24/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε», Εθνικό – Κεντρική Σκηνή

Βγάζοντας τη γλώσσα στην παράδοση

Ο νέος σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς φέρνει ύστερα από χρόνια στο Εθνικό -με ποιον; Με τον Πιραντέλο, παρακαλώ!- το θέατρο της σκληρότητας. Ελπίζω να μη χρησιμοποιηθεί η παράστασή του ως επιχείρημα για τη συντηρητική στροφή της κεντρικής σκηνής. Σκοπός του Εθνικού δεν είναι να ανεβάζει μόνον αριστουργήματα, αλλά και να τα ανεβάζει σαν.
      Pin It

Ο νέος σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς φέρνει ύστερα από χρόνια στο Εθνικό -με ποιον; Με τον Πιραντέλο, παρακαλώ!- το θέατρο της σκληρότητας. Ελπίζω να μη χρησιμοποιηθεί η παράστασή του ως επιχείρημα για τη συντηρητική στροφή της κεντρικής σκηνής. Σκοπός του Εθνικού δεν είναι να ανεβάζει μόνον αριστουργήματα, αλλά και να τα ανεβάζει σαν αριστουργήματα. Αυτό ακριβώς επιχείρησε ο Καραντζάς

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Είναι ο μόνος Πιραντέλο που δεν περιμέναμε φέτος από το Εθνικό Θέατρο στην κεντρική σκηνή. Επιθετικά σκεπτικιστής και άγρια θεατρικαλιστής. Πιο κοντά στον Μέγερχολντ παρά στον Σο. Και ξαφνικά, ως εκ θαύματος, ξανά και πάλι βασανισμένος και αναιδής, ίσως μάλιστα όσο ποτέ άλλοτε στο κρατικό θέατρό μας. Μπορεί το κοινό του Εθνικού –που ένας μέρος του ταξιδεύει πίσω στον χρόνο– να ξεφυσάει μπροστά στο αλαζονικό σφυροκόπημα θεατρικότητας εκ μέρους του Δημήτρη Καραντζά, κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο νέος σκηνοθέτης (εξαιρετικά νέος μάλιστα: ίσως ο νεότερος που κράτησε ποτέ την κεντρική σκηνή του θεάτρου μας) έχει θάρρος, ιδέες και –αν κατάλαβα καλά– διάθεση να γκρεμίσει ναούς και να τους χτίσει πάλι.

 

Είναι βέβαια επικίνδυνο πράγμα το να ανεβάζει κανείς Πιραντέλο στο Εθνικό. Πρώτα γιατί είναι συγγραφέας από παλιά πολιτογραφημένος στο θέατρό μας. Επειτα γιατί ανήκει στη γνωμάτευση των πολλών, πράγμα που μεταφράζεται συνήθως σε ένα θέατρο αβλαβές και πλατιάς αποδοχής. Το «Ετσι είναι» για τους περισσότερους αποτελεί ένα ανήσυχο θέατρο για ήσυχους πολίτες, με θαυμάσια τεχνική και καθαρές γραμμές – για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ιδιαίτερα ψυχαγωγικό: κάτι σαν αστυνομικό δράμα, με έγκλημα τη λογική και δολοφόνο τον κοζέρ.

 

Δεν είναι καν θεωρητικά περίπλοκο. Από φιλοσοφικής άποψης στηρίζεται σε μια ιδέα απλοϊκού σκεπτικισμού (που αποκτά βέβαια επικαιρότητα στην εποχή μας λόγω αποδόμησης), η οποία μάλιστα επιδεικνύεται με τον χειρότερο για την τέχνη τρόπο: μέσα από μια ad hoc και εξαιρετικά βολική κατασκευή. Με άλλα λόγια, είναι ένα καθαρό θέατρο ιδεών στρατευμένο στους σκοπούς κι αφιερωμένο στη δημαγωγία του ενός. Και που αντιμετωπίζεται εύκολα: απλά τοποθετείς τον σκεπτικιστή εντός του σκεπτικισμού του.

 

Για να είμαι δίκαιος φέρνω στον νου ακόμα έναν Πιραντέλο, το ίδιο κοφτερό και παράταιρο, πριν από χρόνια. Ηταν η ομάδα Ασκηση που είχε ανεβάσει το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με το ύφος κραυγής του Μουνχ και στόχο την εκτόνωση του πειραματικού φορτίου της επί σκηνής. Εδώ, όμως, δεν βρισκόμαστε σε υπόγειο του Νέου Κόσμου. Είμαστε στο Εθνικό. Αυτό που κάνει ο Καραντζάς είναι να ανατρέπει εκ των έσω τη σχέση μας με την παράδοση, αν δεν της βγάζει κιόλας τη γλώσσα. Το παιχνίδι του Πιραντέλο, λέει, δεν είναι παιχνίδι με τα τουβλάκια του ορθολογισμού μας. Είναι παιχνίδι με σπίρτα.

 

Νιώθουμε σαν τον Πιραντέλο

 

Νομίζω ότι κάνει κάτι ιδιοφυές για να το αποδείξει. Την ώρα που εμείς προσερχόμαστε στο θέατρο από τον εξωτερικό, τακτοποιημένο μας κόσμο, καθώς εμείς προχωρούμε προς την άκρη του νήματος και την άβυσσο μέσω του Πιραντέλο, μια άλλη, αντίστροφη πορεία έχει ήδη ξεκινήσει από το βάθος της σκηνής. Μέσω του σκηνικού εκπροσώπου του συγγραφέα, του Λαουντίζι, ένας θίασος ανδρείκελων ξεκινάει από την τρέλα για να ’ρθει προς εμάς. Από την ηρεμία προς την τρέλα λοιπόν, κι από την τρέλα πάλι πίσω. Δύο πορείες που συναντιούνται στην κόψη της σκηνής και την τροχίζουν.

 

Τα πράγματα φέρνουν στον νου την περίφημη παράσταση του «Μαρά/Σαντ» από τον Μπρουκ στα τέλη των ’60s. Η ίδια πάνω-κάτω εικόνα: κάποιος θίασος φρενοβλαβών κλεισμένος σε ίδρυμα προσπαθεί να μιμηθεί το θέατρό του. Νευρόσπαστα και φερέφωνα που αγωνίζονται να υπάρξουν αποσπασματικά, υστερικά και τεντωμένα ώς τα άκρα της υπόκρισης. Και εμείς από την άλλη μεριά, το ίδιο ανήσυχοι στις καρέκλες μας, ενοχλούμαστε από την αδυναμία των συμπαθητικών ανδρείκελων. Ή μήπως είναι η αδυναμία αυτή που μας φοβίζει τόσο; Σαν κάτι δεν πάει καλά εδώ, σαν κάτι κάποια στιγμή θα εκτροχιαστεί. Υπάρχουν πολλές κρυφές αναφορές στην παράσταση του «Ετσι είναι», μου φαίνεται όμως πως αυτή κρύβει το βαθύτερο νόημα. Αυτός ο νέος σκηνοθέτης και η ομάδα του φέρνουν ύστερα από χρόνια στην κεντρική σκηνή του Εθνικού -με ποιον; Με τον Πιραντέλο, παρακαλώ!- το θέατρο της σκληρότητας.

 

Να πώς μια απλοϊκή φιλοσοφία γίνεται βάθος και πάθος υπαρξιακό. Με τον Καραντζά δεν σκεφτόμαστε όπως ο Πιραντέλο. Νιώθουμε όπως εκείνος. Είναι η αίσθηση της ναυτίας που έρχεται όταν κόβονται οι κάβοι της ανθρώπινης μαρτυρίας με την πραγματικότητα. Μαζί με την πλατιά συμπάθεια προς την ανθρωπότητα που ναυαγεί μεσοπέλαγα.

 

Και αν ακόμα ενοχλεί η σκηνοθεσία, αξίζει τουλάχιστον να θαυμάσουμε την επαγγελματικότητα των ηθοποιών της: Κώστας Μπερικόπουλος, Ξένια Καλογεροπούλου, Υβόννη Μαλτέζου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιώργος Συμεωνίδης, Μιχάλης Κίμωνας, Εμιλυ Κολιανδρή, Θύμιος Κούκιος, Μιχάλης Οικονόμου, Ελίνα Ρίζου, Σταυρούλα Σιάμου και Μηνάς Χατζησάββας. Οι ρόλοι εδώ δεν έχουν καμιά σχέση με τον ψυχολογισμό.

 

Μένει να δούμε την αντίδραση του κοινού

 

Είναι όργανα και εργαλεία, και σαν τέτοια αποδίδονται με τη μονοδιάστατη, εμμονική προσήλωση στον στόχο, με τη φύση, το χιούμορ και τη εξπρεσιονιστική διάθλαση της καρικατούρας. Μα μήπως και εμείς, ως θεατές, δεν είμαστε ίδιοι με τους ρόλους που βλέπουμε;

 

Μήπως και εμείς δεν περιμένουμε αφρίζοντας την έξωθεν επιβεβαίωση του ρόλου μας, την κάποια τελική λύση του αινίγματος, την τελεσίδικη κι ανακουφιστική διαπίστωση της μιας και μόνης Αλήθειας; Περιμένουμε να μας πουν πως έτσι είναι, για να πούμε πως έτσι νομίζουμε.

 

Μένει να δούμε την αντίδραση του κόσμου. Σωστά είχε παρατηρήσει κάπου η δική μας Βένα πως μέχρι πρόσφατα το πιο σημαντικό στο Εθνικό ήταν η συμπεριφορά του κοινού. Τώρα όμως τα πράγματα δυσκολεύουν. Ελπίζω να μη χρησιμοποιηθεί η παράσταση του «Ετσι είναι» σαν επιχείρημα για τη συντηρητική στροφή της κεντρικής σκηνής. Θα ήταν κρίμα. Σκοπός του Εθνικού δεν είναι να ανεβάζει μόνον αριστουργήματα, αλλά και να τα ανεβάζει σαν αριστουργήματα. Αυτό ακριβώς επιχείρησε ο Καραντζάς.

 

Scroll to top