23/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αλέξανδρος Ευκλείδης, ο πιο hot σκηνοθέτης στο λυρικό μας θέατρο

«Η όπερα δεν είναι υπέροχη μουσική, που συνοδεύεται από κακά έργα»

Μετέφερε τη δράση της δημοφιλούς «Νυχτερίδας» του Στράους στην παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, σε ένα πάρτι με όλη την καλή μπουρζουαζία, που όμως καταλήγει σε κρατητήριο. Του το επιτρέπει, βέβαια, και το λιμπρέτο. Αλλά, γενικά, αυτός ο τολμηρός καλλιτέχνης πιστεύει στο δικαίωμα του κοινού να μην πλήττει. Και δηλώνει.
      Pin It

Μετέφερε τη δράση της δημοφιλούς «Νυχτερίδας» του Στράους στην παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, σε ένα πάρτι με όλη την καλή μπουρζουαζία, που όμως καταλήγει σε κρατητήριο. Του το επιτρέπει, βέβαια, και το λιμπρέτο. Αλλά, γενικά, αυτός ο τολμηρός καλλιτέχνης πιστεύει στο δικαίωμα του κοινού να μην πλήττει. Και δηλώνει ευθαρσώς ότι ναι, η επιθεωρησιακή αντιμετώπιση είναι αυτή που τον ερεθίζει

 

«Δεν έχω τη διάθεση να κάνω παραστάσεις για λίγους. Πάντα προσπαθώ να είναι αναγνώσιμες οι παραγωγές μου. Να μην πλήξει κανείς. Κι εμάς κάποτε κάποιος μας πήρε από το χέρι και μας είπε: “Κοίτα, αυτό μπορεί να σου κάνει”. Ετσι, θέλω κι εγώ να φτιάξω το πλαίσιο και να μεταφέρω τη χαρά μου στο κοινό. Συγχρόνως θέλω και την κριτική όλων. Είμαι της μπρεχτικής άποψης, που έλεγε πως ο θεατής δεν μπορεί να κρεμά την κριτική του ικανότητα μαζί με το παλτό του στο βεστιάριο του θεάτρου. Γι’ αυτό και δεν ποντάρω στην υπνωτιστική δύναμη της μουσικής. Δεν καταλαβαίνω εκείνους που λένε να μπω σε μια αίθουσα, να κλείσω τα μάτια και να απολαύσω τη μουσική»

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

Βραδάκι της 20ής Απριλίου 1967. Μια μέρα πριν αλλάξουν όλα, ξεκινά σε μια καμπάνα του Αστέρα της Βουλιαγμένης ένα πάρτι, που στο ξημέρωμα του πραξικοπήματος θα καταλήξει σε ένα κρατητήριο. Στο μεταξύ όμως, θα δούμε όλο το κάδρο της εποχής να περνά από τη σκηνή: Σοβιετικοί πρέσβεις και Αμερικανοί δίνουν τον δικό τους αγώνα εντυπώσεων εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, κοσμοναύτες επιστρατεύονται, σαμπάνιες επιχειρούν να αναθερμάνουν διάφορες σχέσεις, τα μπαλέτα Κίροφ κονταροχτυπιούνται με εκείνα της Οπερας του Παρισιού, ο Δαλιανίδης συναντά τον Βούλγαρη των «Πέτρινων χρόνων». Εν ολίγοις, η βιεννέζικη ιστορία της «Νυχτερίδας» του Γιόχαν Στράους τoυ νεότερου επανατοποθετείται στην καίρια για την Ελλάδα δεκαετία του ’60. Μια κωμική όπερα απολύτως συνδεδεμένη με το DNA της Λυρικής (είναι το πρώτο έργο με το οποίο ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στις 5 Μαρτίου 1940) κάνει πρεμιέρα απόψε στο Θέατρο Ολύμπια. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μετά από μερικές πολύ επιτυχημένες ανανεωτικές παραστάσεις οπερέτας στο ενεργητικό του. Αυτός είναι που μεταφέρει τη δράση της «Νυχτερίδας» στην αθηναϊκή μπουρζουαζία της δεκαετίας του ’60.

 

• Δεν είναι μεγάλη πρόκληση να επιστρέφουμε σε μια τόσο χαρακτηρισμένη για τη χώρα μας εποχή;

 

«Πράγματι, αν σκεφτεί κανείς πως σήμερα η δικτατορία ξανασυζητιέται, ενίοτε και με θετικό πρόσημο. Είναι ένας ιστορικός τόπος, ο οποίος στις μέρες μας αποκτά μια ιδιαίτερη ένταση καθώς διανύουμε μια εποχή που πραγματοποιούνται ατελείωτες δημόσιες συζητήσεις για την ανάγκη έκτακτων μέτρων. Είναι λογικό, λοιπόν, να ανακαλούμε μια περίοδο με παρόμοια χαρακτηριστικά και κοινωνικές εντάσεις. Ο όρος δικτατορία χρησιμοποιείται σήμερα με μια ευκολία, αλλά συγχρόνως έχει και μια αλήθεια: οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης που συχνά επικαλούνται οι πολιτικοί μάς γυρνούν πίσω. Βεβαίως δεν ζούμε πλέον την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς έχουν αλλάξει συσχετισμοί: έχουμε διαφορετικές υπερδυνάμεις και οι διεκδικήσεις τους είναι κυρίως οικονομικές παρά εθνικές».

 

• Τότε πώς εξηγείτε την επιλογή της παραμονής του πραξικοπήματος για το ανέβασμα της «Νυχτερίδας»;

 

«Η επιλογή είναι αυθαίρετη. Δεν έγινε για να εκμεταλλευτώ την ένταση. Εντάσσεται στην προσωπική μου τάση και κλίση προς την ελληνοποίηση των έργων με τα οποία καταπιάνομαι. Είναι γνωστό πως ενδιαφέρομαι για τη σύνδεσή τους με ιστορικά γεγονότα ιδιαίτερης έντασης με στόχο τη σκηνική κεφαλαιοποίηση. Η αυτοσυνειδησία μου είναι αυτή που με οδηγεί σε αυτόν τον δρόμο συνήθως. Οι μεγάλες όπερες, ειδικά οι εθνικές, είναι τόποι υψηλών συμβολικών διαστάσεων κι έτσι μπορεί κανείς να τους θεωρήσει τόπους εθνικής αυτοσυνειδησίας. Στη “Νυχτερίδα” από την πρώτη στιγμή με τσίγκλισε το γεγονός ότι πρόκειται για ένα έργο που ξεκινά σε ένα σαλόνι και τελειώνει σε μια φυλακή. Αυτή η διαδρομή κίνησε το φαντασιακό αυτής της περίεργης βραδιάς, που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι τους ξημερώνει. Δεν είναι μια παράσταση με δύσκολα μηνύματα. Το αντίθετο μάλιστα. Με ενδιέφερε το παιχνίδι».

 

• Υπάρχουν, όμως, κι άλλες περίοδοι στην ιστορία μας, πιο πρόσφατες, όπου θα μπορούσε κανείς να φανταστεί την υπόθεση της «Νυχτερίδας». Είναι μήπως απαραίτητο να παίρνουμε αποστάσεις από τα πράγματα για να μπορούμε να τα σχολιάζουμε;

 

«Οχι πάντα. Μου πέρασαν, πάντως, από το μυαλό και πιο πρόσφατες στιγμές, όπως το βρόμικο ’89, οι στιγμές με τη Δήμητρα Παπανδρέου, η περιπέτεια του Ακη Τσοχατζόπουλου».

 

Στην υπόθεση όλα ξεκινούν από μια φάρσα που είχε γίνει στο παρελθόν: μετά από αποκριάτικο χορό ο δρ Φάλκε βρέθηκε να τριγυρνά στους δρόμους, μέρα μεσημέρι, μασκαρεμένος με κοστούμι νυχτερίδας. Υπεύθυνος ήταν ο Γκάμπριελ φον Αϊζενστάιν, στον οποίο ο Φάλκε αποφασίζει να ανταποδώσει τη φάρσα κατά τη διάρκεια χορού που παραθέτει ο Ρώσος πρίγκιπας Ορλόφσκι. Αφθονη σαμπάνια και μάσκες φροντίζουν για κέφι και παρεξηγήσεις. Στο τέλος, για διαφορετικούς λόγους, όλοι καταλήγουν στη φυλακή. Πίσω από τα κάγκελα αποκαλύπτεται η πραγματικότητα. Η σκηνοθετική πρόταση του Ευκλείδη παίζει με τα όρια και συνδιαλέγεται με το ελαφρό θέατρο, αλλά και τη σοβαρή μουσική, το υψηλό αλλά και το ευτελές, τους αστούς αλλά και τους «λαϊκούς», τα διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα αλλά και την εντοπιότητα. Η επαναπλαισίωση, που επιχειρείται στη νέα εκδοχή της «Νυχτερίδας», δεν είναι τίποτε άλλο από μια αλλαγή κάδρου: αυτό που έχει σημασία είναι ο πίνακας.

 

«Η μεταφορά στα “καθ’ ημάς” είναι μια διαδικασία απολύτως συνυφασμένη με το ελαφρό μουσικό θέατρο παγκοσμίως», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Πριν θεωρηθεί ένα από τα αριστουργήματα της σοβαρής μουσικής, η “Νυχτερίδα” υπήρξε ένα λαϊκότατο έργο που γνώρισε τοπικές διασκευές στις διαφορετικές χώρες όπου παίχτηκε. Η πιο επιθεωρησιακή αντιμετώπιση των πραγμάτων μπορεί να είναι εύστοχη, μπορεί και άθλια. Αλλά είναι αυτή που εμένα με ενδιαφέρει. Δεν υπάρχει το απαραβίαστο της υψηλής τέχνης, καθώς ειδικά οι οπερέτες δεν ανήκουν στην υψηλή τέχνη. Οχι λόγω αξίας, αλλά γιατί γράφτηκαν σε μεγάλο βαθμό υπονομεύοντας τα δεδομένα και την αίσθηση του υψηλού. Οι περισσότερες γράφτηκαν από την αστική τάξη κοροϊδεύοντάς την. Τις αδικούμε όταν τις βάζουμε στη βιτρίνα και τις θεωρούμε απαραβίαστες».

 

• Τα τελευταία χρόνια η οπερέτα έχει κάνει ένα αξιοσημείωτο come back στην Ελλάδα και αρκετοί σκηνοθέτες που θέλουν να τολμήσουν βρίσκουν σε αυτήν ιδανικό πεδίο δημιουργίας. Το κοινό αποδέχεται αυτούς τους πειραματισμούς;

 

«Οχι λιγότερο ή περισσότερο από το κοινό στο εξωτερικό. Γενικά ο οπερατικός κόσμος θεωρεί την όπερα ένα τελετουργικό και ως εκ τούτου αποζητά στις παραστάσεις μια σταθερότητα. Αλλά εγώ θέλω να αντιμετωπίζουν το θέατρο ως έναν οίκο δημιουργίας και όχι τελετουργίας. Αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με το Μπαϊρόιτ ή την Οπερα της Αμβέρσας, ναι, δεν τολμάμε όσο εκείνοι. Αν κοιτάξουμε όμως τα λυρικά θέατρα της Ιταλίας ή της Αμερικής, θα δούμε ότι είμαστε μια χαρά τολμηροί. Η ποικιλία που αυτή τη στιγμή προσφέρει η Λυρική δεν είναι ασυνήθιστη ούτε και ένδειξη στασιμότητας. Ακόμα κι εμένα, που το σκηνοθετικό μου ιδίωμα είναι πιο παιγνιώδες, θα με ενοχλούσε αν ένα τέτοιο θέατρο ετοίμαζε παραγωγές για μία μόνο κατηγορία κοινού».

 

Πέρα από τη «Νυχτερίδα» ο Αλέξανδρος Ευκλείδης συμμετέχει στην ομάδα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη). Φέτος και ο «Ντον Τζοβάνι», που παρουσιάζει η «Οπερα της βαλίτσας», φέρει την υπογραφή του. «Στόχος της “Οπερας της βαλίτσας” είναι να γίνει η όπερα προσβάσιμη σε ένα κοινό που δεν πήγαινε στη Λυρική, με στόχο και να έρθει στο θέατρο αλλά και να την γνωρίσει απλώς. Το να περνάς τη γοητεία του λυρικού θεάτρου στον πιο ανυποψίαστο θεατή έχει μεγάλη αξία».

 

• Η επαφή σας με το κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με το κλασικό ρεπερτόριο άλλαξε καθόλου τον τρόπο που αντιμετωπίζετε μια παράσταση;

 

«Πάντα είχα στο μυαλό μου τον κόσμο. Δεν είχα τη διάθεση να κάνω παραστάσεις για λίγους. Πάντα προσπαθώ να είναι αναγνώσιμες οι παραγωγές μου. Να μην πλήξει κανείς. Κι εμάς κάποτε κάποιος μας πήρε από το χέρι και μας είπε: “Κοίτα αυτό, μπορεί να σου κάνει”. Ετσι, θέλω κι εγώ να φτιάξω το πλαίσιο και να μεταφέρω τη χαρά μου στο κοινό. Συγχρόνως θέλω και την κριτική όλων. Είμαι της μπρεχτικής άποψης, που έλεγε πως ο θεατής δεν μπορεί να κρεμά την κριτική του ικανότητα μαζί με το παλτό του στο βεστιάριο του θεάτρου. Δεν με ενδιαφέρει η ύπνωση, αλλά η αφύπνιση. Γι’ αυτό και δεν ποντάρω στην υπνωτιστική δύναμη της μουσικής. Δεν καταλαβαίνω εκείνους που λένε να μπω σε μια αίθουσα, να κλείσω τα μάτια και να απολαύσω τη μουσική. Θέλω το κοινό να κατανοεί, να αναγνωρίζει πράγματα του εαυτού του μέσα από μια εικόνα στη σκηνή, να του δημιουργώ συνδέσεις με τα έργα και τον κόσμο της μουσικής. Και όχι απλώς να ακούει μια υπέροχη μουσική υπόκρουση. Η όπερα δεν είναι υπέροχη μουσική που ατύχησε να συνοδεύεται από κακά έργα».

 

* INFO: Παραστάσεις: 22, 23, 26, 28 Φεβρουαρίου, 1, 5, 7, 8 Μαρτίου, 23, 24, 25 Απριλίου, 4, 7, 14 Μαΐου. Θέατρο Ολύμπια/Ωρα έναρξης: 20.00  Μουσική διεύθυνση: Μιχάλης Οικονόμου (22, 23, 26, 28/2, 23, 24/4)/Ζωή Τσόκανου (1, 5, 7, 8/3)/Ανδρέας Πυλαρινός (25/4, 4, 7, 14/5). Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης. Μετάφραση ποιητικού κειμένου: Δημήτρης Δημόπουλος. Σκηνικά: Σωτήρης Στέλιος. Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη. Χορογραφία: Μαρία Κουσουνή. Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Γκάμπριελ φον Αϊζενστάιν: Διονύσης Σούρμπης, Δημήτρης Πακσόγλου. Ροζαλίντα: Έλενα Κελεσίδη, Μαρία Μητσοπούλου, Μαρία Κόκκα. Φρανκ: Βαγγέλης Χατζησίμος, Σταμάτης Μπερής. Πρίγκιπας Ορλόφσκι: Ελένη Βουδουράκη, Μαρισία Παπαλεξίου, Ελενα Μαραγκού, Μαρίτα Παπαρίζου. Αλφρεντ: Αντώνης Κορωναίος, Νίκος Στεφάνου, Γιάννης Χριστόπουλος. Δρ Φάλκε: Ακης Λαλούσης, Αρκάδιος Ρακόπουλος, Χάρης Ανδριανός. Τιμές: 15, 25, 30, 40 ευρώ, παιδ.- φοιτ. 15 ευρώ, θέσεις περιορισμένης ορατότητας: 7, 12, 20 ευρώ.

 

Scroll to top