Κανένας δεν έπαιζε κιθάρα σαν αυτόν με τις τσιγγάνικες ρίζες. Αλλά και κανένας δεν πειραματίστηκε τόσο με το είδος, συνεργαζόμενους με τους μεγάλους της τζαζ (Τζον Μακ Λάφλιν, Αλ ντι Μέολα, Τσικ Κορία) και με τον δικό μας Γιώργο Νταλάρα
Του Δημήτρη Κανελλόπουλου
Εχανες τα δάχτυλά του έτσι γρήγορα που έπαιζε κιθάρα ο Πάκο ντε Λουτσία. Ταχυδακτυλουργός. Ενας σπουδαίος κιθαρίστας, ο σημαντικότερος σύγχρονος κιθαρίστας του φλαμένκο, από τους πρωτοπόρους στη μίξη του φλαμένκο με την τζαζ, την μπόσα νόβα, ακόμα και με την κλασική μουσική. Αλλά πέθανε χθες εντελώς ξαφνικά σε ηλικία μόλις 66 ετών, έπειτα από αιφνίδιο καρδιακό επεισόδιο που υπέστη ενώ βρισκόταν σε διακοπές με την οικογένειά του, σε παραλία του Κανκούν στο Μεξικό. Δίπλα στο σπίτι που διατηρούσε εκεί. Την ώρα που έπαιζε με τα τρία παιδιά του. Ωραίος θάνατος.
Ο Ισπανός Πάκο ντε Λουτσία, το δεξί χέρι του οποίου εκτελούσε με εξαιρετική ταχύτητα τα λεγόμενα picados, γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1947 σε μια γειτονιά Τσιγγάνων, στην πόλη Αλχεθίρας στη νότια Ισπανία – ένας εκπρόσωπος από το δημαρχείο επιβεβαίωσε τον θάνατο του μουσικού, δηλώνοντας πως η πόλη θα βρίσκεται σε τριήμερο πένθος. «Ηταν μια μουσική ιδιοφυΐα, έγινε ένας θρύλος πλέον. Μπορεί να έφυγε από κοντά μας, η μουσική του όμως, η δεξιοτεχνία με την οποία έπαιζε κιθάρα θα είναι για πάντα εδώ» δήλωσε ο δήμαρχος της πόλης. Ηταν ένας πρεσβευτής του φλαμένκο, της παραδοσιακής τσιγγάνικης μουσικής της νότιας Ισπανίας.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρανσίσκο Σάντσες Γκόμες. Ασχολήθηκε από την παιδική του ηλικία με τη μουσική, αφού μεγάλωσε μέσα σε οικογένεια μουσικών. Ο Τσιγγάνος πατέρας του ήταν τραγουδιστής. «Οι Τσιγγάνοι υπερέχουν δεδομένου ότι ακούν μουσική από τη γέννησή τους. Αν δεν είχα τον πατέρα μου, δεν θα γινόμουν τίποτε, δεν πιστεύω στο αυθόρμητο ταλέντο», είχε πει ο ίδιος. Από 12 ετών έπαιζε μουσική στα «tablaos», στα μικρά αυτά μπαράκια με τους αυθεντικούς χορούς και μουσικές των Τσιγγάνων. Στα 15 του έφυγε για τη Μαδρίτη για να ασχοληθεί επαγγελματικά με το φλαμένκο, αλλά όχι με έναν στείρο και ακαδημαϊκό τρόπο, το αντίθετο, πειραματίστηκε πολύ με το είδος.
Καθοριστική στάθηκε η συνεργασία του με τον τραγουδιστή Καμαρόν ντε λα Ισλα· το ντουέτο έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία του κινήματος του «νέου φλαμένκο». Και συνέχισαν μέχρι και το 1992, όταν ο βασικός αυτός συνεργάτης του πέθανε από καρκίνο – πρόλαβαν και κυκλοφόρησαν μαζί 10 δίσκους. Εγινε διάσημος τη δεκαετία του 1970, τότε ηχογράφησε μερικά από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ του. Το «Entre dos aguas» βγήκε το 1975 κι έμεινε επί 20 εβδομάδες στη λίστα με τα αγαπημένα τραγούδια της Ισπανίας, ενώ το αξεπέραστο «Friday Night in San Francisco» (1981) που ηχογράφησε μαζί με τον Τζον Μακ Λάφλιν και τον Αλ ντι Μέολα πούλησε περισσότερο από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ενας άλλος από τους μεγάλους με τους οποίους συνεργάστηκε ήταν και ο τζαζ πιανίστας Τσικ Κορία στον κοινό δίσκο τους «Zyryab». Ο σπουδαίος κιθαρίστας είχε επισκεφθεί στο παρελθόν και τη χώρα μας, έπαιξε και με τον Γιώργο Νταλάρα κάποια φορά.
Είχε κερδίσει εκατοντάδες μουσικά βραβεία, κυκλοφόρησε 25 άλμπουμ – η τελευταία δισκογραφική του δουλειά ήταν το «Cositas Buenas», που του απέφερε και ένα λάτιν βραβείο Γκράμι για τον καλύτερο φλαμένκο δίσκο της χρονιάς. Επίσης, εργάστηκε για τις ταινίες του Ισπανού σκηνοθέτη Κάρλος Σάουρα. Κορυφαία στιγμή τους το 1983 με τη δική του εκδοχή στην «Κάρμεν». Το φιλμ κέρδισε το βραβείο Bafta Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1985, η μουσική του όμως έμεινε μόνο στην υποψηφιότητα, δεν τα κατάφερε να βγει πρώτη. «Θα διδάξει τους αγγέλους για να παίξει κιθάρα!» έγραψε ένας θαυμαστής του στο twitter, ενώ ο Ερικ Κλάπτον τον θεωρούσε… τιτάνιο κιθαρίστα. «Ο,τι κι αν κάνω, ο ήχος της μουσικής μου θα είναι πάντα φλαμένκο – γιατί είμαι αυτό που είμαι», έλεγε. «Το να είμαι μουσικός του φλαμένκο είναι αυτό που μου δίνει δύναμη».