Η μεταφραστική περιπέτεια σε έξι συναντήσεις
Εξι αναγνωρισμένοι και βραβευμένοι, έξι σημαντικοί μεταφραστές ανοίγουν το μεταφραστικό εργαστήρι τους. Εξι μεταφραστές καθρεφτίζονται σε εφτά κορυφαίους συγγραφείς που τους έχουν απασχολήσει επί μακρόν και συνομιλώντας με τον κριτικό λογοτεχνίας Βαγγέλη Χατζηβασιλείου αποκαλύπτουν λεπτομέρειες, πτυχές και διαθέσεις από τη μεταφραστική βάσανο και απόλαυση.
Μια θεματική ενότητα της «Σχόλης», που λειτουργεί παράλληλα με τα Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνουν οι Εκδόσεις Πατάκη, με τη φροντίδα του Β. Χατζηβασιλείου που στοχεύει στη συνάντηση του αναγνώστη με ανθρώπους του βιβλίου.
Από τις 5 Μαρτίου έως τις 9 Απριλίου λοιπόν στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη (Ακαδημίας 65) και για έξι συνεχόμενες Τετάρτες, στις 6 μ.μ., το βιβλιόφιλο κοινό θα έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με γνωστούς μεταφραστές για αγαπημένους του συγγραφείς. Και συγκεκριμένα:
* Ο Γκράχαμ Σουίφτ και ο Τζούλιαν Μπαρνς του Θωμά Σκάσση (5.3)
* Η Τόνι Μόρισον της Κατερίνας Σχινά (12.3)
* Ο Τ.Σ. Ελιοτ του Χάρη Βλαβιανού (19.3)
* Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες του Δημήτρη Καλοκύρη (26.3)
* Ο Φερνάντο Πεσσόα της Μαρίας Παπαδήμα (3.4)
* Ο Τζέιμς Τζόις του Αρη Μπερλή (9.4)
Πέντε εκ των μεταφραστών δίνουν στο «Ανοιχτό Βιβλίο» μια ερεθιστική πρόγευση αυτών που θα συζητήσουν δημοσίως με τον κριτικό και το κοινό.
Του Μισέλ Φάις
Η μετάφραση πρέπει να μπορεί να υποδέχεται την ξενότητα του πρωτοτύπου
Του Χάρη Βλαβιανού
O ρόλος του Ελιοτ στη διαμόρφωση του μοντερνιστικού προτάγματος, στην ανανέωση του ποιητικού ιδιώματος, είναι ως γνωστόν κεντρικός. Αυτό που ονομάζουμε μοντερνισμό στην ποίηση ορίζεται από θεμελιώδη έργα όπως τα Τέσσερα κουαρτέτα. Κάποια, όπως το συγκεκριμένο, πέρα από τη μορφική τους ιδιαιτερότητα, θέτουν καίρια ζητήματα, όπως ο ρόλος της ποίησης στη σύγχρονη κοινωνία, η σχέση του ατόμου με την ιστορία, και η δυνατότητα να αποτυπωθεί μέσω της γλώσσας, ενός ασταθούς και αμφίσημου υλικού, ένας στοχασμός που αφορά την ίδια μας την ύπαρξη. Ολα αυτά είναι ερωτήματα που δεν απασχολούν μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά διαπερνούν το ανθρώπινο βίωμα ανεξαρτήτως χρόνου και κοινωνικής συγκυρίας. Οι αναζητήσεις ενός ποιητή που γράφει σήμερα, δεν είναι δυνατόν να μην αντλήσουν από τα έργα του μοντερνισμού, έστω και για να τα αρνηθούν ή να τα υπερβούν.
Αυτό που με συγκίνησε ιδιαίτερα στα Κουαρτέτα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Ελιοτ καταβυθίζεται στο παρελθόν του και στοχάζεται το τέλος του – με νηφαλιότητα και μεταφυσική ενατένιση. Το ποίημα, αν και πολύ προσωπικό, διαρρηγνύει τα όρια του ιδιωτικού και γίνεται μέρος ενός καθολικού προβληματισμού. Επιπλέον, με άγγιξαν ιδιαίτερα τα σημεία όπου ο Ελιοτ (όντας ειλικρινής ως προς την τέχνη του) μιλάει για την επισφάλεια των λέξεων, για τη δυσκολία που αντιμετωπίζει κάθε ποιητής όταν προσπαθεί να συλλάβει την ουσία των πραγμάτων. Οντας το τελευταίο ποιητικό του έργο, αποτελεί κι έναν απολογισμό της ποιητικής του πορείας και μια κατάφαση στη λυτρωτική δύναμη της ποίησης. Ο Ελιοτ των Κουαρτέτων δεν είναι ο Ελιοτ της Ερημης χώρας, δηλαδή ένας τολμηρός πειραματιστής που δεν διστάζει να γίνει εικονοκλαστικός και ανατρεπτικός. Εδώ μιλάει ένας σοφός, ο οποίος φτάνει να δυσπιστεί ακόμη και απέναντι στις δάφνες της νεότητάς του, υπογραμμίζοντας έτσι τη γονιμοποιό δύναμη της αμφιβολίας.
Ως προς τη μετάφραση, η βασική πρόκληση για μένα ήταν να βρω έναν τόνο φωνής που να αντιστοιχεί σ' αυτόν του αγγλικού πρωτοτύπου, όπως εγώ φυσικά τον προσέλαβα. Η γλώσσα του Ελιοτ είναι ακριβής, διαυγής, χωρίς λεκτικές ακρότητες, επομένως θέλησα η ελληνική μετάφραση να αποτυπώνει αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Δεν πιστεύω στις ελεύθερες διασκευές όταν μιλάμε για μετάφραση και θεωρώ ότι ο μεταφραστής πρέπει να προσπαθεί να είναι πολύ κοντά στο κείμενο που μεταφράζει. Η άποψη παλιών μεταφραστών, ότι η μετάφραση σημαίνει οικειοποίηση του ξένου κειμένου ώστε να εξαλείφονται οι πολιτισμικές και γλωσσικές του ιδιαιτερότητες, με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Η μετάφραση πρέπει να μπορεί να υποδέχεται την ξενότητα του πρωτοτύπου και όχι με προκρούστειες μεθόδους να επιχειρεί να το υποτάξει σε μια αντίληψη για την εντοπιότητα που είναι και στενή και άγονη.
………………………………………
Μετράω πάνω από 25 χρόνια καθημερινής ενασχόλησης με την πεσσοανική ομάδα
Της Μαρίας Παπαδήμα
Γνώρισα το έργο του Πεσσόα στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ηταν η επέτειος των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, υπήρχε μια μεγάλη έκθεση γι’ αυτόν στο Μπομπούρ και όλες οι προθήκες των βιβλιοπωλείων ήταν γεμάτες από το αινιγματικό του πρόσωπο. Ηταν η συνάντηση με έναν μύθο. Κι ένας έρωτας σωματικός στο πνεύμα, όπως θα έλεγε εκείνος. Εμαθα πορτογαλικά για να μπορέσω να τον διαβάσω στο πρωτότυπο. Εζησα στη Λισαβόνα για να περπατήσω στους δρόμους που περπάτησε ο ίδιος και οι ετερώνυμοί του. Κάθε σημείο της πόλης είναι κι ένας στίχος, μια φράση από το Βιβλίο της Ανησυχίας. Δεν με εκπλήσσει που σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, όπως έγραψαν πρόσφατα οι πορτογαλικές εφημερίδες, οι οποίοι επισκέπτονται την Ταβίρα, αφού εκεί τοποθετεί ο Πεσσόα τη γέννηση του Αλβαρο ντε Κάμπος. Οπως λέει ο Ρομπέρ Μπρεσόν, οι οπαδοί του Πεσσόα ανά τον κόσμο συνιστούν μια περίεργη λέσχη, έχουν τον φανατισμό μιας αίρεσης. Γιατί άραγε; Τι γοητεύει σήμερα τους αναγνώστες του Πεσσόα, ο οποίος τοποθετεί ιστορικά τη γέννηση των ετερωνύμων του στις 14 Μαρτίου 1914, ακριβώς έναν αιώνα πριν; Για μένα είναι η οξυδέρκειά του, η καθαρή σκέψη του, σχεδόν οπτική, στερεοσκοπική, εκφρασμένη ποιητικά, η κατάργηση μέσω της ετερωνυμίας της προσωπικότητας του ενός ποιητή, διακύβευμα του μοντερνισμού.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μετέφρασα την Ωρα του Διαβόλου. Σήμερα μετράω πάνω από είκοσι πέντε χρόνια καθημερινής ενασχόλησης με την πεσσοανική ομάδα, τον Αλβαρο ντε Κάμπος, τον Αλμπέρτο Καέιρο, τον Μπερνάρντο Σοάρες. Αφήνω για τα γηρατειά μου τον Ρικάρντο Ρέις, χρειάζεται μακρά μαθητεία για να φτάσει κανείς την τελειότητα των ωδών του. Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύτηκε η είδηση για ένα δεύτερο μπαούλο πεσσοανικών χειρογράφων με ένα καινούριο Βιβλίο της Ανησυχίας. Από το υπερπέραν, που γι’ αυτόν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από «τη στροφή του δρόμου», ο Φερνάντο Πεσσόα μεριμνά για την υστεροφημία του, που τόσο τον απασχολούσε, και για τους αναγνώστες του. Και για τους μεταφραστές του.
Θερμή παράκληση στους τελευταίους, αλλά και στους εκδότες: να μη μεταφράζουν το πορτογαλικό έργο του ποιητή –που μέχρι και «μια θεωρία της μετάφρασης» εκπόνησε– διαμέσου άλλων γλωσσών πέραν αυτής που ο ίδιος αναγνώριζε ως τη μοναδική του πατρίδα: την πορτογαλική γλώσσα.
……………………………………………….
Ο μεταφραστής δεν ταυτίζεται πάντα με τον συγγραφέα
Του Αρη Μπερλή
Ο μεταφραστής δεν είναι φερέφωνο του συγγραφέα σε μια άλλη γλώσσα. Η σχέση του μεταφραστή με τον συγγραφέα του είναι σχέση πολύπλοκη και αμφίθυμη: σχέση πατέρα-γιου, δασκάλου-μαθητή – άλλοτε φίλια και συναγωνιστική άλλοτε ανταγωνιστική. Ο συγγραφέας μέσω του πρωτοτύπου επιβάλλει όρους, συχνά επαχθείς, και ο μεταφραστής μέσω του μεταφράσματος αμφισβητεί συχνά ή διορθώνει συνειδητά ή ασυνείδητα τον μέντορα.
Στη μετάφραση της λυρικής ποίησης σε πρώτο πρόσωπο, η «ταύτιση» του μεταφραστή με τον ποιητή είναι σχεδόν επιβεβλημένη, ή έτσι μοιάζει – το θέμα είναι πιο περίπλοκο απ’ όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται, γιατί συχνά –και για ορισμένους θεωρητικούς πάντοτε– το πρώτο πρόσωπο δεν είναι ο ίδιος ο ποιητής αλλά persona, προσωπείο, μάσκα. Ας πούμε, λοιπόν, ότι εδώ ο μεταφραστής ταυτίζεται με τη λυρική φωνή.
Αλλά στη μετάφραση της τριτοπρόσωπης πεζογραφίας, και ακόμη πιο πολύ στο θέατρο, ο μεταφραστής κατά κανόνα ταυτίζεται περισσότερο με τον κεντρικό χαρακτήρα και με τα άλλα πρόσωπα του έργου (όλα τα πρόσωπα, μέχρι τον τελευταίο υπηρέτη ή ταξιτζή που λέει δυο κουβέντες) παρά με τον ίδιο τον συγγραφέα. Και εδώ συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα. Η ανάπτυξη της σχέσης μεταξύ μεταφραστή και μυθιστορηματικού χαρακτήρα απομακρύνει συχνά τον μεταφραστή από τον συγγραφέα. Εκτός αν στο βάθος της τριτοπρόσωπης αφήγησης ακούγεται, σιγανή μεν αλλά ευδιάκριτη, η λυρική φωνή του ίδιου του συγγραφέα. Αυτό γίνεται στα μεγάλα έργα. Τη φωνή της Εμιλυ Μπροντέ άκουγα στο βάθος (και τη μορφή της έβλεπα στον ύπνο μου) όταν μετέφραζα τα Ανεμοδαρμένα Υψη, μολονότι ταυτιζόμουν κάθε φορά με όλους τους χαρακτήρες του έργου. Και βέβαια, με τον Στήβεν Δαίδαλο ταυτίστηκα στο Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, μολονότι η λυρική φωνή του Τζέιμς Τζόις ήταν συνεχώς στο αυτί μου και σαν να ταυτιζόταν με τη φωνή του ήρωά του. Δεν βγάζεις άκρη.
……………………………………..
Μια λογοτεχνία που δεν με παρέδιδε στην πλήξη
Του Δημήτρη Καλοκύρη
Αναζητούσα τα ίχνη που ενσυνείδητα άφηνε ο Μπόρχες εδώ κι εκεί, κάτω από τις συλλαβές και τα ειρωνικά τεχνάσματα του λόγου, το μαύρο νήμα που μου ξετύλιγε αργά αργά, μέσ’ απ’ τα παρακλάδια του αδιέξοδου κορμού μιας γλώσσας που πάσχιζα ν’ αποκρυπτογραφήσω με τη φαντασία και τα πειράματα.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, συναντούσα το σημείο συνήχησης ενός ολοκληρωμένου ποιητικού λόγου με κάποιες αναζητήσεις που πάσχιζα να διατυπώσω για προσωπικό μου λογαριασμό. Με άλλα λόγια, μια λογοτεχνία που δεν με παρέδιδε στην πλήξη.
Κι αν ήτανε αυτός τυφλός, εγώ τι ήμουν, σκαλίζοντας με το νυστέρι και με τον φακό ν’ ανασυνθέσω μία προς μία τις ψηφίδες;
Σαν τους νεαρούς εκείνους από τα προάστια του Μπουένος Αϊρες, στα τέλη ενός μεταλλικού αιώνα, που τους θυμάται και τους καταγράφει να στέκονται ώρες πίσω από μάντρες ή σε κάποιες μυστικές ακρογιαλιές, όλη τη νύχτα με τα νεύρα τεντωμένα, γυρίζοντας τις λάμες μες στα δάχτυλα, μέχρι που να ορμήσει μ’ ένα τρίξιμο ανάλαφρο ο αντίπαλος: ποιος απ’ τους δυο θ’ αγγίξει τελευταίος τα θυρώματα του Αδη.
Το κείμενο για τον Αβερόη καταλήγει αναγνωρίζοντας ότι η ιστορία του ήταν η εξέλιξη μιας ήττας: ο Μπόρχες γράφει την ιστορία του Αβερόη χωρίς να ξέρει σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν· ο Αβερόης μεταφράζει την Ποιητική του Αριστοτέλη, χρησιμοποιώντας τη μετάφραση μιας μετάφρασης ενός συριακού χειρογράφου, και αδυνατεί να συλλάβει το νόημα των λέξεων κωμωδία και τραγωδία, έννοιες ανύπαρκτες στον κόσμο του Ισλάμ. Μήπως εντέλει η εργασία του μεταφραστή δεν είναι παρά η εξέλιξη της ίδιας του της ήττας; Ή μοναχά ό,τι απομένει από τη σύγκρουση στη σιωπή και την αναμέτρηση κάποιου που γράφει παλεύοντας στη μνήμη με τη γλώσσα του και κάποιου που ψάχνει τη νύχτα του Αλλου, να ξεσηκώσει μες στη γλώσσα του τη δική του τη μνήμη;
…………………………………….
Η Μόρισον γράφει σαν να τραγουδάει το συναισθηματικό διφορούμενο
Της Κατερίνας Σχινά
«Οταν λένε ότι είμαι μεγάλη Αμερικανίδα μυθιστοριογράφος», σχολίαζε η Τόνι Μόρισον σε κάποια συνέντευξή της, «απαντάω, χα! Προσπαθούν να πουν ότι δεν είμαι μαύρη. Οταν λένε ότι είμαι θαυμάσια γυναίκα μυθιστοριογράφος, σκέφτομαι “Αχά, νομίζουν ότι δεν ανήκω πουθενά”. Και γι' αυτό έχω τόσο επιμείνει -επιμείνει!- να με θεωρούν μαύρη γυναίκα μυθιστοριογράφο. Και αποφάσισα τι σημαίνει αυτό…». Τι σημαίνει; Να ανατρέχεις στην κοινότητά σου για να αναψηλαφήσεις τη γλώσσα και την κληρονομιά της, να αναζητάς επίμονα ένα ιδεώδες συλλογικότητας, από καιρό απεμπολημένο.
Η Τόνι Μόρισον (γενν. 1931, βραβείο Πούλιτζερ για το μυθιστόρημά της Αγαπημένη το 1988 και βραβείο Νόμπελ το 1993) κατόρθωσε στα βιβλία της (Γαλάζια μάτια, Το τραγούδι του Σόλομον, Αγαπημένη, Σούλα, Τζαζ, Παράδεισος, Αγάπη, κ.ά.) να αποκαταστήσει ένα ζωτικό μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας: φωνές χαμένες, φωνές αποσιωπημένες αναδύθηκαν έξαφνα μέσα από τις αφηγήσεις της. Η μουσική της πρόζα, ο ανόθευτος λυρισμός της, η ανάκληση αρχαίων μύθων και λησμονημένων στοιχείων της αφροαμερικάνικης παράδοσης μπόλιασαν το έργο της με ένα ολότελα προσωπικό, άκρως αναγνωρίσιμο στοιχείο· ταυτόχρονα η δραματική σκηνοθεσία των πιο ακραίων καταστάσεων και των πιο διφορούμενων, ηθικά, χαρακτήρων έκανε τα μυθιστορήματά της να διαβάζονται, συχνά, σαν εκλεπτυσμένες αλληγορίες.
Ο λογοτεχνικός τρόπος της Τόνι Μόρισον είναι εντυπωσιακός: γράφει σαν να τραγουδάει το συναισθηματικό διφορούμενο. Η λογοτεχνική της κλίμακα είναι blue, η θεματική της είναι blue, ο τόνος της είναι blue: έρωτας και πόλεμος ανάμεσα στα φύλα· φυλακή και νόμος· τρένα, ποτάμια, καλαμποκοφυτείες, απογευματινός ήλιος, νύχτα· έγκλημα και φυλετικές διακρίσεις, σκληρή δουλειά και υπνωτισμένη σχόλη, δοσμένα με μια τονικότητα καθημερινή, υπαινικτική, ήπια. Δεν ενδιαφέρεται για το μυθιστορηματικό συνεχές, τη γραμμική ανέλιξη -όπως και τα μπλουζ. Ο αφηγηματικός χρόνος είναι ρευστός: το τώρα οπισθοδρομεί αιφνίδια στο παρελθόν· εξίσου απρόβλεπτα, η ανάκληση της μνήμης γίνεται προβολή στο μέλλον, ο ενικός μεταστρέφεται σε πληθυντικό, οι συνειρμοί σπάνε την αφηγηματική συνοχή. Σ' αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά εντοπίζεται η ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας της Μόρισον και αυτά ακριβώς αποτελούν τη μεγάλη πρόκληση για τον μεταφραστή.