Ο γνωστός σκιτσογράφος και δημιουργός κόμικς βρέθηκε ξαφνικά να υποδύεται στην ταινία έναν «σιχαμερό» τύπο. Και έκανε τα πάντα για να τον δούμε και να… τον μισήσουμε. Πιστεύει ότι το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη είναι πολιτικό, αφού ήδη από το «Σπιρτόκουτο» διέβλεψε τη σήψη γύρω μας
Της Βασιλικής Τζεβελέκου
Ο Πέτρος Ζερβός, δημιουργός κόμικς και σκιτσογράφος, κερδίζει το στοίχημα της υποκριτικής. Στην ταινία «Το Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη μάς κάνει να ξεχάσουμε οτιδήποτε εξαιρετικό γνωρίζουμε για τον ίδιο. Αποδίδει με αυθεντικότητα τον ρόλο του Μάκη, ενός ήρεμου μικροαστού. Οι υπολογισμοί του για τη ζωή γίνονται πάντα με βάση το προσωπικό του συμφέρον και διαμορφώνουν τελικά ένα άτομο χωρίς κανέναν φραγμό και ηθική. Ακόμα και ο φίλος του, ο Στράτος (Βαγγέλης Μουρίκης), ένας ψυχρός εκτελεστής συμβολαίων θανάτου, έχει τελικά μεγαλύτερη ψυχική αξιοπρέπεια.
Υπόκοσμος, τοκογλύφοι, πληρωμένοι δολοφόνοι, μικροαστικό λούμπεν, πουτανιά και φυλακές, «μια πινακοθήκη τεράτων» είναι ο κόσμος του Γιάννη Οικονομίδη στην τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, που έφτασε έως το διαγωνιστικό του Φεστιβάλ του Βερολίνου. Στις 27 Μαρτίου βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες –τη Δευτέρα κάνει επίσημη πρεμιέρα– και με την ευκαιρία ο Πέτρος Ζερβός, συνεργάτης και της «Εφ.Συν.», μας μιλάει για την περιπέτεια των γυρισμάτων, τη χαρά της δημιουργίας και τη γιορτή της Μπερλινάλε. Για τον Γιάννη Οικονομίδη, που είναι «γλυκιά ψυχή», αλλά και για την κοινωνία σήμερα. «Η χρεοκοπία είναι πρώτιστα ηθική», μας λέει. «Μοναδική ελπίδα, η συμμετοχή του κόσμου σε ό,τι συμβαίνει».
• Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Γιάννη Οικονομίδη; Εκείνος ήταν «φαν» σας ή εσείς δικός του;
«Αρχικά εκείνος και μετά έγινα εγώ δικός του (γέλια). Γνωριστήκαμε πριν από οκτώ χρόνια στην έκθεση «Καρέ – Καρέ» που είχε οργανώσει η «Γαλέρα». Γίνονταν προβολές ταινιών, ανάμεσά τους το “Σπιρτόκουτο” του Γ. Οικονομίδη. Ηρθε και με βρήκε. Μου είπε ότι του αρέσει η δουλειά μου και μου πρότεινε να μεταφέρω το «Σπιρτόκουτο» σε κόμικς. Είδα την ταινία. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως περίεργη, αλλά στη συνέχεια τη λάτρεψα. Η ιδέα δεν υλοποιήθηκε ακόμα, αλλά δημιουργήθηκε μια δυνατή φιλία μεταξύ μας».
• Υπάρχει προοπτική να προχωρήσει το κόμικς;
«Ναι, έχω ξεκινήσει, αλλά έχει πολλή δουλειά και απλήρωτη. Κι επειδή σήμερα δεν υπάρχει αγορά κόμικς, είναι κάπως δύσκολο πρακτικά. Τολμηρό εγχείρημα, αλλά όσο περνάει ο καιρός ωριμάζει μέσα μου. Ξέρω πως θα το κάνω. Τώρα που ήρθα σε απευθείας επαφή και με τη δουλειά του Οικονομίδη, σκέφτομαι να το προχωρήσω άμεσα».
• Η πρόταση να παίξετε στην ταινία πώς έγινε;
«Ο Οικονομίδης χρησιμοποιεί και φίλους του, ερασιτέχνες ηθοποιούς. Οταν γύριζε τον “Μαχαιροβγάλτη” μου είπε να συμμετάσχω. Προσωπικά είχα απέχθεια στον φακό και στην έκθεση, αλλά τελικά δέχτηκα κι έκανα ένα πέρασμα στην αρχή της ταινίας. Εκεί πήρα το βάπτισμα του πυρός. Εντυπωσιάστηκα από την ατμόσφαιρα του γυρίσματος, μου άφησε ωραία αίσθηση, παρά την κούραση. Οταν ετοίμαζε “Το Μικρό Ψάρι”, από τη συγγραφή του σεναρίου κιόλας, μου πρότεινε να παίξω. Είπα, αν είναι κάτι μικρό, ωραία, ας το κάνουμε πάλι. Οταν όμως μου έδωσε το σενάριο και είδα τα κατεβατά που είχε γράψει, αισθάνθηκα περίεργα. Τελικά, είπα “ας δοκιμάσω”. Το πήρα σαν στοίχημα με τον εαυτό μου».
• Τελικά το κερδίζετε και με το παραπάνω. Τι σας βοήθησε;
«Ο Γιάννης δουλεύει με πολλές πρόβες πριν από τα γυρίσματα. Στο “Μικρό Ψάρι” κάναμε πάνω από 6 μήνες. Εκεί διαμορφώνονται οι διάλογοι, το σενάριο, παίρνουν τελική μορφή οι χαρακτήρες. Μέσα από μια διαδικασία ψαξίματος πολύ βασανιστική, και με τους άλλους ηθοποιούς, βρήκαμε τον χαρακτήρα του Μάκη που υποδύομαι».
• Πώς θα συστήνατε τον χαρακτήρα που παίζετε;
«Είναι ο φίλος του Στράτου, του βασικού ήρωα. Ζει με την αδελφή του, τον κατάκοιτο πατέρα τους και τη μικρή του ανιψιά, κόρη της αδελφής του. Απέναντι μένει ο Στράτος. Υπάρχει μια φιλία μεταξύ τους με διακυμάνσεις».
• Αυτό σε πρώτο επίπεδο, γιατί αποδεικνύεται αδίστακτος, ακόμα και προς την ανιψιά του.
«Είναι άνεργος και ζουν με τη σύνταξη του πατέρα τους. Αρα δύσκολα. Είναι κυνικός και ύπουλος, ο άνθρωπος της λογικής “να επιβιώσουμε με κάθε τρόπο”. Και με βάση αυτό το κριτήριο ζει και πορεύεται».
• Ο Στράτος, αν και ψυχρός εκτελεστής, κάποιον κώδικα ηθικής έχει, σε αντίθεση με τον Μάκη.
«Ναι. Δουλεύει για να ξεπληρώσει ένα “χρέος” από το παρελθόν και στο τέλος βλέπουμε ακόμα περισσότερο τη συγκρότηση του Στράτου. Ο Μάκης, ένας αξιοπρεπής μικροαστός, μοιάζει έτοιμος να σπάσει οποιοδήποτε τσόφλι ηθικής. Τα υπολογίζει όλα με βάση τη λογική του προσωπικού του συμφέροντος».
• Τέτοιοι χαρακτήρες υπάρχουν στην κοινωνία; Και πώς την επηρεάζουν;
«Το κακό γίνεται από πολλές πλευρές. Σήμερα δρέπουμε τους καρπούς της εσωτερικής παρακμής και διάβρωσης των προηγούμενων ετών. Υπάρχουν πολλοί Μάκηδες, που στο όνομα του μικροσυμφέροντος και της επιβίωσης κάνουν τα πάντα. Τα 20–25 χρόνια αδιάκοπης τηλεόρασης και ανοχής, μαζί με τα φαινόμενα παρακμής και διαφθοράς, δούλεψαν υπόγεια. Δεν φέρανε την οικονομική κρίση, που είναι το εμφανές, αλλά την κοινωνική παρακμή. Είναι πρώτιστα ηθική χρεοκοπία αυτό που ζούμε και μετά οικονομική. Ο Οικονομίδης έχει συλλάβει αυτές τις κοινωνικές μεταβολές ήδη από το “Σπιρτόκουτο”, έχει περιγράψει τέτοιους χαρακτήρες. Από αυτή την άποψη είναι πολιτικός σκηνοθέτης, παρότι οι ταινίες του δεν πραγματεύονται πολιτικά γεγονότα. Γιατί διέβλεψε και εικονογράφησε αυτή τη σήψη που υπάρχει».
• Οταν δουλεύατε τον ρόλο του Μάκη, υπήρξε κάποιο σημείο που θα θέλατε να έχει κάνει μια άλλη επιλογή; Είχατε κάποια εσωτερική σύγκρουση;
«Δεν ξέρω αν σας απογοητεύω, αλλά όχι, καμία. Δεν είχα κανένα πρόβλημα με τον Μάκη. Το στοίχημα ήταν να βγει όσο πιο σιχαμερός γινόταν. Να τον δεις και να τον μισήσεις. Ετσι έπρεπε να λειτουργήσω. Εικονογραφείς μια φρίκη κι αυτό σε ενδιαφέρει να αποτυπωθεί».
• Τελικά αυτός ο ρόλος υπήρξε προσωπική πρόκληση;
«Ναι, κι ευχαριστώ τον Γιάννη για την ευκαιρία που μου έδωσε. Με εμπιστεύτηκε, όπως και οι παραγωγοί της ταινίας. Από εκεί και πέρα, με βοήθησαν με μεγάλη αλληλεγγύη οι ηθοποιοί που παίζαμε μαζί, ο Βαγγέλης Μουρίκης, η Βίκυ Παπαδοπούλου και ο Γιώργος Μπινιάρης. Ολοι με αντιμετώπισαν σαν ηθοποιό. Και ο Γιάννης είχε τις ίδιες απαιτήσεις από εμένα, όπως κι από τους άλλους».
• Είναι σκληρός, αυστηρός στο γύρισμα;
«Ναι, αλλά όχι με φωνές. Είναι άτεγκτος στο πώς και τι πρέπει να γίνει. Εχει κάτι στο μυαλό του και πρέπει να υλοποιηθεί οπωσδήποτε. Κι έτσι είναι. Γιατί μπορεί ο κινηματογράφος να είναι συλλογική δουλειά, ο καθένας έχει κάποιο ρόλο και κανείς δεν περισσεύει, αλλά όλοι έχουν κοινό στόχο να υλοποιηθεί το όραμα του σκηνοθέτη. Ο Γιάννης είναι γλυκιά ψυχή κι έχει με όλους σχέση φιλίας, εκτίμησης και μετά συνεργασίας. Δημιουργεί γύρω του μια μεγάλη οικογένεια κι αυτός παρακολουθεί να γίνονται όλα άψογα».
• Σκιτσάρατε στα γυρίσματα;
«Οχι, όταν ζωγραφίζω θέλω να νιώθω προστατευμένος από τα βλέμματα. Αλλά και τα γυρίσματα δεν είναι νεκρός χρόνος. Υπάρχει ένταση, αναμονή, συγκέντρωση για τον ρόλο. Οπότε δεν υπάρχει δυνατότητα για άλλα».
• Η εμπειρία στο Φεστιβάλ του Βερολίνου πώς ήταν;
«Σαν να συνεχιζόταν η χαρά των προβών, των γυρισμάτων (γέλια). Το απόλαυσα. Ηταν μια εξαιρετική γιορτή».
• Η ταινία άρεσε;
«Πολύ. Ηταν γεμάτες οι αίθουσες σε όλες τις προβολές και πήρε καλές κριτικές. Είδα την τελική μορφή της στην επίσημη πρεμιέρα. Ξεχάστηκα, ένιωσα σαν θεατής που βλέπει μια ταινία και εντυπωσιάζεται. Είναι εξαιρετική. Κι αυτό που συζητήθηκε πολύ στο Φεστιβάλ Βερολίνου ήταν η ερμηνεία του Βαγγέλη Μουρίκη».
• Τελικά είναι μια αισιόδοξη ταινία; Πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
«Βλέποντάς την έχεις αισθήματα θυμού σχεδόν με όλους τους ήρωες, γιατί είναι μια “πινακοθήκη τεράτων”. Το μόνο αθώο στοιχείο είναι το παιδί. Αυτό είναι και το κλειδί της ιστορίας. Οταν ο Οικονομίδης δείχνει όλα αυτά τα τέρατα, στην ουσία τα ξορκίζει, δεν τα εκθειάζει. Στην πραγματικότητα σε βάζει στη διαδικασία της αυτογνωσίας για το πού πάμε. Ναι, είναι αισιόδοξη».
• Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο;
«Η κούραση των γυρισμάτων, γιατί είναι επίπονη διαδικασία και με πρακτικές δυσκολίες».
• Τι εύχεστε να μας συμβεί ως κοινωνία το επόμενο διάστημα;
«Να ξυπνήσει ο κόσμος και να ξεφύγει από το στάδιο της αφασίας όπου βρίσκεται. Είτε από ανιδιοτέλεια είτε από κούραση ή απαισιοδοξία, είναι απών από όλα αυτά που συμβαίνουν. Αν καταλάβει τη δύναμή του και αρχίσει να δηλώνει παρών, θα γίνει ένα μεγάλο βήμα και τότε θα έχουμε ελπίδα. Και οι νέοι είναι η πραγματική ελπίδα, που δυστυχώς φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά. Υπάρχουν, βέβαια, δυνάμεις αντίστασης, κόσμος που σκέφτεται, αλλά όχι όσος θα έπρεπε για να επηρεάσει τις εξελίξεις. Ισως βγει στο προσκήνιο αν νιώσει τη δύναμή του και πόσα πράγματα απειλούνται, όχι μόνο τα στοιχειώδη της ζωής του, αλλά και ο πολιτισμός ο ίδιος».
• Στην ταινία τι εύχεστε;
«Να πάνε οι θεατές να τη δουν, να βρουν κάτι που τους ενδιαφέρει και να ενισχύσουν τον ελληνικό κινηματογράφο, που πάει καλά έτσι κι αλλιώς».
• Τι θα πείτε στον Οικονομίδη αν σας προτείνει συνεργασία και για την επόμενη ταινία;
«Πού ξέρετε ότι δεν μου το έχει προτείνει; (γέλια). Οταν ξεπεράσεις την αρχική σου αναστολή, και εγώ είχα μεγάλη, γίνεται πιο εύκολο. Εύχομαι να είμαστε όλοι καλά και να γίνονται ταινίες».