Ξεκίνησε το 1910. Ανέβηκαν στη σκηνή του μεγάλοι θίασοι και κάθισαν στην πλατεία του ιστορικές προσωπικότητες (όπως ο Πλαστήρας, ο Παύλος και η Φρειδερίκη). Τη δεκαετία του ’30 αρχίζει ο μαρασμός με ένα μικρό διάλειμμα ψευτοζωής το ’60, που έπαιξε και η Βουγιουκλάκη. Τώρα που λειτουργεί και πάλι, μια έκδοση η οποία το τιμά διηγείται και την πολυκύμαντη ιστορία της ίδιας της πόλης
Tου Φώτη Παπούλια
Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 1910. «Η Τρίπολις παρουσίαζεν κάτι το υπέροχον, κάτι το θεσπέσιον και ιδεώδες, το οποίο ήρχετο να εξοβελίση την μακροχρόνιον αδράνειαν, ήτις είχε καταρρίψει την πόλιν εις κοινωνικόν μαρασμόν, και να καταδικάση την στασιμότητα και την πνευματικήν κατάπτωσιν. Η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας συνοδεύει τον δωρητήν…παιανίζοντας το Μαλλιαροπούλειο Μαρς και τον Μαλλιαροπούλειον Υμνον που συνέθεσε ειδικά για την περίσταση ο αρχιμουσικός της Αττίλιο Ρουτζιέρο Καμπανίλε…»
Η γλαφυρή αυτή περιγραφή από το βιβλίο της φιλολόγου και ψυχής της Θεατρικής Ομάδας Τρίπολης, Γεωργίας Δάλκου, «Ο Διόνυσος στην Αρκαδία. Από την Αρκαδία του Μύθου στην Τρίπολη του Μαλλιαροπουλείου Θεάτρου», φωτίζει όχι μόνο τα θεατρικά δρώμενα στην πρωτεύουσα του Μοριά, αλλά επίσης μέσα από τις περιπέτειες του θεάτρου αποτυπώνεται η κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της πόλης και όχι μόνο.
Αν ο Διόνυσος «ήτο ίσος με τον Δία και τον Ποσειδώνα» και οι Αρκάδες «εθίζονται από τη νηπιακή τους ηλικία να τραγουδούν ρυθμικά τους ύμνους», τότε ο «δακρυσμένος Μαλλιαρόπουλος, που μετά τον αγιασμό θα δηλώσει ότι δωρίζει το θέατρο στο κοινό της πόλης» και ο φιλόλογος Δ. Γουδής που ευχήθηκε να ζήσει το θέατρο «και του σιδήρου αιωνιότερον» μάλλον ιδεαλιστές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αφού το μέλλον ήταν μάλλον περιπετειώδες για το θέατρο.
Εγκαίνια λοιπόν με θίασο Βονασέρα – Νίκα και εναρκτήριο έργο «Η δεσποινίς Σοκολάτα» και η πρώτη επίθεση από τον Σπ. Μελά καθώς δεν είχε προτιμηθεί δικό του ελληνικό έργο. Ακολούθησε το «Βασιλικό Θέατρο», οι παραστάσεις του οποίου «δεν ικανοποίησαν τους απαιτητικούς θεατές», που είχαν καταβάλει «δραχμάς 1,70 για πλατεία και εξώστη Α σειρά, 0,60 για εξώστη πλάγιαι σειραί και δια τους κ.κ. Αξιωματικούς εν στολή 1,10».
Μετά είχαν σειρά ο Φιλολογικός Καλλιτεχνικός Θίασος του «γνωστού και ανεγνωρισμένου δραματικού Θ. Οικονόμου», ο θίασος Νίτσας Μουστάκα και το 1915 ο θίασος Δ. Βενιέρη και Κ. Κύρου παρουσιάζει «Λυσιστράτη» και «Θεσμοφοριάζουσαι», παραστάσεις με απαγορευμένη την είσοδο «εις τας κυρίας». Είναι η εποχή που η μετανάστευση «χτυπάει» την Αρκαδία, οι «τσούπρες» ψάχνουν τον γαμπρό από την Αμερική, η σύγκρουση του Βενιζέλου με το Παλάτι χωρίζει την Ελλάδα στα δύο, οι παραστάσεις διακόπτονται «για να μην αποκλειστούν οι θίασοι εις την Τρίπολιν» και «Ο κύριος με τα κομμένα…» απαγορεύτηκε «εις τας κυρίας και τας δεσποινίδας».
Το σανίδι του Μαλλιαροπούλειου πάτησαν ακόμα ο Μ. Μυράτ, ο Αιμ. Βεάκης, ενώ η Τρίπολη συμμετέχει στο ανάθεμα κατά του Βενιζέλου και η «Ελληνική Οπερέττα Παπαϊωάννου» γνωρίζει την αποθέωση. Και στις 20 Μαΐου 1918 έρχεται και η μία και μοναδική εμφάνιση «του επί σειράν ετών συνεργασθέντος μετά της ΣΑΡΡΑΣ ΜΠΕΡΝΑΡ, Α. ΜΑΔΡΑ μετά της ΚΥΡΙΑΣ του». Ανάμεσα στους θεατές του θιάσου Ν. Πλέσσα, στην παράσταση «Η καταδίκη του Κολοκοτρώνη εις θάνατον», στην υπ’ αριθμόν 8 θέση, ήταν «ο Μαύρος Καβαλλάρης, ο Ν. Πλαστήρας».
Τη δεκαετία 1920-1930 η εικόνα του Μαλλιαροπούλειου «θαμπώνει». Τον Νοέμβριο του 1937 «το θέατρον μισθούται και παραδίδεται εις τον Κινηματογράφον και άρχεται η οριστική αυτού κατάπτωσις και καταστροφή, σημειούνται δε και τα έσχατα της παλαιάς αυτού ευκλείας έτη». Ακολουθούν η «μαύρη πολιτικά δεκαετία του ‘30», η ψήφος των γυναικών, το ραδιόφωνο που ανατρέπει τα πάντα, οι Γερμανοί στην Τρίπολη, τα δεινά της Κατοχής, ο κατοχικός νομάρχης Ι. Βουγιουκλάκης που διέταξε «παραδώσατε αμέσως εις τας αρχάς παν όπλον…», η πείνα, οι αρρώστιες, η Αντίσταση και ο συνταγματάρχης ταγματασφαλίτης Δ. Παπαδόγγονας, που ευχόταν στον Χίτλερ «επί τη διασώσει του». Την 1η Οκτωβρίου 1944 60.000 λαού παρακολουθούν τον Αρη Βελουχιώτη και τον Π. Κανελλόπουλο να μιλούν από το ξενοδοχείο «Μαίναλον», χωρίς να φαντάζονται την τραγωδία του Εμφυλίου, έρχονται οι εκλογές του 1946 και το Μαλλιαροπούλειο τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου φιλοξενεί την ανοικτή συγκέντρωση της Νέας Γενιάς «για το θεμέλιωμα λεύτερης και δημιουργικής ζωής».
Στις 28-3-1949 «ο Βασιλεύς Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη παρακολούθησαν εις το Μαλλιαροπούλειον επανάληψιν από σκηνής διαφόρων ζωντανών εικόνων εθνικής υποθέσεως». Η δεκαετία του 1950 και μέχρι το 1965 αποτυπώνεται στη φράση «Την Τρίπολιν μαστίζει η αιωνία μεμψιμοιρία και μακαριότης», το Μαλλιαροπούλειο αργοπεθαίνει, αν και εμφανίζονται οι Μ. Φωτόπουλος, Τ. Καρούσος – Δάφνη Σκούρα και Μ. Κατράκης. Το 1962 εμφανίστηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη και «το Μαλλιαροπούλειο γνωρίζει δόξες ξεχασμένες» (δεν είναι γνωστό το έργο που παρουσίασε), αλλά ανάβει φωτιές όταν επίμονα ζητάει να ανευρεθούν «τα οστά του πατέρα της που είχαν εκτελέσει οι αντάρτες».
Η δικτατορία έβαλε τέλος στο Μαλλιαροπούλειο. Επί μια 30ετία και μετά ακολούθησε η γνωστή ιστορία, το θέατρο ήταν ένα σύγχρονο «γεφύρι της Αρτας».
Η Γεωργία Δάλκου, η «Γιωργία» για όσους είχαμε την τύχη να μας «παιδέψει» στη νιότη μας, εκεί στο Α’ Γυμνάσιο, το «Μυστριώτειον», παραδίδει ένα έργο ζωής που υπερβαίνει τη διονυσιακή μυσταγωγία. Ουσιαστικά, αποτυπώνει την ιστορία με τους ήχους του Πάνα…