12/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ενα κοντσέρτο για το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε» στο Μέγαρο Μουσικής

Ο πλανήτης ολόκληρος στην κόψη του ξυραφιού

Η σκηνοθέτις Νάνσυ Μπινιαδάκη, που ζει τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο, ξεκινώντας από την προσωπική της υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο μέλλον (και όχι μόνο λόγω της κρίσης στην Ελλάδα) έστησε ένα θέαμα με μουσική, λόγο και εικόνα. Μία ηθοποιός (Αννα Καλαϊτζίδου), μία πιανίστα (Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου) και μία ακροβάτισσα (Μυρτώ.
      Pin It

Η σκηνοθέτις Νάνσυ Μπινιαδάκη, που ζει τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο, ξεκινώντας από την προσωπική της υπαρξιακή αγωνία μπροστά στο μέλλον (και όχι μόνο λόγω της κρίσης στην Ελλάδα) έστησε ένα θέαμα με μουσική, λόγο και εικόνα. Μία ηθοποιός (Αννα Καλαϊτζίδου), μία πιανίστα (Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου) και μία ακροβάτισσα (Μυρτώ Πετροχείλου) κάνουν επικίνδυνες ασκήσεις ισορροπίας στη σκηνή και πάνω από αυτήν

 

ΒΕΡΟΛΙΝΟ Της Κατερίνας Οικονομάκου

 

ΝΑΝΣΥ ΜΠΙΝΙΑΔΑΚΗΠώς είναι ζει κανείς στην κόψη του ξυραφιού; Μπορεί το συναίσθημα να μας είναι ήδη οικείο; Η σκηνοθέτις Νάνσυ Μπινιαδάκη στήνει μια μουσική παράσταση που επιχειρεί να εκφράσει την υπαρξιακή αγωνία ενός κόσμου που αντικρίζει το κενό. Και μαζί με την πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου μάς προσκαλούν να κάνουμε μια μικρή παύση, να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να παρακολουθήσουμε «Ενα κοντσέρτο για το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε» (αύριο και την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής).

 

Αυτή δεν είναι μια παράσταση για την ελληνική κρίση. Και την ίδια στιγμή είναι μια παράσταση για την ελληνική κρίση. Ακούγοντας τον τίτλο της οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι. Αλλά όχι απολύτως εύστοχοι, όπως φαίνεται: «Είναι και η Ελλάδα που κοιτάζει το κενό, αλλά δεν έχουμε την αποκλειστικότητα. Νομίζω ότι είναι ένας πλανήτης ολόκληρος που ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού», λέει η Νάνσυ Μπινιαδάκη. «Κι ο καθένας μας χωριστά, σε προσωπικό επίπεδο».

 

Γιατί σήμερα περισσότερο από άλλες εποχές; «Υπάρχουν συγκεκριμένες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας κατά τις οποίες αυτή η αγωνία γίνεται πιο έντονη. Υπάρχουν στιγμές που μεγάλες αυτοκρατορίες διαλύονται, που νέες κοινωνίες διαδέχονται τις υπάρχουσες», λέει η σκηνοθέτις, που δούλευε αυτή την παράσταση επί μήνες, ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο, όπου ζει τα τελευταία επτά χρόνια.

 

Της ζητώ να με βοηθήσει να φανταστώ όσα θα διαδραματιστούν για δύο μόνο βραδιές στο Μέγαρο Μουσικής. Η Μπινιαδάκη διστάζει. Δεν θέλει να ακυρώσει το στοιχείο της έκπληξης προδίδοντας λεπτομέρειες, ειδικά για κάποιες δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας που θα πραγματοποιηθούν εμπρός στο κοινό από την εναέρια ακροβάτισσα Μυρτώ Πετροχείλου. Δίνοντας μια ιδέα, μόνο, για το κοντσέρτο, λέει ότι η Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου θα ερμηνεύσει μουσικά κομμάτια από την εποχή του μπαρόκ μέχρι σήμερα, αλλά και συνθέσεις δικές της, που θα συνομιλήσουν στη σκηνή με έναν χειμαρρώδη μονόλογο, γραμμένο από την ίδια την Μπινιαδάκη και ερμηνευμένο από την ηθοποιό Αννα Καλαϊτζίδου. «Είναι ένας μονόλογος που αντλεί από κείμενα του Ηράκλειτου, του Μπέκετ, του Ρεμπό, του Ιονέσκο, από ποιήματα του Σεφέρη αλλά και από δημοσιεύματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων», εξηγεί.

 

• Πώς γεννήθηκε η ιδέα γι' αυτό το ασυνήθιστο κοντσέρτο;

 

«Η παράσταση εκφράζει τη δική μου αγωνία, τον δικό μου φόβο. Τον φόβο ότι ο κόσμος μας όπως τον γνωρίζουμε δεν θα είναι για πολύ έτσι όπως τον γνωρίζουμε. Κι αυτό με τρομάζει, με φέρνει αντιμέτωπη με όσα αισθάνομαι ότι πρέπει να αναθεωρήσω. Αυτός ο φόβος για το αύριο, όμως, συνυπάρχει με την ελπίδα. Και καθώς είμαι Ελληνίδα, όλο αυτό συμβαίνει μέσα σε συνθήκες μάλλον ακραίες».

 

• Η παράσταση όμως δεν αναφέρεται στη δική μας, ελληνική κρίση;

 

«Οχι αποκλειστικά. Την αγγίζει, σίγουρα. Ακόμη περισσότερο, την αφορά πολύ άμεσα, από την αρχή έως το τέλος. Γιατί η ελληνική είναι μια κρίση τόσο βαθιά που αγγίζει όλες τις πτυχές του ατομικού και συλλογικού βίου τόσο έντονα και τόσο βαθιά, που φέρνει μια ολόκληρη κοινωνία στην κόψη του ξυραφιού. Είναι μια κρίση υπαρξιακή – γιατί αυτό συμβαίνει όταν ισορροπείς στο χείλος του γκρεμού. Οταν όμως βρίσκεσαι σε αυτή την κατάσταση, όσο προσπαθείς αγωνιωδώς να σταθείς στα πόδια σου, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσεις να κάνεις μια παύση και να σκεφτείς. Αν κάτι θέλω με αυτή την παράσταση είναι να προτείνω μια παύση, για μια στιγμή μόνο, ώστε να δοκιμάσουμε να σκεφτούμε τι μας συμβαίνει και τι μπορεί ο καθένας μας να κάνει – πώς μπορούμε να ξανασκεφτούμε τη ζωή μας και αυτό που είναι ο άνθρωπος. Μπορεί αυτή η σκέψη να ακούγεται πολυτελής. Ομως δεν είναι».

 

• Η συνεργασία με την Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου πώς προέκυψε;

 

«Η ιδέα ήταν να γίνει μια παράσταση που κινούνταν «στην κόψη του ξυραφιού», με μουσικά έργα που απαιτούν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Αυτή ήταν η μουσική αφετηρία. Σε ό,τι αφορά το θεατρικό κομμάτι με ενδιέφερε να συνθέσω και να στήσω δραματουργικά μια κατάσταση που αποδίδει όλη την ένταση και το βάθος της ύπαρξης στην κόψη του ξυραφιού».

 

• Και τα κείμενα που έχεις διαλέξει να συνθέσεις, ποιο είναι το νήμα που τα συνδέει;

 

«Το πρώτο και πιο σημαντικό για μένα χαρακτηριστικό ήταν να εκφράζουν την υπαρξιακή αγωνία, που ήταν το κίνητρο για την παράσταση. Και να το κάνουν με τρόπο που με αγγίζει συναισθηματικά. Ηταν κείμενα συγκινητικά. Κάποια από αυτά μού ήταν οικεία, οπότε απλώς τα αναζήτησα στις τσακισμένες σελίδες των βιβλίων μου, κι άλλα προέκυψαν στην πορεία μέσα από την έρευνα που έκανα. Αλλά από αυτά τα κείμενα έφτιαξα κάτι εντελώς καινούργιο. Σε πολλές περιπτώσεις έχω ξανακάνει μετάφραση ή έχω τόσο πολύ αλλάξει τη σειρά, που λειτουργούν ως ένα νέο κείμενο. Με εξαίρεση τα ποιήματα».

 

• Το γεγονός ότι ζεις εδώ και επτά χρόνια στο Βερολίνο επηρεάζει τον τρόπο που βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα;

 

«Από τη μια μεριά, βλέπω την Ελλάδα και τους δικούς μου ανθρώπους, τα πράγματα που ξέρω κι αγαπάω, με νοσταλγία που κάποτε μπορεί να γίνεται κι αφόρητη. Από την άλλη μεριά, μπορώ να παρακολουθώ τα πράγματα από απόσταση, περισσότερο κριτικά, σχεδόν ψυχρά μερικές φορές. Αυτό δεν είναι πάντα ευχάριστο. Μερικές φορές θυμώνω με τον εαυτό μου που μπορώ να βλέπω την κατάσταση πιο ψυχρά».

 

• Σε έχει αλλάξει με κάποιον τρόπο η γερμανική εμπειρία;

 

«Ναι, με έναν τρόπο που είναι και απελευθερωτικός. Να εξηγήσω τι εννοώ: Η ελληνική κοινωνία είναι αρκετά συντηρητική. Είναι σαν την Ελληνίδα μάνα, γεμάτη απέραντη αγάπη, που ωστόσο μπορεί να σε πνίξει. Η γερμανική κοινωνία, και ειδικά το περιβάλλον του Βερολίνου, σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία να σκεφτείς, να είσαι αυτός που θέλεις να είσαι, να δημιουργήσεις. Σε λυτρώνει από τον φόβο και τους περιορισμούς. Ή τουλάχιστον έτσι επέδρασε σε μένα. Και πέρα από τις ειδικές συνθήκες της ζωής στο Βερολίνο -γιατί πρόκειται για μια αληθινά πολυπολιτισμική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με πραγματική ανοχή για το διαφορετικό- η ζωή σε μια ξένη χώρα είναι έτσι κι αλλιώς πάντα μια περιπέτεια μοναχική αλλά και συναρπαστική. Δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα, γιατί κανείς δεν σε ξέρει, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να παλέψεις και για όλα από την αρχή – για φίλους, για δουλειά, για τρόπους έκφρασης. Σου προσφέρει νέες ιδέες και εικόνες, αλλά και σε υποχρεώνει να αναθεωρήσεις όσα θεωρούσες δεδομένα. Αυτό είναι πολύ σκληρό, όσο κι αν είναι όμορφο. Και σίγουρα με έχει αλλάξει πολύ».

 

*INFO: Βίντεο: Αλέξανδρος Λεωνίδου. Φωτισμοί: Διονύσης Ευθυμιόπουλος. Σκηνικά: Κυριακή Τσίτσα. Κοστούμια: Τριάδα Παπαδάκη. Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Παπαδόπουλος. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 13 και 14/3, αίθουσα Banquet. Εισιτήρια: 28 και 17 ευρώ, φοιτητές-νέοι-άνεργοι-ΑμεΑ 6 ευρώ, πολύτεκνοι και άνω των 65 ετών 11 ευρώ.

 

Scroll to top