23/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δημόσια κατόπτευση, ανθρώπινος τόνος

Κώστας Λογαράς «Ιστορίες του δρόμου» Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013, σ. .
      Pin It

Κώστας Λογαράς
«Ιστορίες του δρόμου»
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013, σ. 168

 

Δημήτρης Χριστόπουλος«

Δημόσιες ιστορίες»

Εκδόσεις πηγή 2013,σ. 162

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Η παραλληλία των δύο βιβλίων που παρουσιάζουμε σήμερα εδράζεται κατά κύριο λόγο στον περίπου ταυτόσημο τίτλο τους. «Ιστορίες του δρόμου» ο Λογαράς, άρα ιστορίες κοινές, σε δημόσια θέα∙ «Δημόσιες ιστορίες» ο Χριστόπουλος, άρα όχι ιδιωτικές, ορατές από πολλούς. Η επιτυχημένη εκπαιδευτική πορεία των δύο συγγραφέων είναι η δεύτερη ομοιότητα. Από το 1972 που κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική του συλλογή «Στιγμές» μέχρι την πρόσφατη συναγωγή διηγημάτων «Ιστορίες του δρόμου», ο Κώστας Λογαράς δεν έπαψε να υπηρετεί ποικιλοτρόπως τον γραπτό λόγο (διήγημα, μυθιστόρημα, δοκίμιο, επιφυλλίδες, κριτική) με γνώση πάντα και περίσκεψη. Στις «Ιστορίες του δρόμου» αφηγείται ιστορίες της ζωής, οι οποίες διαδραματίζονται στην Πάτρα, την Αθήνα, την Κέρκυρα, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ανθρωποι της βιοπάλης, παιδιά της «κακιάς της ώρας», ξεπεσμένοι ντόπιοι εραστές, αλλά και σφριγηλοί εικοσάρηδες αλλοδαποί, πόρνες εγχώριες και εισαγόμενες, αξιοπρεπείς οικογειάρχες, πρόσωπα οικεία, που η μυθοπλασία, ξεδιπλώνοντας τα σημαντικά ή ασήμαντα περιστατικά της ζωής τους, τα ανάγει σε ήρωες. Ανθρωποι που ξεφεύγουν από τη νόρμα, χωρίς ωστόσο να παύουν να ζουν ανάμεσά μας και να συμπεριφέρονται φυσιολογικά.

 

Η γλώσσα της αφήγησης ρέει γλαφυρά, αποκαλύπτοντας το γνωστικό υπόβαθρο του φιλολόγου, από Βιζυηνό και Παπαδιαμάντη μέχρι Κουμανταρέα, Ιωάννου και Συμπάρδη. Ο Λογαράς συστήνει τους ήρωές του, εμμένοντας σε μια λεπτομέρεια εντυπωσιακή (δόντια, μαλλιά, περπάτημα) «γέλαγε –με την καρδιά του, με τα μάτια του, με όλο του το είναι– και στραφτάλιζαν τ’ άσπρα του δόντια»∙ ή σε μια κίνησή τους χαρακτηριστική που την επαναλαμβάνει ως μοτίβο, «τα χαζεύει που κλοτσάνε με τα παπούτσια το κενό πέρα δώθε κρεμασμένα απ’ τις κούνιες». Ο υπαινιγμός και η αποσιώπηση κατευθύνουν υπόρρητα την πρόσληψη, αλλά και αφήνουν τον αναγνώστη στη δική του αντιληπτική ικανότητα. Μπορεί, για παράδειγμα, να μην υπάρχει αμφιβολία για το ποιος είναι ο πατέρας στα εγγόνια της Μαρίνας, στο εκτενέστερο και περισσότερο οργανωμένο διήγημα της συλλογής «Μαχάλ Γιουνανία», όμως, ο αφηγητής δεν το λέει ξεκάθαρα, ούτε δίνει λεπτομέρειες για τα «ου φωνητά».

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του στα σπίτια της ανδρικής εκτόνωσης, με καίριες επισημάνσεις για την ανδρική ψυχολογία αλλά και τη γυναικεία αισθαντικότητα∙ οι δύο τελευταίες ιστορίες μάλιστα συστεγάζονται, κάτω από τον κοινό τίτλο «Ιστορίες από το αδιέξοδο», όπως εύστοχα χαρακτηρίζει τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια ο συγγραφέας, αποδίδοντας, πιθανόν πραγματικά αλλά κυρίως μεταφορικά, τοπογραφική λεπτομέρεια συγκεκριμένης γειτονιάς με τέτοια σπίτια.

 

Μια άλλη επισήμανση: ενώ ο Λογαράς φαίνεται να έχει εξαρχής δεδομένο στο μυαλό του το τέλος κάθε διηγήματος, συχνά δεν είναι η τελεία και η παύλα που τα κλείνουν, αφήνει την πιθανότητα να βρίσκεται ίσως και κάπου αλλού η λύση («Η γυναίκα του Βλάσση», «Ρομίνα, η τελευταία γυναίκα της ζωής του» κ.ά.).

 

Συλλογή απλή, καλογραμμένη και τρυφερή, με όση καλοσύνη και σκληρότητα χαρακτηρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Ο περίπου πενηντάχρονος Δημήτρης Χριστόπουλος εμφανίζεται πρώτη φορά στη διηγηματογραφία με δεκαέξι «Δημόσιες ιστορίες», κοινού ενδιαφέροντος και συλλογικού αντικρίσματος. Πρωτοπρόσωπες και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις σε δουλεμένη παραδοσιακή αλλά και νεωτερική γραφή (με παράλληλες συγχρονικές αφηγήσεις), για όσα ζούμε και μας ταλανίζουν. Ξενοφοβία και ρατσισμός που διευκολύνουν την πατριδοκαπηλική ιδεολογία∙ παγκοσμιοποίηση και παραγωγικός ανταγωνισμός∙ ευμάρεια (με ρόλεξ, μπόνους, off shore, γκάτζετ και μεζονέτες), μεταπολιτευτική ευκολία αλλά και η συνακόλουθη πτώση∙ χρηματιστήριο, συνδικαλιστικό ξεπούλημα και ανεργία∙ μοναξιά και αδιέξοδη ζωή, η ερημιά της πόλης και τα φαντάσματα του παρελθόντος είναι μερικά από τα θέματα που απασχολούν ή χαρακτηρίζουν τους ήρωές του. Στην αφήγηση του Χριστόπουλου περισσότερο βάρος δίνεται στον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα της καθημερινότητας. «Μια ζωή λογαριασμούς πληρώνω […]. Μεγάλωσα με τη συμβουλή πως οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Φίλους δεν έχω, αν και πάντα φρόντιζα να τακτοποιώ εγκαίρως τους λογαριασμούς μου» (σ. 25).

 

Για λόγους οικονομίας χώρου θα περιοριστώ μόνον σε δύο ιστορίες που θεωρώ περισσότερο αντιπροσωπευτικές. Στο τρίτο διήγημα, με τίτλο «501», ένας ηλικιωμένος πατέρας, συνταξιούχος μαθηματικός, ενώ περιμένει στο γκισέ του ταχυδρομείου τη σειρά του, παρατηρώντας τα νούμερα που προηγούνται του δικού του, θυμάται, συνδέει, αναπολεί. Στ’ αλήθεια αμφιταλαντεύεται αν πρέπει να στείλει στα τρία του παιδιά, που έχουν εξακτινωθεί σε Αυστραλία, Αμερική και Ιαπωνία (συνάρτηση τόσο της παγκοσμιοποίησης όσο και της ανεργίας) από ένα πακέτο ανεπίδοτα γράμματα που τους ετοίμαζε για χρόνια. Ο συνειρμός και η μνήμη είναι που μετρούν εδώ.

 

Εξυπνάδα και πρωτοτυπία πιστώνονται στο έκτο διήγημα «Χεριών αφηγήσεις» με την πολλαπλή αξιοποίηση της λέξης χέρι (σύνθετα και παράγωγα, πολυσημίες, αλληγορικές χρήσεις και μεταφορές) για να μιλήσει για τα οικονομικά σκάνδαλα και τον χορό των εκατομμυρίων που έφερε στο φως η επιχείρηση «καθαρά χέρια». Εξαιρετική η έκπληξη του τέλους, παρά το γεγονός ότι εξαγγέλλεται κρυπτικά και μετωνυμικά από τις πρώτες κιόλας αράδες. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πραγματώνοντας ο ίδιος το μότο από τον Μπαλζάκ που προτάσσει στο βιβλίο του: «Οι εποχές ξεβάφουν πάνω στους ανθρώπους που τις διανύουν», αποδίδει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μας, με τρόπο εύστοχο και διεισδυτικό, με στοχαστική μελαγχολία και αίσθημα δικαιοσύνης, χωρίς να αφαιρεί λογοτεχνικότητα, ευαισθησία και ανθρωπιά, τόσο από τη γραφή όσο και από τους ήρωές του.

 

Scroll to top