Οι αυξημένες κοινοτικές εισροές, το μέρισμα που απέδωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, η περαιτέρω περιστολή των δαπανών του Δημοσίου, αλλά και οι απλήρωτες υποχρεώσεις του κράτους στους ιδιώτες ώθησαν το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στα 2,1 δισ. ευρώ, στο πρώτο δίμηνο του 2014. Το χτίσιμο του πλεονάσματος από πηγές πέραν των φορολογικών εσόδων καθιστά επισφαλή τη διατηρησιμότητά του, γεγονός που έχει επισημανθεί από τους δανειστές, οι οποίοι ζητούν τη διασφάλιση του φετινού στόχου των 2,9 δισ. ευρώ και μετά να μοιραστεί το «κοινωνικό μέρισμα» του 2013.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, τα φορολογικά έσοδα υστέρησαν στο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου κατά 575 εκατ. ευρώ έναντι των στόχων, εξέλιξη που προβληματίζει για τη μελλοντική τους πορεία.
Εν αντιθέσει με τις φορολογικές εισπράξεις, στο πρώτο δίμηνο του έτους, εισέρρευσαν στα ταμεία του Δημοσίου, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, έσοδα υψηλότερα κατά 1 δισ. ευρώ από αυτά που είχαν αρχικά προβλεφθεί. Στο πλεόνασμα, συνέβαλε και η μη καταβολή προϋπολογισθεισών δαπανών συνολικού ύψους 846 εκατ. ευρώ μέσω του τακτικού προϋπολογισμού. Αναλυτικότερα τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών δείχνουν ότι:
• Τα καθαρά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού (συνολικά έσοδα τακτικού προϋπολογισμού μείον επιστροφές φόρων) ανήλθαν σε 7,874 δισ. ευρώ.
• Οι επιστροφές φόρων ανήλθαν σε 497 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 304 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (193 εκατ.).
• Τα έσοδα του ΠΔΕ ανήλθαν σε 1,594 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας κατά 1 δισ. ευρώ τον στόχο του προϋπολογισμού!
• Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθαν στα 8,973 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 590 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου (9,563 δισ. ευρώ).
Εν τω μεταξύ, στα 4,8 δισ. ευρώ ανήλθαν τον Ιανουάριο 2014 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους προς τους ιδιώτες. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη διαμορφώθηκαν σε 4,3 δισ. ευρώ (έναντι 4,1 δισ. ευρώ τον περασμένο Δεκέμβριο) και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων σε 453 εκατ. ευρώ (έναντι 519 εκατ.). Ο μεγαλύτερος όγκος (2,8 δισ. ευρώ) προέρχεται από οφειλές των ασφαλιστικών ταμείων και του ΕΟΠΥΥ.