χρησιμοποιεί αυτήν την ελευθερία για να κολακέψει την εξουσία ή για να την αποκαλύψει, να τη σατιρίσει, να την κριτικάρει, να την εξελίξει. Ο Στάλιν απαιτεί από τον Μπουλγκάκοφ να γράφει αυτά που θέλει ο ίδιος, να γράφει μόνο έργα που εξυμνούν την επανάσταση. Κάτι τέτοιο όμως είναι παράδοξο και καταστροφικό για την ίδια την επανάσταση, που εμπεριέχει την έννοια της επί-ανάστασης, της αναγέννησης, της αναδημιουργίας, της συνεχούς εξέλιξης, της συνεχούς κριτικής. Ο Μπουλγκάκοφ, επαναστατώντας απέναντι στην ίδια την επανάσταση που έχει γίνει πια καθεστώς, εναντιώνεται στη λογοκρισία, τον αρτηριοσκληρωτισμό, τη γραφειοκρατία, την υποκρισία, την προσωπολατρία, τη θεοποίηση του αρχηγού. Ο Στάλιν είναι αυτός που σκοτώνει την επανάσταση».

 

Ποια είναι τα επιχειρήματα που «προτάσσει» ο Στάλιν στον Μπουλγκάκοφ; «Εσύ είσαι ο ποιητής και εγώ ο αγωνιστής. Δεν έχω όμως δικαίωμα να ονειρεύομαι μια ποίηση για αγωνιστές, μια επαναστατική κουλτούρα; Μπορούμε να τα εμπιστευτούμε όλα σ’ αυτούς τους καλλιτέχνες που αυτοαποκαλούνται “αριστεροί”; Μπορούν να κάνουν τέχνη αντάξια της επανάστασης; Η καρδιά του λαού είναι τόσο ιδιότροπη…

 

Είναι ευκολότερο να προστατεύσεις τον λαό από τους εχθρούς του παρά από αυτούς που τον αγαπούν». Και φαίνεται να καταλαβαίνει τη σημασία της τέχνης όταν ομολογεί: «Τέχνη δεν μπορούν να κάνουν οι νομοταγείς υπάλληλοι, αλλά οι επικίνδυνοι αιρετικοί, όπως εσύ. Αν ένας συγγραφέας προσπαθήσει να είναι πιστός, αν προσπαθήσει να είναι χρήσιμος, θα φτιάξει μια λογοτεχνία που σήμερα τη διαβάζουν και αύριο θα τυλίγουν σε αυτήν τις πλάκες του σαπουνιού»…

 

Ο Στάλιν διαβεβαιώνει το θύμα του ότι αλλάζει και το οφείλει σε εκείνον…

 

«Αλλάζω, Μίσα, εσύ με κάνεις να αλλάζω. Δεν είμαι πια εκείνος ο αναίσθητος αγροίκος. Χθες το βράδυ, όταν διάβαζα το τελευταίο γράμμα σου, με πήραν τα κλάματα. [...] Νομίζεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει. Η επανάσταση όμως τον αλλάζει τον κόσμο. Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα τηλεφωνικής γραμμής θα βάλουμε την επόμενη πενταετία; Και τη μεθεπόμενη; Πολύ σύντομα θα σε παίρνω στο τηλέφωνο και θα συζητάμε γι’ αυτό. [...] Θα καταφέρουμε να έχει κάθε σπίτι, από το Μπρεστ μέχρι το Βλαδιβοστόκ, το δικό του τηλέφωνο, για να μιλάει απευθείας με τον Στάλιν. Στ’ ορκίζομαι, Μίσα, θα τα καταφέρουμε. Οποιο κι αν είναι το τίμημα»…

 

Δεν τα καταφέραμε, όπως απέδειξε η ιστορία…

 

[email protected]

 

Scroll to top