ΤΑΥΤΙΣΜΕΝΟΣ με μια πόλη όσο κανείς· ριζωμένος στη Χαλκίδα τόσο πολύ, ώστε μπορεί να φλετράει τα φτερά του φτάνοντας παντού και επιστρέφοντας πάντα. Ετος Σκαρίμπα φέτος. Καλά τα αφιερώματα αλλά ο ίδιος τα λέει καλύτερα.
ΧΟΡΟΣ ΣΥΡΤΟΣ: «Κάλλιο χορευταράς να ’μουνα, πέρι/ κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια/ θα ’σερνα συρτό χορό χέρι με χέρι/ μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια./ Κι έν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους/ θ ’άρχιζα, γι’ αφροπούλια και για ένα/ γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους/ που θα ’ρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα./ Με δίχως τους αναστεναγμούς της Πολυδούρη/ μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι/ κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι/ άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου καράβι!/ Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και -άντε-/ να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια/ κι εκεί -λες κομφετί μέσ’ στο λεβάντε-/ όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια./ Και σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία/ βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα/ με όλα μου -ανοιγμένα- τα βιβλία/ καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα».
ΦΑΝΤΑΣΙΑ: «Να ’ναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί/ προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,/ και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί/ κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει./ Και ναν' σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά/ γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,/ κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά/ όλο προς τη γραμμή των οριζόντων./ Κι όλο να λες, να λες, στα βάθη της νυκτός/ για ένα -με γυάλινα πανιά– πλοίο πού πάει/ όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:/ έξω απ’ τον κύκλο των νερών -στα χάη./ Κι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο άνεμος μαζί/ πέρ’ από τόπους και καιρούς, έως ότου -φως μου-/ (καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί)/ βγούμε απ' την τρικυμία αυτού του κόσμου».
TΟ ΖΗΤΗΜΑ: «Δεν ήταν δα τόσο σπουδαίο: Nα φύγεις -ξεπορτώντας-/ χωρίς την πόρτα ν’ άνοιγες -αδύνατο. Χρυσή,/ πρώτα την πόρτα ανοίγοντας κι απέ -ποκείθες- βγώντας,/ μπορεί ο καθείς -εξόν λολός- να φεύγει (όπως εσύ)./ Το ζήτημα δεν είναι αυτό. Ούτε πως ξέρεις να στο-/ λίζεις το γράμμα σου μ' ανθιά που κλεις μεσ’ στο γραφτό:/ ξέρεις ότι μη γράφτοντας κι ότι μη στέλνοντάς το -για να το λάβω αδύνατο -αδύνατο κι αυτό./ Το ζήτημα είναι το γιατί (της γνώσης μου της λίγης,/ τόσο είναι το φως και τόσο η σκέψη μου εμένα είν’ θαμπή)/ ν’ ανοίξει πρέπει η πόρτα πριν για να μετά συ φύγεις,/ κι όχι να κλείσει από μετά -ενώ συ θα ’χες μπει».
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ καταμεσής του Φλεβάρη εξακολουθεί· το ίδιο και η αγρανάπαυση.
Μετέωρος [email protected]