Tsitseli-Kei

20/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Lapsus, θεατρική παράσταση βασισμένη σε κείμενα της Καίης Τσιτσέλη

Η πάλη με τον χρόνο και τις λέξεις

Δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο της συγγραφέα, Καίη Τσιτσέλη, ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας, η ηθοποιός Αμαλία Μουτούση και η μουσικός Σήμη Τσιλαλή, προσφέρουν στην ελληνική δραματουργία ένα σπουδαίο σύγχρονο κείμενο .
      Pin It

ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣΔεκατρία χρόνια μετά τον θάνατο της συγγραφέα, ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας, η ηθοποιός Αμαλία Μουτούση και η μουσικός Σήμη Τσιλαλή, στο ημιυπόγειο μιας πολυκατοικίας, προσφέρουν στην ελληνική δραματουργία ένα σπουδαίο σύγχρονο κείμενο και στο θέατρό μας ένα σπουδαίο πνευματικό γεγονός

 

Του Λάκη Παπαστάθη
Tην Καίη Τσιτσέλη (1926-2001) την έβλεπα για χρόνια από μακριά, καθώς ξεχώριζε με το ύψος της, τα κοντά μαλλιά και τον χοντρό μεγάλο σκελετό των γυαλιών της. Τη συναντούσα πού και πού στον εκδοτικό οίκο Κέδρος, ο οποίος είχε εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων της «Το Χαμένο Πάτωμα», στο μπαρ-εστιατόριο Μπαλτάζαρ δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, που είχε ανοίξει με τον άντρα της Νίκο Παλαιολόγο, και σε πολλές φιλολογικές εκδηλώσεις από την εποχή ακόμη της χούντας.

 

ΑΜΑΛΙΑ ΜΟΥΤΟΥΣΗ

Από κοντά τη γνώρισα μέσω του Παύλου Ζάννα, που ήταν τότε πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου και είχε αναθέσει στην Καίη να μεταφράσει στα αγγλικά τους διαλόγους από την ταινία μου «Θεόφιλος». Ακρα λεπτότης, ευγένεια, ακρίβεια, γνώση. Μετά τη γνωριμία στράφηκα στο έργο της. Ενιωθα τη γοητεία του και πίστευα πως έχω καιρό –κυρίως μετά το διάβασμα του «Χορού των Ωρών» (Αγρα, 1998)– να ασχοληθώ βαθύτερα με τα διηγήματά της κάνοντας κάτι στο «Παρασκήνιο». Αυτό που σκεφτόμουν και έμενε μέσα μου ως εκκρεμότητα το έκαναν άλλοι με τον καλύτερο τρόπο. Δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατό της, τρεις πραγματικοί καλλιτέχνες ζωντάνεψαν τον λόγο της. Είναι ο Γιώργος Σκεύας, που έκανε τη σκηνοθεσία και τη σύνθεση των κειμένων, η Αμαλία Μουτούση που τα ερμήνευσε και η Σήμη Τσιλαλή που έγραψε τη μουσική. Επιγραμματικά: Η παράσταση Lapsus, που στηρίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα της Καίης Τσιτσέλη, αποτελεί κατά τη γνώμη μου πνευματικό γεγονός για το θέατρό μας. Κι ακόμη κάτι: Η ελληνική δραματουργία κέρδισε ένα σπουδαίο σύγχρονο κείμενο.

 

Ο πόνος μπροστά στον θάνατο

 

Ο Γιώργος Σκεύας γράφει: « Η Καίη Τσιτσέλη έζησε την περιπέτεια της γραφής. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της έγραφε, κυρίως, στην αγγλική γλώσσα. Γέμιζε με λέξεις το σημειωματάριό της, το “Blank Book” όπως το ονόμαζε η ίδια. Ενα εργαστήριο από σκέψεις και ιδέες, αλλά και ένα είδος προσωπικού ημερολογίου. Μέρος αυτού του υλικού πήρε σχήμα και μορφή στις νουβέλες και τα διηγήματά της, δυο λογοτεχνικές φόρμες τις οποίες υπηρέτησε με πάθος και συνέπεια κατά το πρότυπο του αγαπημένου της συγγραφέα Χένρι Τζέιμς. Η παράσταση “Lapsus” είναι βασισμένη στο τελευταίο κείμενο, που έγραψε λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της, καθώς και σε παλαιότερες ανέκδοτες σημειώσεις της, αποσπάσματα από το ημερολόγιό της, θραύσματα και προσχέδια κειμένων της, φράσεις και λέξεις από διηγήματά της».

 

Τα λόγια που είναι γραμμένα στο χαρτί αποκτούν προφορικότητα, σωματοποιούνται, μπαίνουν στη μαγεία του θεάτρου. Συνοδεύονται από τα βουβά εξωλεκτικά στοιχεία του βλέμματος, της κίνησης, της εκρηκτικής διάρκειας της σιωπής. Η λογοτεχνική ηρωίδα γίνεται θεατρική και απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την όποια βιωματική εμπειρία τη γέννησε. Σίγουρα δεν είναι μόνον τα πάθη και ο πόνος της συγγραφέως καθώς έφευγε από τη ζωή, είναι κυρίως ο Λόγος της ανθρώπινης ύπαρξης όταν οι λέξεις σώνονται και γίνονται θραύσματα, που διαλύουν και αποδομούν την οργανωμένη έκφραση και μένουν μόνον μικρές νησίδες του νου να επιπλέουν για λίγο ακόμη στην επιφάνεια του ζωντανού κόσμου. Η βαθιά παιδεία της Καίης Τσιτσέλη και τα διαβάσματά της τής είχαν δημιουργήσει τη βεβαιότητα πως το σύγχρονο θέατρο και η σύγχρονη λογοτεχνία θεμελιώνονται στον διαλυμένο – σπασμένο λόγο και οι λέξεις που μένουν είναι σαν τις λέξεις της ποίησης, που διεκδικούν την εκφραστική αυτονομία τους.

 

Γύρω από ένα δοκάρι

 

Το έργο έχει πάροδο και έξοδο, αλλά ο κυρίως θεατρικός αγών πραγματοποιείται σε ελάχιστο χώρο, μπρος και γύρω από ένα δοκάρι, μια τσιμεντένια κολόνα στο ημιυπόγειο που στηρίζει την πολυκατοικία. Μια κατακόρυφος, δηλαδή, που αποκτά διαστάσεις συμβόλου μιας εξόδου προς τα πάνω, που εμποδίζεται όμως από τοίχους που εγκλωβίζουν. Μοιάζει αυτό το δοκάρι σαν την αρχαία κολόνα του Αϊ-Γιάννη στην οδό Ευριπίδου των Αθηνών, που τρυπάει τη στέγη του ναού και θέλει να φύγει στο φως, στον ουρανό. Γύρω της, από τους παλαιούς Αθηναίους, τυλίγονταν κλωστές πολύχρωμες σαν τα νήματα της ζωής και κρέμονταν τάματα. Στην παράσταση η Αμαλία Μουτούση γυρίζει η ίδια γύρω γύρω από την τσιμεντένια κολόνα, ουσιαστικά τυλίγεται, μετρώντας τις στροφές, κάνοντας κύκλους για να νιώσει ζωντανή. Οι παλάμες της ψαύουν το κατακόρυφο δοκάρι και οι λέξεις είναι σαν τα τάματα που κολλάνε στην αρχαία κολόνα.

 

(Καθώς γυρίζει γύρω από το δοκάρι)

«Πρώτη; Θα δούμε.

δεύτερη φορά

τρίτη φορά

τέταρτη φορά

πέμπτη φορά

έκτη φορά

έβδομη φορά…

Εχασα φορά

Εχασα το μέτρημα

εντελώς

θα μπορούσε να ’ταν δέκα, δεκαπέντε φορές

ποιος ξέρει».

 

Ο Σκεύας πιστεύει πως σε μια θεατρική παράσταση η φόρμα, η όψη της, δεν είναι το ένδυμα του νοήματος αλλά το ίδιο το νόημα. Κείμενο και μορφή χτίζονται μαζί σε μια αξεδιάλυτη οργανική ενότητα. Δεν αναπαράγει τη μόδα του σκηνοθέτη θεού, που αγνοεί ουσιαστικά το κείμενο και συνθέτει την παράσταση με σκηνικά ευρήματα και παιχνίδια που δεν έχουν σχέση με το έργο που έγραψε ο συγγραφέας. Σπανίως έχω δει στο θέατρο φωτισμό με τόση ευαισθησία και ποίηση. Με τα πιο φτωχά μέσα. Εναν μικρό φακό με μπαταρία και το κάπως παράξενο και απόκοσμο μπλε φως νυχτός. Η ηρωίδα φωτίζει μόνη της τον εαυτό της με τον φακό που κρατάει στην παλάμη της. Η εναλλαγή φωτός και σκιάς δημιουργεί δεκάδες όψεις στο πρόσωπο και το σώμα της, όπως συμβαίνει στα σύγχρονα εικαστικά δρώμενα. Εχεις την αίσθηση πως φωτίζεται σαν να θέλει να δει τον εαυτό της ζωντανό στον καθρέφτη του κόσμου.

 

Προς το τέλος της ζωής της, οι λέξεις έγιναν το όπλο με το οποίο η Καίη Τσιτσέλη προσπάθησε να αντιμετωπίσει το αμετάκλητο γεγονός του επερχόμενου θανάτου της. Το ολίσθημα του λόγου, το ολίσθημα της γραφής, το ολίσθημα της μνήμης. Η πάλη με τον χρόνο. Η πάλη με τις λέξεις, με λέξεις μόνο.

 

«Ασφυξία των λέξεων.

Αιωνιότητα των λέξεων.

Πνίγομαι στις λέξεις.

Πνίγομαι στην αιωνιότητα.

Μόνη και έρημη.

Είμαι ένα παιδί του χρόνου».

 

Φαντάζομαι πως ο Γιώργος Σκεύας έκανε τις επιλογές των κειμένων αναζητώντας ταυτόχρονα τον τρόπο της σκηνικής σύνθεσης, υπολογίζοντας δηλαδή το πώς θα παιχτούν. Επιλογές κειμένων, μετάφραση, σκηνική προσαρμογή και ερμηνεία αλληλοσυμπληρώνονται. Υπήρξε πιστεύω μια ολική σύνθεση της παράστασης, πριν από την παράσταση. Από αυτό προκύπτει η συμπαγής ενότητα του αφηγηματικού ύφους. Πάνω σε αυτόν τον δεδομένο καμβά προστέθηκε η ερμηνεία της ηθοποιού, που έδωσε απρόβλεπτες διαστάσεις στο κείμενο, και η μουσική, που επίσης προσθέτει τη δική της αφήγηση, με τον δικό της μυστικό τρόπο.

 

 *INFO: «Lapsus», Θέατρο Προσωρινός, Δεινοκράτους 103, Κείμενο Καίη Τσιτσέλη. Ερμηνεύει η Αμαλία Μουτούση. Σκηνοθεσία – σύνθεση κειμένων – μετάφραση – σκηνική επεξεργασία: Γιώργος Σκεύας. Μουσική: Σήμη Τσιλαλή. Ως τις 30 Μαρτίου 2014.

 

……………………………………………………………………………..

 

Φαντάστηκα δίπλα μου τον Λευτέρη Βογιατζή

 

Βλέποντας την παράσταση, φαντάστηκα δίπλα μου τον Λευτέρη Βογιατζή. Επαιζε η αγαπημένη του πρωταγωνίστρια και ήταν δημιουργικά παρόντες δύο στενοί φίλοι, ο Γιώργος Σκεύας και η Σήμη Τσιλαλή. Θα είχε κάθε λόγο να είναι ευτυχής όχι μόνο για την ποιότητα και τη συγκίνηση της παράστασης, αλλά κυρίως για το γεγονός πως ξεκινούσε στο θέατρο, με δική του σκηνοθεσία, ο συνεργάτης του Γιώργος Σκεύας. Θα ξαναέβλεπε το καλλιτεχνικό ήθος και την ανένδοτη προσπάθεια του δικού του θεάτρου, αλλά εκείνο που σίγουρα θα τον ευχαριστούσε περισσότερο θα ήταν πως ο Γιώργος Σκεύας έμπαινε στο θέατρο με το δικό του βλέμμα, τη δική του προσωπικότητα, χωρίς να μιμείται τον δάσκαλο.

 

Στο Lapsus η Αμαλία Μουτούση φαίνεται σαν να βλέπει κάτω από τη φλούδα των λέξεων, σαν να βλέπει τα έγκατα κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια του λόγου, που τον ψιθυρίζει νιώθοντας τη λάμψη και τη σκοτεινάδα του. Η ηθοποιός έχει δώσει κίνηση και φωνή σε κάθε είδους σημαντικές νεωτερικές παραστάσεις στο ελληνικό θέατρο και ερμήνευσε τους μεγάλους ρόλους του αρχαίου δράματος. Οταν τη θυμάμαι σε παραστάσεις τραγωδίας, νιώθω τη φωνή της να αντηχεί στις αρχαίες κερκίδες. Ομως εδώ, με την παράσταση αυτή, αποκαλύπτει με αυστηρό μινιμαλιστικό τρόπο, υποβλητική αμεσότητα σε χαμηλούς μουσικούς τόνους, που είναι γεμάτοι συγκίνηση και ποίηση. Νιώθεις πως διευρύνει ακόμη περισσότερο τις δυνατότητές της.

 

Η μουσική της Σήμης Τσιλαλή ήταν άλλη μια αποκάλυψη της παράστασης. Εμοιαζε να γεννιέται από τις σιωπές του έργου. Περισσότερο εξέφραζε τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης στα όρια του τέλους της ζωής, παρά «φοβόταν» τον ίδιο τον θάνατο. Στιγμές στιγμές έμοιαζε να σε ταξιδεύει τρυφερά σε ένα ταξίδι στο άγνωστο. Η συνάντηση του έργου της Καίης Τσιτσέλη με τον Γιώργο Σκεύα με γεμίζει αισιοδοξία και με κάνει να πιστεύω πως το καλό έργο δεν χάνεται, ο καλός σπόρος θα βρει, έστω και αργά, ακόμη και σε καιρούς δύσκολους, το κατάλληλο έδαφος για να υπάρξει.

 

Scroll to top