04/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αλέν Ρενέ: 1922-2014

Μια ζωή ελεύθερο παιχνίδι με το σινεμά

Ο σκηνοθέτης τού «Χιροσίμα, αγάπη μου» μας αποχαιρέτησε στα 91 του χρόνια, ενώ σχεδίαζε μια νέα ταινία. Το πλούσιο, πολύπλευρο και απαιτητικό έργο του, αλλά και ο ίδιος, αγαπήθηκαν πολύ από κοινό και κριτική.
      Pin It

Ο σκηνοθέτης τού «Χιροσίμα, αγάπη μου» μας αποχαιρέτησε στα 91 του χρόνια, ενώ σχεδίαζε μια νέα ταινία. Το πλούσιο, πολύπλευρο και απαιτητικό έργο του, αλλά και ο ίδιος, αγαπήθηκαν πολύ από κοινό και κριτική

 

Tης Βένας Γεωργακοπούλου

 

ΑΛΕΝ ΡΕΝΕΜε τρεις ταινίες, το ντοκιμαντέρ «Νύχτα και καταχνιά» (1955), και τις φιξιόν «Χιροσίμα, αγάπη μου» (1959) και «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» (1961) έβαλε γερά το ανατρεπτικό στίγμα του στο γαλλικό και ευρωπαϊκό σινεμά, κι ας το άλλαζε έκτοτε συχνά, ο πολύ μεγάλος Αλέν Ρενέ. Λατρεύτηκε έτσι από πολλές και διαφορετικές γενιές. Δεν έπαψε, άλλωστε, να δουλεύει μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Γι΄ αυτό και ο θάνατός του, το Σάββατο το βράδυ στο Παρίσι σε ηλικία 91 ετών, ήταν μια κάποια έκπληξη κι ας ήταν γνωστό ότι νοσηλευόταν εδώ και μια εβδομάδα. Ολοι, όμως, είχαν στο μυαλό τους ότι ετοίμαζε μια καινούργια ταινία και δεν ξεχνούσαν ότι το κύκνειο, τελικά, άσμα του, το «Aimer, boire et chanter», έκανε πριν από λίγες εβδομάδες, έστω και με τον ίδιο απόντα, την πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου κερδίζοντας Αργυρή Αρκτο και το βραβείο της Fipresci.

 

Ο Αλέν Ρενέ, αν και δεν ήταν ποτέ ταυτισμένος με τη γαλλική Νουβελ Βαγκ, ανήκει σε εκείνους τους Γάλλους σκηνοθέτες που, όπως ο Γκοντάρ, πειραματίζονταν με τη φόρμα, ήταν θεωρητικοί του σινεμά και απολύτως πολιτικοποιημένοι. Σε αυτούς που ανέλαβαν να οδηγήσουν την τέχνη του κινηματογράφου στον μοντέρνο κόσμο, λύνοντας τις διαφορές τους με τις πληγές του παρελθόντος: τα στρατόπεδα του Χίτλερ («Νύχτα και καταχνιά»), την ατομική βόμβα («Χιροσίμα, αγάπη μου»), τις συνέπειες της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία («Muriel», 1963), τον φρανκισμό στην Ισπανία («Ο πόλεμος τελείωσε», 1966) με τον Ιβ Μοντάν σε σενάριο Χόρχε Σεμπρούν.

 

Ηταν ο σκηνοθέτης που βυθίστηκε (κυρίως στην αγγλόφωνη περίοδό του) σε επιστημονικές αναζητήσεις γύρω από τους μηχανισμούς του εγκεφάλου («Providence», 1977 με τον Ντερκ Μπόγκαρντ και τον σερ Τζον Γκίλγουντ και «Ο θείος μου από την Αμερική», 1980, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ). Εκανε ακόμα και μια εμπορική σχεδόν ταινία («Stavisky», 1974) με τον Μπελμοντό για έναν διαβόητο οικονομικό απατεώνα της δεκαετίας του ’30, που προκάλεσε πολιτικό σκάνδαλο.

 

Τέλος, ο Ρενέ ήταν αυτός που το καταδιασκέδασε στην τελευταία περίοδο της καριέρας του εμβολιάζοντας το σινεμά με το θέατρο, την πιο μεγάλη αγάπη από τα νιάτα του, επιβάλλοντας τις συμβάσεις του, την υποκριτική του και τον… Βρετανό Αλαν Εϊκμπορν («Smoking/No Smoking», 1993, «Coeurs» 2006, «Aimer, boire et chanter», 2014). Στηρίχτηκε σε μια μόνιμη υπέροχη ομάδα ηθοποιών, τη δεύτερη σύζυγό του, Σαμπίν Αζεμά (η πρώτη ήταν η κόρη του Αντρέ Μαλρό, Φλοράνς) και τους Πιερ Αρντιτί και Αντρέ Ντισολιέ.

 

Δοκίμασε ακόμα και τη μουσική κωμωδία (το «Η ζωή είναι ένα τραγούδι», 1997, έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της καριέρας του με 2,6 εκ. εισιτήρια). Κανένας δεν συνδύασε όπως αυτός τη λαϊκή κουλτούρα με την υψηλή και σκεπτόμενη τέχνη. «Aς εκμεταλλευτούμε το σινεμά για να κάνουμε ό,τι μας περνάει από το κεφάλι, αφού μας δίνει αυτή την ελευθερία», είχε πει το 2012 σε συνέντευξή του στη «Λιμπερασιόν». Κι όταν τα τελευταία χρόνια τού επεσήμαναν τη μοναδική πολυμορφία του έργου του έλεγε: «Πολύ τη χαίρομαι. Κάποτε, όμως, μου προσήπταν ότι έκανα ταινίες που καμιά δεν έμοιαζε με την άλλη, ότι δεν επέμενα σε κάποιο θέμα. Σήμερα, συμβαίνει το αντίθετο, λένε ότι κάνω συνέχεια την ίδια ταινία».

 

Γεννήθηκε το 1922 στη Βαν σε μια καλλιεργημένη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και δήμαρχος. Από νωρίς παθιάζεται με την τέχνη (φωτογραφία, ζωγραφική, κόμικ, λογοτεχνία). Μετακομίζει στο Παρίσι αποφασισμένος να γίνει ηθοποιός (γίνεται και βοηθός του Ζορζ Πιτοέφ στο Theatre des Mathurins), αλλά καταλήγει στην IDHEC, στο τμήμα για τους μοντέρ. Μετά από δέκα χρόνια που γύριζε το ένα ντοκιμαντέρ μετά το άλλο, ένα από αυτά σε συνεργασία με τον Κρις Μαρκερ και προβλήματα με τη λογοκρισία («Les statues meurent aussi»), πραγματοποιεί το 1959 την πρώτη φιξιόν ταινία του σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντιράς. Το «Χιροσίμα, αγάπη μου», με τολμηρή φόρμα, χωρίς γραμμική αφήγηση και με χρήση ντοκουμέντων, διαχειρίζεται τα θέματα της μνήμης, της ευθύνης, του χαμένου χρόνου, της ανθρώπινης απελπισίας και των τραυμάτων από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τον έρωτα μιας Γαλλίδας (η υπέροχη Εμανουέλ Ριβά) κι ενός Ιάπωνα (Εϊζι Οκάντα) στην κατεστραμμένη από την ατομική βόμβα πόλη.

 

Οι Κάνες διχάζονται, ο πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής φωνάζει στο τέλος της προβολής «είναι σκατά», ενώ ένα άλλο μέλος του απαντά, «όχι, είναι το έργο μιας αυθεντικής ιδιοφυΐας». Είναι και η ταινία που ζήλευε, όπως είχε δηλώσει, ο ίδιος ο Γκοντάρ. Παραδόξως οι Γάλλοι την λάτρεψαν, γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία.

 

Η ταινία, όμως, που θεωρείται το αριστούργημά του είναι το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ» σε σενάριο του Αλέν Ρομπ Γκριγέ, που μπορεί να επέβαλε τη μυστηριώδη ομορφιά της Ντελφίν Σεϊρίγκ, αλλά το δικό της μυστήριο, ο σουρεαλισμός, η ονειρική διάθεση και η ερμητικότητά της παραμένουν ώς σήμερα ένα από τα μαγικά αινίγματα της μεγάλης τέχνης. Σε μια κοινωνική συνάντηση σε απόκοσμο πύργο ένας άντρας ισχυρίζεται ότι έχει συναντηθεί με μια γυναίκα έναν χρόνο πριν στο Μάριενμπαντ και αυτή το αρνείται. Φλας μπακ, τόπος και χρόνος που προκαλούν σύγχυση στον θεατή, ένας ακόμα άνδρας που προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του, επανάληψη των ίδιων διαλόγων σε διαφορετικά μέρη του πύργου. Και, όμως, οι Γάλλοι και όλοι οι Ευρωπαίοι σινεφίλ λάτρεψαν την ταινία.

 

Σκηνοθέτες σαν τον Αλέν Ρενέ δεν υπάρχουν σήμερα. Αλλά, όπως έγραψε και στο twitter ο Ζιλ Ζακόμπ, «το ότι ένας καλλιτέχνης με μια τόσο υψηλή οπτική και μια τέτοια ηθική λεπτότητα μπορεί ακόμα να αγγίζει την συλλογική συνείδηση, έχει κάτι το ανακουφιστικό για την εποχή μας».

 

Scroll to top