Η ερμηνεία του μας άνοιξε την όρεξη για λιγότερο περπατημένες γωνιές του συμφωνικού ρεπερτορίου του 20ού αιώνα
Του Γιάννη Σβώλου
Την άριστη φόρμα της, μείζονα κατάκτηση επί θητείας του Βασίλη Χριστόπουλου, επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά η ΚΟΑ στην πρόσφατη συναυλία, δεύτερη του κύκλου «Νέοι Δημιουργοί και Αναδημιουργοί», που έδωσε υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη στο Μέγαρο Μουσικής (14/3/2014).
Η βραδιά ξεκίνησε με τη σύνθεση «Autopsy-Syntax-Mechanism», φετινή παραγγελία του αθηναϊκού συνόλου στον 27χρονο Αντώνη Ρουβέλα. Ηταν ένα μέσης διάρκειας κομμάτι προσωπικού πειραματισμού, τυπικό μεν ως προς τη μεταμοντέρνα, εμμονική επικέντρωσή του στους μηχανισμούς της σύνθεσης, ωστόσο ενδιαφέρον ως προς τις ευρηματικές μείξεις ηχοχρωμάτων, επίτευγμα διόλου αμελητέο σε ένα πεδίο όπου όλα μοιάζει να έχουν λεχθεί!
Αφού αποχώρησαν πολλοί μουσικοί, ταιριαστά περιορισμένο κλιμάκιο της ορχήστρας συνόδευσε τον Ζαχαρία Φώτη στο «Κοντσέρτο για κλαρινέτο» του Μότσαρτ. Στηριζόμενος από την ανάλαφρη, νευρώδη διεύθυνση του Μιχαηλίδη, ο 21χρονος Αθηναίος κλαρινετίστας έπαιξε δυναμικά και με νεανική εξωστρέφεια, δίνοντας μια ευχάριστα φωτεινή εκδοχή του μελαγχολικού κοντσέρτου. Διέθετε μυώδη (αλλ’ ουδέποτε σκληρό), αβίαστα προβαλλόμενο ήχο, καθαρή άρθρωση, ωραία αίσθηση της φραστικής και αντίληψη των εκφραστικών στόχων της γραφής˙ όσα του λείπουν ακόμη σε ευαισθησία και βάθος έκφρασης θα κατακτηθούν φυσικά με τον χρόνο και την πείρα. Περιμένουμε να τον ξανακούσουμε!
Το δεύτερο μισό της βραδιάς αφιερώθηκε στη «Συμφωνία αρ. 3». Γραμμένη από τον 63χρονο Ραχμάνινοφ στις ΗΠΑ, προς το τέλος του Μεσοπολέμου, συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβίωσης του Ρομαντισμού βαθιά στον 20ό αιώνα, χαρακτηριστικό που εμείς σήμερα μπορούμε να δεχτούμε –και να απολαύσουμε– πολύ πιο απροβλημάτιστα απ’ ό,τι το κοινό της πρώτης εκτέλεσης… Αριστα προετοιμασμένος, ο Μύρων Μιχαηλίδης διέπλασε με ήρεμη δύναμη μια θαυμάσια ανάγνωση, κατορθώνοντας να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο σε ένα έργο με βάρος και κατάτμηση σε μικροεπεισόδια που συχνά θυμίζουν κινηματογραφικό soundtrack. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό αξιοποίησε ως φορέα οργάνωσης της συμφωνικής δράσης, ισορροπώντας αριστοτεχνικά –εδώ τα πράγματα φεύγουν εύκολα εκτός ελέγχου!– τη βέλτιστη προβολή επεξεργασμένων λεπτομερειών με συνολική εποπτεία της συνολικής μορφής και ασφαλή συνοχή του μουσικού ειρμού.
Επιπλέον, διαχειρίστηκε και υπολόγισε σοφά τις δυναμικές φορτίσεις, δίχως ξόδεμα σε περιττούς εντυπωσιασμούς, άντλησε γενναιόδωρα φορτισμένο μελωδικό –τραγουδιστό!– παίξιμο από τα έγχορδα και εκμεταλλεύτηκε στο μέγιστο τις καλές συνεισφορές των πνευστών. Μια ερμηνεία που άνοιξε την όρεξη για λιγότερο περπατημένες γωνιές του συμφωνικού ρεπερτορίου του 20ού αιώνα: Συμφωνίες Σιμπέλιους (πέραν της 2ης και 1ης), Μαρτινού, Προκόφιεφ (πέραν της 1ης και 5ης)…