Για όλα, εκτός από το σεξ, μπορεί να γράψει, όπως εξομολογήθηκε χθες ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας με τις ελληνικές ρίζες. Και για όλα μπορεί να μιλήσει: από τον συντηρητικό Ελληνα μπαμπά του και τη γιαγιά του με τα πολλά κιλίμια μέχρι τις παρεξηγήσεις που προκαλούν το χιούμορ και η ειρωνεία του
Της Παρής Σπίνου
Θεωρείται από τους καλύτερους σύγχρονους κωμικούς συγγραφείς της Αμερικής. Φημίζεται δε για το σαρδόνιο χιούμορ, τη διεισδυτική ματιά προς την κοινωνία, την επιδεξιότητα με την οποία αποδομεί τα πολιτισμικά στερεότυπα και τον πολιτικά ορθό τρόπο σκέψης. Σίγουρα όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Ο Ντέιβιντ Σεντάρις τα επιβεβαίωσε αυτοπροσώπως χθες βράδυ στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, δίνοντας ένα ρεσιτάλ χιούμορ, ένα οne man show, προκαλώντας το αυθόρμητο γέλιο στο πολυπληθές ακροατήριο που έσπευσε να τον συναντήσει. Κι ας μην κέρδισε τις εντυπώσεις από την αρχή, αφού είχε απαγορεύσει τη φωτογράφηση, ακόμα και με κινητά, ενώ αρνήθηκε -ευγενικά βεβαίως- να υπογράψει σε δύο κοπελίτσες το τελευταίο του βιβλίο.
Μικρόσωμος, εκφραστικός σαν ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικό ρόλο, ο διάσημος συγγραφέας, που γίνεται ανάρπαστος σε Δύση και Ανατολή, διαθέτει φωνή τύπου καρτούν, προδιαθέτοντας ανάλογα το κοινό. Πραγματικά απολαυστικά, σαν να αφηγείται τις μικρές, ανατρεπτικές, γλυκόπικρες ιστορίες του, συζητώντας με τον δημοσιογράφο Γιώργο Αρχιμανδρίτη, εξομολογήθηκε το «τραύμα» να μεγαλώνει με έναν συντηρητικό Ελληνα πατέρα, αποκάλυψε τη μανία του να κρατάει από μικρός ημερολόγιο που τροφοδοτεί τα βιβλία του. Περιέγραψε τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, που από τη μια τού ανοίγουν τα μάτια και από την άλλη επιβεβαιώνουν τη Βαβέλ των πολιτισμών.
Χθες το πρωί προσγειώθηκε στην Αθήνα από το Λονδίνο, όπου ζει τα τελευταία χρόνια, και αμέσως έκανε μια βόλτα με το τραμ, μαζί με τον αγαπημένο του Χιου, όπως μας είπε ο 57χρονος Σεντάρις, που ποτέ δεν έκρυψε ότι είναι ομοφυλόφιλος. «Πιστεύεις ότι είμαι μια κλασική ελληνική ομορφιά;» ήταν το πρώτο που ρώτησε τον σύντροφό του. Η επόμενη παρατήρηση ήταν πως υπάρχουν πολλές αδέσποτες γάτες στην πρωτεύουσα. «Την τελευταία φορά υπήρχαν αδέσποτα σκυλιά. Στη Νέα Υόρκη υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που ζουν στον δρόμο. Σκυλιά αδέσποτα όμως δεν θα δεις».
Ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως Αμερικανός που ψάχνει τώρα τις ρίζες του. «Εχω γονείς από δύο κουλτούρες, αλλά δεν ανήκω σε καμία», είπε χαρακτηριστικά. Γεννημένος το 1957 στη Νέα Υόρκη από Ελληνα πατέρα (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο, καθηγητής δημιουργικής γραφής, ραδιοφωνικός σχολιαστής, προτού ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή. Από τους άλλους ελληνικής καταγωγής διάσημους δημιουργούς, θαυμάζει τον Τζον Κασσαβέτη -μάλιστα ζήτησε να προβληθούν σκηνές από την ταινία του «Γκλόρια» με την Τζόαν Ρόουλαντς- ενώ παρακολουθεί τον Αλεξάντερ Πέιν τον οποίο χαρακτήρισε «υπερέλληνα».
«Εμείς δεν ήμασταν οι κλασικοί Ελληνοαμερικανοί που θέλουν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί», συνέχισε. «Οταν ρωτούσαν τον πατέρα μου τι κάνουν τα παιδιά σου, δεν ήξερε τι να απαντήσει. Κι επειδή η μητέρα μου δεν ήταν Ελληνίδα, η τοπική εκκλησία δεν την αντιμετώπισε καλά. Γενικότερα, δεν μας είχε αγκαλιάσει η ελληνοαμερικανική κοινότητα». Ελληνικά άρχισε να μαθαίνει όταν ήταν 27 ετών, στο σχολείο της εκκλησίας. «Οι υπόλοιποι ήταν μόλις επτά ετών. Μαθαίναμε παιδικές φράσεις, όμως όταν τις έλεγα εγώ ακούγονταν σαν φράσεις… παιδόφιλου».
Αξέχαστη του έχει μείνει και η συμβίωση με την Ελληνίδα γιαγιά του, όταν αυτή χήρεψε. «Ντυνόταν στα μαύρα, σαν μαύρο σύννεφο ήταν, και είχε πολλά κιλίμια στο δωμάτιό της. Φάνταζε χίπισσα στα μάτια μου. Καμιά φορά τη χάναμε και τη βρίσκαμε να μαζεύει χόρτα στους κήπους των συμμαθητών μου… Τώρα θα ήθελα πολύ να την είχα και θα επέμενα να μου μάθει ελληνικά και να μου διηγηθεί όλες τις θλιβερές ιστορίες της ζωής της».
Ο Σεντάρις αναφέρθηκε επίσης στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις στο θέατρο και τη ζωγραφική, πριν τελικά βρει τον δρόμο προς τη μικρή φόρμα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αρχίζοντας από το «Ντελίριουμ», συνεχίζοντας με τα πολυδιαβασμένα «Γυμνός», «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια», «Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα» και φτάνοντας ώς το «Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες» (στα ελληνικά όλα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μελάνι» σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά).
«Πάντα ήθελα να τραβάω την προσοχή», παραδέχτηκε. «Οταν απέτυχα στα υπόλοιπα, αποφάσισα να γράψω. Κάποια στιγμή άρχισα να διαβάζω τις ιστορίες μου στο ραδιόφωνο και είδα ότι είχαν μεγάλη απήχηση. Ημουν τυχερός γιατί έτσι με πρόσεξαν. Αισθάνομαι ένοχος γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν καλύτεροι συγγραφείς από μένα, αλλά δεν καταφέρνουν να εκδώσουν τα βιβλία τους».
Πιστεύει στον ρόλο του μεταφραστή στην επικοινωνία με το μη αγγλόφωνο κοινό. Συχνά όμως η ειρωνεία και το καυστικό του χιούμορ δημιουργούν παρεξηγήσεις και συγκρούσεις. «Εχω γράψει σε μια ιστορία μου πως δεν μου αρέσει το κινέζικο φαγητό. Πήγα στην Κίνα και πάλι δεν μου άρεσε όπως το μαγειρεύουν εκεί. Οταν ήμουν στον Καναδά, με κατηγόρησαν πως είμαι ρατσιστής γι’ αυτό. Γιατί; Κι εγώ ακούω χιλιάδες άσχημα σχόλια για το αμερικανικό φαγητό… Στα Αραβικά Εμιράτα, πάλι, είδα μια γυναίκα με ολότελα καλυμμένο το κεφάλι να φοράει γυαλιά πάνω από την μπούργκα. Φαντάζομαι ότι θα έβρισκα τον μπελά μου αν το σχολίαζα. Στις ΗΠΑ δεν μπορείς να κυκλοφορείς με καλυμμένο κεφάλι… Είναι θέμα προσωπικής αντίληψης και κουλτούρας. Γι’ αυτό συμβουλεύω τους Αμερικανούς να πάνε στη Μέση Ανατολή, να ξεχάσουν τις δικές τους προκαταλήψεις, να ανοίξει το πνεύμα τους».
Ο Σεντάρις αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται. Μόνο για ένα θέμα δεν μπορεί να γράψει: το σεξ. «Δεν θέλω οι άλλοι να με φαντάζονται γυμνό να κάνω διάφορα πράγματα», είπε γελώντας. «Θαυμάζω τους συγγραφείς που μπορούν να το κάνουν».