Pin It

Φτασμένη τραγουδίστρια. Την ανέδειξε η μουσική σκηνή της Σαλονίκης την οποία υπηρέτησε πιστά χρόνια και χρόνια. Ξεκίνησε από «Τα Χνάρια», μπουάτ στη Φιλήμονος Δραγούμη, και συνέχισε στην «Ανατολή», γνωστή ταβέρνα της Τούμπας. Τα πρωινά δούλευε δασκάλα. Καίτοι απόφοιτη της Παιδαγωγικής Ακαδημίας δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα για το σχολείο. Την έπεισε ένας θείος της εκπαιδευτικός. «Πήγαινε να διδάξεις δέκα μέρες κι αν δεν σ' αρέσει φεύγεις», της είπε. Εμεινε είκοσι τέσσερα συναπτά έτη. «Νομίζω ότι κρατιέμαι ζωντανή και νέα στην ψυχή εξαιτίας της εμπειρίας μου στην εκπαίδευση. Με έκανε άνθρωπο», της αρέσει να λέει. Με τις νότες της κιθάρας έμαθε τα παιδιά ορθογραφία. Κι όταν εμφανίστηκε πρώτη φορά στην τηλεόραση, οι παλιοί μαθητές της έσπασαν τα τηλέφωνα. Οπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε με τους Σαλονικιούς καλλιτέχνες, τα βήματά της την ώθησαν στην Αθήνα. Αργά, είν' η αλήθεια. Την κατέκτησε πριν να κατεβεί απ' το τρένο. Είχε βγάλει ήδη δίσκους. Οι «Μέλισσες» αναστατώνουν τ' αυτιά και την ψυχή με το μεθυστικό βουητό τους. Τη θεωρούσα τυπική εκπρόσωπο του έντεχνου.

 

Ωσπου την άκουσα ζωντανά στο οινοζυθεστιατόριο «Η Κληματαριά» της πλατείας Θεάτρου όπου τραγουδά τις Τετάρτες. Το λαϊκό ηχόχρωμά της παραπέμπει στα μεγάλα γυναικεία λαρύγγια του παρελθόντος· σ' αυτά που έχουν εκλείψει οριστικά. Λιτή και στακάτη η φωνή της, σε τραντάζει, σε δένει μ' ένα στέρεο, ροκ νήμα στις απόκρημνες αιχμές του ρεμπέτικου. «Η Φωτεινούλα τα χώνει», μου λέει ο φίλος μου ο Περικλής καθώς την απολαμβάνω αμίλητος, σαγηνευμένος, ενεός. Πάνω στο πάλκο η Βελεσιώτου μεταμορφώνεται στο σημαινόμενο κάθε άσματος. Ερωτεύεται, προδίδεται, μεταναστεύει, νοσταλγεί, επαναστατεί, αποκληρώνεται, υποφέρει. Κατοικεί το τραγούδι σαν ένα μυστηριώδες διαμέρισμα γεμάτο μνήμες. Αλητεύει στις κάμαρες και τα μπαλκόνια του, ανασαίνει τα σκονισμένα του έπιπλα, ανιχνεύει τα σφραγισμένα σεντούκια του, στολίζει με λουλούδια και δαντέλες τα μυστικά του. Κι έπειτα αφηγείται, διεκτραγωδεί, ερμηνεύει το βίωμά της. Εκθέτει και εκτίθεται. Τραγουδάει με τα μάτια κλειστά και ψηλά το κεφάλι.

 

Στα δύο τέταρτα διχοτομείται και στα εννιά όγδοα σπάει σε χίλια κομμάτια και επανασυναρμολογείται στο πρώτο κουπλέ. Γυρίζει τον κόσμο ανάποδα και τον επαναφέρει στη θέση του στα ρεφρέν. Με τη Σωτηρία Μπέλλου τη συνδέουν υπόγειες δίοδοι. Πατάει στο τέμπο της, μετέρχεται τα κόλπα της, συνδαυλίζεται με την τονικότητά της. Κι όμως λέει τα τραγούδια της αβίαστα, ειλικρινά, φωτεινά. Μένει εξ ιδιοσυγκρασίας εκτός σταρ σίστεμ. Το κοινό της την ακολουθεί κατά πόδας και την αποθεώνει. Δεν αποπνέει αέρα ντίβας. Κάθεται στα τραπέζια, πίνει και καπνίζει ασταμάτητα, γίνεται φίλη του. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στη θελξικάρδια ορχήστρα με τον Σπύρο Γκούμα στο μπουζούκι -λέει πού και πού κάνα Μάρκο-, τον Παναγιώτη Κατσιμάνη στην κιθάρα -συνθέτη και τραγουδιστή της «Ενδελέχειας»-, τον Ηλία Κρομμύδα στο ακορντεόν και τον Αντώνη Τζίκα στην πασαβιόλα, με την οποία συγχρονίζονται τα μετέωρα καθώς προοιωνίζονται καρεκλοπόδαρα το τριήμερο.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top