Ο μαέστρος Β. Χριστόπουλος διέπλασε μια δυναμική πειθαρχημένη ανάγνωση του έργου, ενώ η τεχνικώς άρτια εκτέλεση επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά το υψηλό επίπεδο επιδόσεων του αθηναϊκού συνόλου υπό τη διεύθυνσή του
Του Γιάννη Σβώλου
Ως γνωστόν, όταν καταρρέει ένα οικοσύστημα την πληρώνουν πρώτοι οι μεγάλοι θηρευτές που βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, ακριβώς επειδή οι διατροφικές τους ανάγκες είναι τεράστιες. Κάτι ανάλογο συνέβη στην εγχώρια μουσική ζωή, οδηγώντας μοιραία το Μέγαρο Μουσικής σε μαρασμό και μετατρέποντας εύλογα το θέμα της «διάσωσής» του σε θερμό πεδίο δημόσιων αντιπαραθέσεων, οι οποίες, όμως, ουδέποτε επικεντρώθηκαν τεκμηριωμένα και σφαιρικά επί της πολιτιστικής ουσίας. Αλλ’ αυτός ο μαρασμός είχε και μια υγιεινή συνέπεια: επανήλθαν οι φυσικές ισορροπίες όσον αφορά την επίσημη, δημόσια αντιπροσώπευση μέσω των κρατικών πολιτιστικών θεσμών. Στις 28/2/2014, η ΚΟΑ υπό τον Βασίλη Χριστόπουλο, με συμμετοχή της Χορωδίας της Συμφωνικής της Βαμβέργης, τριών Γερμανών και μιας Ελληνίδας μονωδού, παρουσίασε τη «Συμφωνία αρ. 9» του Μπετόβεν, στο πλαίσιο πανηγυρικής συναυλίας για την ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Eνωσης από την Ελλάδα. Το όλο πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του πολιτιστικού ιδρύματος EUROPAMUSICALE και της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, σε συνεργασία με την ΚΟΑ, και αναμεταδόθηκε από την Ενωση Ευρωπαϊκών Ραδιοφωνιών (EBU). Επιβάλλεται να συμπληρώσουμε ότι, αναφερόμενοι στην κορυφαία μπετοβενική υποθήκη, τόσο ο Γερμανός πρέσβης όσο και ο Ελληνας αρχιμουσικός τόνισαν την κοινοκτημοσύνη του πολιτιστικού αποθέματος ως πολύτιμη, συνεκτική συνισταμένη της Ευρώπης. Λίγες μέρες νωρίτερα, η αδικαιολόγητα εκκρεμούσα ανανέωση της θητείας του άξιου 39χρονου αρχιμουσικού της ΚΟΑ απασχολούσε την επικαιρότητα με ώς τώρα μη αντικρουόμενα σχόλια/αποκαλύψεις (Γκιώνης, «Εφ.Συν.», 23/2/2014: αξίζει να ξαναδιαβαστεί!) που φωτογράφιζαν το εφιαλτικό έλλειμμα αξιοκρατίας και τη στυγνή πίεση του παρασκηνίου και της πολιτικής παραγοντοκρατίας στον πολιτισμό…
Ο Χριστόπουλος διέπλασε μία πρωτίστως δυναμική, «στρατιωτικής» πειθαρχίας ανάγνωση, κρατώντας ίσες αποστάσεις από έντονα στομφώδεις διατυπώσεις, όσο και από έντονα λυρικές. Η εκτέλεση υπήρξε τεχνικώς άρτια, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά το αποκτημένο υψηλό επίπεδο επιδόσεων του αθηναϊκού συνόλου υπό τη διεύθυνσή του. Σφιχτό, νευρώδες, καλά εστιασμένο παίξιμο από τα έγχορδα, που επέτρεψε να αναπτυχθούν υψηλές ταχύτητες δίχως να «θολώσει» ο ήχος, άριστες συνεισφορές από ξύλινα και χάλκινα πνευστά (Adagio), σκόπιμα σκληρός τονισμός των κρουστών (Allegro, Molto vivace), άριστος συντονισμός ορχήστρας χορωδίας. Πολύ καλό, ισορροπημένο από άποψη δυναμικής και ηχοχρωματικής αντιπαράθεσης υπήρξε το κουαρτέτο των μονωδών -συμμετοχή «κλειδί» σε κάθε ερμηνεία της «Ενάτης»-, αποτελούμενο από την υψίφωνο Μυρτώ Παπαθανασίου, τη μεσόφωνο Αν-Κατρίν Ναϊντού, τον τενόρο Μάρκους Σέφερ και τον βαθύφωνο Ράινχαρτ Χάγκεν.