Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Πέντε γυναίκες, ένας άντρας, μια διατηρητέα έπαυλη σε ένα κτήμα στο Μαρούσι, ένας περίκλειστος κόσμος αναμέτρησης γεύσεων, μυρωδιών και χρωμάτων, αισθήσεων και συναισθημάτων, απωθημένων και εμμονών, και ένα πρώτο μυθιστόρημα που εξωτερικά μοιάζει να πηγαίνει ανάποδα στο πνεύμα της εποχής. Είναι το Καιροί τέσσερεις (εκδ. Πόλις), το οποίο εστιάζει όχι σε συλλογικά αλλά σε ατομικά ζητήματα, αγκιστρώνοντας τον αναγνώστη με τη χυμώδη λογοτεχνική του γλώσσα. Συγγραφέας, μια γυναίκα που κάνει ένα επάγγελμα κρίσιμο στις μέρες μας, καθώς διερευνά τις τάσεις, τις αντιστάσεις, τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις των κοινωνικών ομάδων, παρ' όλα αυτά, όμως, από το μυθιστόρημά της απουσιάζει η κοινωνία. Είναι η Χριστίνα Καράμπελα, επιτυχημένη δημιουργός το 1998 της εταιρείας ερευνών αγοράς QED (quod erat demonstrandum), και από προχθές πρόεδρος του Συλλόγου Εταιρειών Δημοσκόπησης και Ερευνας Αγοράς.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με μια δεσποτική γυναίκα που υποφέρει από ζάχαρο, αλλά βρίσκει το νόημα της ζωής στο να παρασκευάζει γλυκά του κουταλιού. Ζει σε έναν «πύργο» μόνη με την αφοσιωμένη οικονόμο της (την οποία αποκαλεί «δούλα»), συνομιλεί με τα φαντάσματα των γυναικών από το μικρασιάτικο σόι της, και είναι χολωμένη -όπως κι εκείνες- με τους άντρες και με την εξαφανισμένη εδώ και πέντε χρόνια κόρη της, η οποία την εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγράφος στο Παρίσι. Στα πρόθυρα του τέλους θα γραπωθεί από μια άπληστη μεσίτρια, στην οποία θα νοικιάσει το σπιτάκι του κηπουρού και θα αφήσει την επικαρπία της περιουσίας της. Ο συμβολαιογράφος που θα προσπαθήσει να βοηθήσει την κόρη και που θα την κατακτήσει, θα παραμεριστεί και… οι εξελίξεις θα έχουν σασπένς.
Απαγορευμένη ζάχαρη σε έναν κόσμο γεύσεων και αρωμάτων. Δυσλειτουργική αγάπη σε μια σειρά από γενιές που είχαν πάντα όλα τα (άλλα) καλά. Εποχές που αλλάζουν χωρίς να αλλάζει ο κόσμος. Μάνες που διεκδικούν τις κόρες, κόρες που διεκδικούν την απελευθέρωσή τους, άντρες που καταπίνουν και αποστεγνώνουν τις γυναίκες. Θάνατος και ζωή, προσφορά και αρπαγή. Αυτός είναι ο κόσμος της Καράμπελα που στρέφει το μικροσκόπιό της στον βασικό πυρήνα της κοινωνίας: στη σχέση μητέρων και θυγατέρων, την οποία εξερευνά ξαναγράφοντας τον μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Οι Καιροί τέσσερεις είναι ένα απο-ιδεολογικοποιημένο μυθιστόρημα με μια επιβλητική γλώσσα που παραπέμπει σε νοοτροπίες παραδοσιακές ή σημερινές. Ακόμα κι αν έχει κανείς ενστάσεις για τη θέση του, παρουσιάζει ενδιαφέρον ο διάλογός του με την εποχή. Διότι η συγγραφέας ενώ ξέρει, δεν κάνει καμία αναφορά ούτε στην κρίση ούτε στις κοινωνικές συνέπειές της, αλλά προτείνει στον αναγνώστη να εστιάσει στην απώτατη αρχή τους, όχι την πολιτική αλλά την υπαρξιακή. Σαν να λέει ότι σε ένα σήμερα ρευστό όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να διαμορφώσουν το μέλλον τους, χρειάζεται πρώτα να γίνουν αυτάρκεις. Να λύσουν τα υπαρξιακά τους ζητήματα, να βρουν τρόπους συμφιλίωσης με το παρελθόν και να κατακτήσουν την αυτονομία τους.
…………………………………………………………………………………………………………….
Διαίσθηση και ενσυναίσθηση
Ως συγγραφέας, η Χριστίνα Καράμπελα δεν είναι τόσο ορθολογική (ευτυχώς) όσο είναι ως ερευνήτρια, δίνει μάλιστα σημασία στο ειδικό βάρος που έχει η διαίσθηση, για την αξιολόγηση των χαρακτήρων. Ετσι μπορούν να ερμηνευτούν τα σημειώματα της προγιαγιάς Ερατώς που εμφανίζονται με τρόπο μαγικό στους πρωταγωνιστές, για να τους προειδοποιήσουν. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, στο μυθιστόρημά της προτείνει τη διαίσθηση ως ασπίδα προστασίας στις προσωπικές σχέσεις. Αντίθετα, στις επαγγελματικές της έρευνες ούτε επιστρατεύει το διαισθητικό κριτήριο ούτε το ακούει, διότι εκεί το ζητούμενο είναι, όπως μου εξήγησε, η ενσυναίσθηση (empathy). Κι αυτό επειδή ο ρόλος του δημοσκόπου ή του ερευνητή αγοράς είναι ρόλος διαμεσολαβητή μεταξύ του κοινωνικού γίγνεσθαι και του «χρήστη» (διαφημιστή, επιχειρηματία, πολιτικού αναλυτή, κόμματος κ.λπ.) που θα βασιστεί στα αποτελέσματα της έρευνας για να πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις. Είτε λοιπόν δουλεύει με ερωτηματολόγια είτε με διά ζώσης επαφές, ο ερευνητής είναι ένα κλειδί για την οργάνωση και αξιολόγηση των πληροφοριών. «Σ’ αυτήν την περίπτωση η ενσυναίσθηση είναι ένα από τα βασικά εργαλεία του, και όποιος το ξέρει είναι πολύ καλύτερος ερευνητής».
Προσοχή όμως. Η πρόβλεψη των εκλογικών αποτελεσμάτων υπερβαίνει τα όρια της έρευνας ή, μάλλον, «τα κακοποιεί», διευκρινίζει η Καράμπελα. «Δεν πιστεύω στα μοντέλα πρόβλεψης, πιστεύω όμως στα exit polls. Είναι πολύ χρήσιμα τόσο στα κόμματα όσο και στις κοινωνιολογικές έρευνες. Διότι αποτυπώνουν μια συγκεκριμένη στιγμή και μπορούν να οδηγήσουν σε συμπεράσματα για τους συσχετισμούς και τις δομές που κρύβονται πίσω από ένα εκλογικό αποτέλεσμα».
…………………………………………………………………………………………………..
Αναζήτηση της αλήθειας
Η Χριστίνα Καράμπελα έκανε μια καινούργια αρχή, όπως η πρωταγωνίστριά της, η Πέρσα. Η βασική της δουλειά 26 χρόνια τώρα ήταν το να κατασκευάζει ερωτηματολόγια για ποσοτικές έρευνες, καθώς και οδηγούς συζήτησης για ποιοτικές έρευνες (ομαδικές συζητήσεις και ατομικές συνεντεύξεις βάθους). Στόχος, η δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων επικοινωνίας –πρόκειται για τα λεγόμενα «πρωτόκολλα επικοινωνίας»– που να μπορούν «να εκμαιεύσουν πληροφορίες συγκεκριμένου σκοπού, από τους πολίτες, τους καταναλωτές, τους χρήστες ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας». Ομως πριν από μια πενταετία, αποφάσισε να δοκιμαστεί σε μια πράξη επικοινωνίας διαφορετικού τύπου: τη συγγραφή. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ με τον Μισέλ Φάις, έγραψε διηγήματα που βραβεύτηκαν, ένιωσε ότι η λογοτεχνία λειτουργεί θεραπευτικά, και… έστειλε ταχυδρομικά το πόνημά της στις εκδόσεις Πόλις.
Το πρώτο της μυθιστόρημα είναι κτισμένο με υλικά άπιαστα, καταχωνιασμένα ή ανομολόγητα, που συνήθως μένουν έξω από την επικράτεια των μετρήσεων. Αραγε τέμνονται πουθενά οι ιδιότητες της συγγραφέως και της ερευνήτριας; Η Καράμπελα απαντά, «ναι!». Διότι «για να λειτουργήσουν ως πράξεις επικοινωνίας, τόσο η έρευνα όσο και η συγγραφή προϋποθέτουν την αναζήτηση της “υποκειμενικής αλήθειας”. Στα πρωτόκολλα επικοινωνίας το ζητούμενο είναι “να συντελεστεί” η επικοινωνία και να αποφευχθεί η “προσποίηση επικοινωνίας”. Η καρδιά της έρευνας και των μεθόδων της, με άλλα λόγια, είναι η αναζήτηση της “αληθινής” επικοινωνίας. Αντίστοιχα, στη λογοτεχνία, το ζητούμενο είναι ο συγγραφέας να καταφέρει να μεταδώσει στον αναγνώστη –να “επικοινωνήσει”– την προσωπική του αλήθεια».