→Κάνω δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι ζω
Της Μαριαλένας Σπυροπούλου*
Είναι δύσκολο να αποτυπώσεις στο χαρτί ή στο πανί το αίσθημα του κενού. Του εσωτερικού κενού ως απόηχου μιας αφυδάτωσης ψυχικής και πνευματικής και πιο πολύ του τρόμου από τον οποίο συνοδεύεται. Ζούμε διαρκώς με τις φαντασιώσεις-αντανακλάσεις της ζωής και όταν η ίδια η ζωή πέφτει πάνω μας σαν εκτροχιασμένο λεωφορείο, εμείς αισθανόμαστε προδομένοι, όχι γι' αυτό που μας συνέβη αλλά κυρίως γι' αυτό που δεν περιμέναμε.
«Εξαπατήθηκα» είναι μια λέξη που ακούγεται συχνά στα γραφεία των ψυχοθεραπευτών. Οι άνθρωποι πέφτουν από τα σύννεφα, εξαπατώνται, προσγειώνονται, μένουν άναυδοι, αποσβολώνονται. Προσπαθώντας να περιγράψεις το συναίσθημα με λέξεις, αυτό ξαφνικά χάνεται μέσα τους. Γιατί γίνεσαι θύμα όταν σου περιγράφουν τα πάντα γεμάτα και ξαφνικά έρχεται η στιγμή του άδειου.
Από την πρώτη στιγμή που γεννηθήκαμε κάποιος τοποθέτησε πάνω από την κούνια μας την ψευδαίσθηση της γραμμικής, ευθείας, ανηφορικής εξέλιξης. Την ψευδαίσθηση της διαρκούς παραγωγικότητας, της πορείας προς τα εμπρός. Μεγαλώνεις, ψηλώνεις, περπατάς, μιλάς, τρως μόνος σου, κοιμάσαι μόνος σου, πας σχολείο, κάνεις φίλους, κερδίζεις διπλώματα, κάνεις χρήματα, κάνεις παιδιά, κάνεις, κάνεις, κάνεις…
Ερχεται στον νου μου η ταινία «8 ½» του Φελίνι, αυτή η ωδή στο αδιέξοδο του σκηνοθέτη. Με γοητεύει πάντα η μαγεία των ανθρώπων να κάνουν πράγματα από το τίποτα. Να δημιουργούν τη στιγμή που αισθάνονται ότι δεν έχουν τίποτα άλλο να πουν, τίποτα άλλο να δώσουν. Να κάνουν ένα σχόλιο για την αδυναμία τους εκείνης της συγκεκριμένης στιγμής να πάνε παρακάτω. Που αντέχουν να μείνουν κολλημένοι εκεί με το βλέμμα καρφωμένο στο λευκό ταβάνι – και αυτό από μόνο του να είναι κάτι.
Φέτος πάλι από την Ιταλία ήρθε η ταινία «Τέλεια Ομορφιά» του Σορεντίνο. Ο ήρωας –ίδιος ο συγχωρεμένος Μίμης Φωτόπουλος– περιφέρει τον εαυτό του από συνεστίαση σε συνεστίαση, αντέχοντας να «σπαταλάει» το ταλέντο του, χωρίς να χρειάζεται να το βάζει κάπου, ίσως σε ένα βιβλίο, σε κάτι που θα τον καταξιώσει, θα τον κάνει ξεχωριστό. Η επιθυμία και η αντοχή να ζεις πλευρές της ζωής σαν να μην είναι αγώνας δρόμου είναι ένα ταλέντο από μόνο του, μαζί με τη γλυκιά μελαγχολία της ήττας που φέρνουν και τα δύο έργα. Που φέρνει η ίδια η ζωή.
Πόσο αντέχουμε να μην προχωράμε; Πόσο δυσβάστακτο είναι το συναίσθημα ότι η πηγή από όπου έρχονταν «τα διαμάντια» στέρεψε; Πόσο αναγκαίο είναι πάντα να κάνουμε κάτι; Πόσο επίφοβη είναι η ακινησία; Και γιατί ποτέ κανείς δεν μας μίλησε ότι δεν πάμε μόνο μπροστά, πάμε ταυτόχρονα και συνεχώς πίσω;
Δεν υπάρχει πιο φασιστικό πρόσταγμα από αυτό ολόκληρου του σύγχρονου δυτικού και κυρίως αμερικάνικου τρόπου που μας προ-σ-καλεί να κάνουμε κάτι. «Do something», λένε όλοι και εσύ ψάχνεσαι μέσα σου να δεις τι σου έχει ξεφύγει, τι άλλο θα μπορούσες να κάνεις και δεν το έκανες και νιώθεις ενοχές για το ότι αδράνησες.
Στην κρίση σήμερα όλοι ψάχνουν έξω τις λύσεις τους. «Κάνε κάτι», «κινητοποιήσου», αντηχούν οι δημόσιοι και ιδιωτικοί ντελάληδες, οι εσωτερικές και εξωτερικές υπερεγωτικές μας φωνές. Και τι γίνεται με την αδυναμία να κάνεις οτιδήποτε; Τι γίνεται με την περίοδο της ζωής που όλα φαίνονται μάταια; Τι γίνεται με την επιθυμία να σταματήσεις τον χρόνο, όχι εις βάρος κάποιου άλλου; Να πεις ότι στέρεψα; Ή για την ώρα δεν έχω τίποτα ούτε να πω ούτε να κάνω;
Αμέσως ορθώνεται γιγαντωμένος ο εχθρός της στασιμότητας, σε μια χώρα που τάχα μου τρέχει με χίλια σε όλα τα επίπεδα. Αλλά και ψυχικά «κάνω» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ζω. Η διάσταση της ζωής δεν κρίνεται πάντα από τις εξωτερικές, αυτοματοποιημένες αποδείξεις. Από το πόσα λεφτά βγάλαμε, πόσες δουλειές έχουμε, τι καταφέραμε, πόσο προχωρήσαμε έξω μας, προκειμένου όλοι να δουν σε μας ότι αξίζει τον κόπο η ζωή μας. Η ζωή χρειάζεται και την περίοδο της ανομβρίας. Εκεί όπου νιώθεις ότι όλα ξεραίνονται. Οτι δεν χρειάζεται να πιεστείς για κανέναν και για τίποτα να κάνεις κάτι. Και αυτό δεν ισοδυναμεί με κατάθλιψη. Αυτό ισοδυναμεί με σεβασμό στη ζωή. Που έχει και αυτή τις εποχές της και τις ανάγκες της.
* Ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια