Του Σταύρου Κοντονή*
Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων του λαού μας δημιούργησε την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των τμημάτων αυτών έναντι των παραδοσιακών πολιτικών εκφραστών τους, του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον Μάιο και Ιούνιο του 2012.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πετύχει να κατοχυρώσει πολιτικά τη θέση του ως ο μοναδικός αξιόπιστος αντίπαλος της Δεξιάς και του διευθυντηρίου των Βρυξελλών. Από τη στιγμή μάλιστα που το ΠΑΣΟΚ και οι λοιπές κινήσεις και σχήματα της σοσιαλδημοκρατίας επέλεξαν όχι μόνο να λάβουν οριστικό διαζύγιο με τις κοινωνικές λαϊκές τάξεις που επί δεκαετίες αποτέλεσαν τον κορμό της «δημοκρατικής παράταξης», αλλά, ακόμη χειρότερα, να αποτελέσουν τους πλέον φανατικούς υπερασπιστές της κυβέρνησης Σαμαρά, το μέλλον της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας ήταν προδιαγεγραμμένο.
Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή που εκδηλώνονται έντονες διαφωνίες στο εσωτερικό της Ν.Δ., οι οποίες τείνουν να λάβουν χαρακτήρα επιδημίας, με τα διπλά ψηφοδέλτια εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών.
Αν όμως σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο τα πράγματα φαίνεται ότι έχουν διαμορφωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, με μια αξιοπρόσεκτη σταθερή άνοδο για τον ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα της πολιτικής ρευστότητας που χαρακτηρίζει τη συγκυρία ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ εντοπίζεται στην αναντιστοιχία των δημοσκοπικών ποσοστών του και στα εκλογικά αποτελέσματα των σχημάτων στα οποία συμμετέχει στις επαγγελματικές ενώσεις.
Αν στα αρνητικά αποτελέσματα του ΤΕΕ προστεθούν και τα αποτελέσματα των Δικηγορικών Συλλόγων, καθώς και η μόνιμη αδυναμία για μία, αν όχι πλειοψηφική, έστω ικανοποιητική καταγραφή στα εργατικά σωματεία, τότε αντί να εφησυχάζουμε για τις κεντρικές πολιτικές επιτυχίες μας, θα έπρεπε να ανησυχούμε και μάλιστα σοβαρά. Ιδιαίτερα η ανησυχία αυτή θα έπρεπε να εκφράζεται για την κυβέρνηση της Αριστεράς, η οποία φαίνεται να είναι προ των πυλών. Με ποια κοινωνικά και κομματικά στηρίγματα θα πετύχει η κυβέρνηση της Αριστεράς να βγει νικήτρια έναντι των δυνάμεων του εγχώριου και διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, των δανειστών, των αγορών και του διευθυντηρίου της Ε.Ε. όταν αποδεικνύεται μονίμως σημαντική «δυσχέρεια» ανάμεσα στην κεντρική πολιτική καταγραφή μας και την ειδική στους κοινωνικούς χώρους;
Αν το φαινόμενο αυτό επαναληφθεί στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ιδίως τις δημοτικές, τότε θα αποδειχθεί με τραγικό τρόπο ότι οι καθυστερήσεις και η ουσιαστική ανυπαρξία οικοδόμησης πολιτικής συμμαχιών (και όχι ένταξης στον ΣΥΡΙΖΑ) με κινήσεις και πρόσωπα από τον σοσιαλιστικό χώρο, όχι μόνο ναρκοθετούν την κυβερνητική προοπτική της Αριστεράς, αλλά το βασικό είναι ότι μπορούν να αναβιώσουν στρατηγικές επαναδημιουργίας της Κεντροαριστεράς. Τότε είναι πολύ πιθανό να συμβεί μια αντίστροφη κίνηση κοινωνικών δυνάμεων, αυτή τη φορά προς την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, η οποία θα έχει φροντίσει για την αλλαγή της νεοδεξιάς ηγεσίας της, ικανή να τη διατηρήσει στη ζωή και να την επιβάλει ως παράγοντα διαμόρφωσης πολιτικών εξελίξεων σε συντηρητική κατεύθυνση.
Αν αυτές οι τάσεις επιβεβαιωθούν, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ρήγμα στην προσπάθεια ηγεμόνευσης του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και στην πολιτική κονίστρα και να ενεργοποιηθούν αντίρροπα αντανακλαστικά προς τον ενδιάμεσο και κεντρώο χώρο, κάμπτοντας το δίλημμα Αριστερά ή διατήρηση της σημερινής κατάστασης, ακόμη χειρότερα το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημονιακή πολιτική. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αμελητέο και οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε αυτό, για να μην έχουμε δυσάρεστες εκπλήξεις στο μέλλον. Φυσικά αξίζει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς έχει εξασκηθεί, λόγω της επικυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ επί τριακονταετία, στην ανάδειξη κρατικών, αυτοδιοικητικών και συνδικαλιστικών στελεχών με τρόπο που ούτε αξιοζήλευτος είναι, ούτε μπορεί να επαναληφθεί από μια Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της και τις αρχές της.
Θα πρέπει όμως να αναλογιστούμε και τη σφοδρότητα των επιθέσεων των γνωστών φιλοσαμαρικών εφημερίδων της Κεντροαριστεράς έναντι των βουλευτών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ που κατά την περίοδο της παρούσας Βουλής αποστασιοποιήθηκαν απολύτως από τη μνημονιακή πλειοψηφία. Λοιδορίες, σεξισμός, προσβολές, ιδεολογική τρομοκρατία και φυσικά αποκλεισμός δημοσιοποίησης των απόψεών τους.
Πέραν των ανωτέρω, τα οποία φαίνεται να παρακάμπτονται από ορισμένους πολύ εύκολα και αβασάνιστα, δίνουμε την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για την οικοδόμηση πολιτικών συμμαχιών λειτουργεί ως κήνσορας «αριστεροφροσύνης» και «αντιμνημονιακής συνέπειας και καθαρότητας». Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει σοβαρές διαστάσεις, όταν πρόκειται για πολιτικά στελέχη που προέρχονται από την Κεντροαριστερά και τείνουν, μετά τις όποιες καθυστερήσεις και αμφιταλαντεύσεις, προς μια πολιτική προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ, όχι για να ενταχθούν στη ριζοσπαστική και ανανεωτική Αριστερά, αλλά για να συμμαχήσουν μαζί μας στην προοπτική συγκρότησης ενός μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ανατροπής των πολιτικών λιτότητας και της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Κατά τον τρόπο αυτό μειώνουμε τις δυνατότητες να πλήξουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τις παραδοσιακές πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις εκπροσώπησης, να ανατρέψουμε την κυβέρνηση της Δεξιάς και να δημιουργήσουμε στέρεη προοπτική για την κυβέρνηση της Αριστεράς.
Γενικεύοντας και επεκτείνοντας την πάγια θέση μας για απόσταση του ΣΥΡΙΖΑ από όσους διαμόρφωσαν το νεοφιλελεύθερο και πελατειακό διαχειριστικό πλαίσιο, προς πάσα κατεύθυνση, με τρόπο επιπόλαιο, φοβικό και ορισμένες φορές εθελοτυφλώντας, οδηγούμαστε στην πολιτική απομόνωσης ελλείψει πολιτικής συμμαχιών, τελικά ελλείψει υπαρκτών συμμάχων. Χωρίς αυτές τις πολιτικές-προγραμματικές συμμαχίες δεν μπορεί να διευρυνθεί το πεδίο της πολιτικής παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ και της αποτελεσματικότητας των πολιτικών του στον παρόντα πολιτικό χρόνο, ο οποίος παράγει πολιτικά γεγονότα την τελευταία πενταετία που είναι αδύνατο να αντιστοιχηθούν με τις παραδοσιακές πολιτικές οργάνωσης και ανάπτυξης ενός κόμματος της Αριστεράς.
Είναι ανάγκη να δούμε τον σοβαρό κίνδυνο αν ακολουθήσουμε μία πολιτική απομόνωσης αυτών των δυνάμεων, να ενισχύσουμε ανακλαστικά τη δεξιά εναλλακτική λύση, να φρενάρουμε τη δυναμική της πολιτικής μας ανάπτυξης και να οδηγήσουμε τους δυνάμει συμμάχους μας στην ανυποληψία και την περιθωριοποίηση, αφού η δική μας τακτική τούς αφήνει εκτεθειμένους στον υποτιθέμενο μονόδρομο της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Χρειάζεται λοιπόν μια δεύτερη σκέψη όσον αφορά την πολιτική μας προς τον «μεσαίο χώρο» και μια γενναία απόφαση προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησης ορισμένων δυνάμεών του για τη διευκόλυνση της δημιουργίας βιώσιμων πολιτικών συμμαχιών με αυτόν τον χώρο. Η υπερβολικά φοβική πολιτική απέναντι σε τέτοιου τύπου πολιτικές συμμαχίες πρέπει να αντιστραφεί. Σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετωπίσουμε το φάσμα της στασιμότητας με κίνδυνο η ελπίδα να μετατραπεί σε ψευδαίσθηση, ιδίως σήμερα που οι τελευταίες εξελίξεις στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μάς δίνουν τη δυνατότητα αμφίπλευρης διαμόρφωσης κοινών πολιτικών με όσους θέλουν, με όσους μπορούν.
…………………………………………………………………………………………….
* Μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Ζακύνθου