Του Τάσου Παππά
Αναθάρρησαν οι απανταχού κεντροαριστεροί με την αποφασιστικότητα του νέου Ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι. Στο πρόσωπό του εκτιμούν ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρήκε επιτέλους τον ηγέτη που θα σταθεί με αξιώσεις στην ευρωπαϊκή σκηνή και θα υψώσει το ανάστημά του στην καγκελάριο Μέρκελ. Είδαν τα πρώτα δείγματα αλλαγής στον τρόπο που τον υποδέχτηκε η κ. Μέρκελ και στα καλά λόγια που του είπε. Τα χαμόγελα περίσσευαν στην αναμνηστική φωτογραφία.
Η αντίδραση των απογοητευμένων οπαδών της σοσιαλδημοκρατίας θυμίζει τον απελπισμένο ναυαγό που παλεύει με τα κύματα στη μέση του ωκεανού και κάθε λάμψη που εμφανίζεται στον ορίζοντα τη βλέπει για πλοίο που έρχεται να τον σώσει από τον πνιγμό. Δεν είναι η πρώτη φορά που καλλιεργούνται προσδοκίες για έναν πολιτικό αυτής της κατηγορίας. Να θυμίσουμε ότι τα ίδια έλεγαν διάφοροι μετά την επικράτηση του Ολάντ στη Γαλλία και την άνετη νίκη του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις εθνικές εκλογές. Η Δεξιά συνετρίβη, οι Σοσιαλιστές κυριάρχησαν σε όλα τα μέτωπα, αλλά η πολιτική τους, παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις, ήταν μία από τα ίδια. Δεν αμφισβήτησαν ούτε μία αράδα από την κυρίαρχη πολιτική, δεν στάθηκαν αλληλέγγυοι στις χώρες του Νότου, συνέπλευσαν χωρίς αστερίσκους με τη Γερμανία και σήμερα η χώρα τους είναι σε επιτήρηση, ενώ η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για τεράστια μείωση στις δημόσιες δαπάνες, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της γαλλικής οικονομίας. Κάποιες ελπίδες είχαν επενδυθεί και στους τεχνοκράτες τύπου Μόντι, αλλά άνθρακες ο θησαυρός. Δοτοί πρωθυπουργοί, με την έγκριση των ντόπιων και των ευρωπαϊκών ελίτ, που δεν κατάφεραν να επηρεάσουν τα πράγματα προς όφελος των εργαζομένων. Δεν το ήθελαν, άλλωστε. Η αποστολή τους ήταν να ξεγελάσουν τους πληθυσμούς. Βεβαίως, μπορείς να κοροϊδέψεις πολλούς για λίγο, όχι όμως όλους για πάντα.
Μετά ήταν η σειρά του αρχαιότερου κόμματος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Με την είσοδο των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, το ενδιαφέρον για τη σοσιαλδημοκρατία αναζωπυρώθηκε. Πολλοί νόμισαν ότι έφτασε η στιγμή που θα αμφισβητηθεί εμπράκτως η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, αφού μπαίνει μπροστά ένα κόμμα που είναι σε θέση λόγω του μεγέθους του και της πλούσιας ιστορίας του να ταράξει τα νερά, αναδεικνύοντας εκείνα τα στοιχεία που είχαν κάνει ελκυστικό το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, δηλαδή την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη. Η απογοήτευση ήρθε γρήγορα και ήταν μαζική. Το κόμμα του Βίλι Μπραντ και του Χέλμουτ Σμιτ (για να μείνουμε στους μεταπολεμικούς ηγέτες), το κόμμα που είχε χτίσει ένα γενναιόδωρο και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος και είχε συνδέσει τ’ όνομά του με τη χρυσή 35ετία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων και της μεγάλης παράδοσής του.
Ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός (χωρίς εκλογές, αλλά με συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες, ένδειξη για το πώς αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία και τη λειτουργία των θεσμών οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ), εξήγγειλε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, το οποίο από πρώτη ματιά κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που επιθυμούν οι συντηρητικές κυβερνήσεις και οι νεοφιλελεύθερες συνιστώσες του συστήματος εξουσίας. Περιλαμβάνει μείωση της φορολογίας για τη μεσαία τάξη, μέτρα για την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, προστατευτικά δίκτυα για τους ανέργους και μερικές άλλες ρυθμίσεις που όταν είχαν προταθεί σε άλλες χώρες είχαν χαρακτηριστεί δημαγωγικές και είχαν απορριφθεί ως εχθρικές για την ανάπτυξη.
Θα πει κάποιος ότι η Ιταλία είναι μεγάλη χώρα, η οικονομία της βρίσκεται στην τέταρτη θέση και συνεπώς είναι μια υπολογίσιμη δύναμη που δεν μπορούν να αγνοήσουν η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη. Από μια τέτοια χώρα, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται μια κυβέρνηση αποφασισμένη να συγκρουστεί με την κυρίαρχη πολιτική, είναι δυνατόν να αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ. Αν δώσει το εναρκτήριο λάκτισμα κατά των ασφυκτικών σχεδίων λιτότητας μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να ανατραπούν οι δυσμενείς συσχετισμοί.
Ωστόσο, ας κρατήσουν μικρό καλάθι όσοι ποντάρουν στον νεαρό πρωθυπουργό της Ιταλίας, πρότυπο του οποίου είναι ο Μπλερ. Κι αυτό το λέμε γιατί ο ίδιος, προφανώς για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, ξεκαθάρισε από την αρχή στη συνομιλήτριά του κ. Μέρκελ ότι δεν επιθυμεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τους κανόνες και τους περιορισμούς που έχει υιοθετήσει η Ευρώπη από το Μάαστριχτ και πέρα: «Δεν έχουμε την πρόθεση να στείλουμε μήνυμα ότι οι κανόνες αυτοί είναι κακοί». Το μήνυμα όντως είναι σαφές: Η στρατηγική είναι καλή. Οι τακτικές πρέπει να αλλάξουν γιατί οι λαοί δυσφορούν. Το πολιτικό καθήκον της Αριστεράς, αν φυσικά θέλει να τιμήσει την ιστορία της, είναι η «βεβήλωση του αβεβήλωτου», για να παραφράσουμε τον Αγκάμπεν. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία όμως έχει πάψει εδώ και χρόνια να είναι μια ριζοσπαστική δύναμη. Ούτε την ιδρυτική πράξη της (εξανθρωπισμός του καπιταλισμού) δεν υπηρετεί πια.