Εχει υπογράψει απαιτητικά διεθνή γεγονότα (Εurovision, Παραολυμπιακούς Αθήνας, τηλεοπτικά παιχνίδια), έχει βραβευτεί από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για τα σκηνικά του «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν υπεύθυνος για την Ολυμπιακή Πλατεία Μεταλλίων. Μας διηγείται τη συναρπαστική εμπειρία του και τα μυστικά της
Της Λήδας Γαλανού
Ο Ηλίας Λεδάκης είναι ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στον ελληνικό χώρο του θεάματος με επιτεύγματα που, όπως είναι φυσικό, βγαίνουν συχνά έξω από τα γεωγραφικά μας σύνορα: κι αν το όνομά του δεν είναι αυτόματα γνωστό, είναι γιατί συνήθως προτιμά να σχεδιάζει και να δουλεύει παρά να μιλάει, ακόμη και τώρα που μόλις επέστρεψε… νικητής από τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σότσι. Με εργασίες που διήρκεσαν παραπάνω από δυο χρόνια, ο Λεδάκης και η δημιουργική και παραγωγική του ομάδα σχεδίασε, κατασκεύασε και έτρεξε το Olympic Medal’s Plaza, την Ολυμπιακή Πλατεία Μεταλλίων, τον χώρο που καθημερινά συγκέντρωνε αθλητές, δημοσιογράφους και παρατηρητές, εκεί όπου κάθε απόγευμα γινόταν η απονομή των μεταλλίων στους ολυμπιονίκες με απ’ ευθείας τηλεοπτική μετάδοση σ’ ολόκληρο τον κόσμο και με πολιτιστικά προγράμματα και συναυλίες διεθνών καλλιτεχνών. Με λίγα λόγια, ό,τι είδαμε στους Ολυμπιακούς του Σότσι, πέρα από τα επιτεύγματα των αθλητών, στεγάστηκε στο δικό του (πάντα ομαδικό) δημιούργημα.
Σκηνογράφος και production designer, ο Λεδάκης έχει υπογράψει δουλειές με μεγάλο εύρος: από απαιτητικά διεθνή events σαν τη Eurovision του 2006 και τους Παραολυμπιακούς του 2011 στην Αθήνα και από τα stages για τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά παιχνίδια και shows (σαν το Dancing with the Stars ή το Master Chef) μέχρι ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες. Πέρσι τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για τα σκηνικά του «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη και φέτος συμμετείχε στην ταινία του Γιώργου Σερβετά, «Να Κάθεσαι και να Κοιτάς», που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Τορόντο και σύντομα έρχεται στις ελληνικές αίθουσες.
Μ’ ένα μυαλό που δουλεύει έξω από τα συμβατικά όρια, με παραγωγικές ικανότητες που μπορούν να τιθασεύσουν και να κατασκευάσουν το πιο φιλόδοξο, σύνθετο σχέδιο και με μια πιστή ομάδα, παρούσα σε όλα τα projects του, ο Ηλίας Λεδάκης καταφέρνει ολυμπιακές επιδόσεις στον τομέα του. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή στην Αθήνα από το Σότσι, ρωτήσαμε να μάθουμε τι σήμαινε η χρυσή εμπειρία για εκείνον.
• Πόσο δύσκολη ή εύκολη ήταν η διαδικασία μέχρι να εγκριθεί το πρότζεκτ και, στη συνέχεια, η παραγωγή και κατασκευή;
«Η βασική δυσκολία, όπως και πρόκληση, ήταν να δημιουργηθεί ένα venue στο κέντρο του Ολυμπιακού Πάρκου στο Σότσι, ανάμεσα σε τόσο αρχιτεκτονικά εξελιγμένα στάδια, το οποίο να συνάδει με τον περίγυρό του, ασχέτως αν το budget που είχαμε να διαχειριστούμε για να τα καταφέρουμε ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Με εξέπληξε το ότι για δύο χρόνια είχαμε καθημερινές μάχες με τη ρωσική οργανωτική επιτροπή για όλα τα θέματα, αλλά από την ημέρα που μπήκαμε στον χώρο για να στήσουμε το venue και επιτέλους κατάλαβαν ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε, ενώθηκαν μαζί μας και πάλεψαν μέρα, νύχτα, λυσσαλέα, έτσι ώστε να τα καταφέρουμε. Επίσης, εξεπλάγην από τα καθημερινά τηλεφωνήματα πολλών φίλων παγκοσμίως από τον χώρο της παραγωγής, άλλοι γιατί ανησυχούσαν για την εμπλοκή επαγγελματικά σε μία χώρα που φημίζεται για τη διαφθορά και άλλοι για να με στηρίξουν, προτείνοντάς μου να έρθουν να με βοηθήσουν αφιλοκερδώς».
• Πόσα άτομα ασχολήθηκαν με ολόκληρο το έργο και για πόσο χρόνο;
«Ο κύκλος αυτού του project διήρκεσε δυόμισι χρόνια. Η βασική ομάδα αποτελείται από δέκα ανθρώπους που δουλέψαμε σκληρά για ένα διάστημα περίπου ενός χρόνου, έτσι ώστε να έχουμε μια πρώτη έγκριση ότι μπορούμε να προχωρήσουμε και να μπούμε σ΄ ένα δεύτερο στάδιο, αυτό της προετοιμασίας. Σ’ αυτό το στάδιο άρχισα να εμπλέκω σιγά σιγά κάποιους βασικούς συντελεστές, όπως management, τεχνική διεύθυνση, φωτιστές, κατασκευαστές και μηχανικούς. Αυτό κράτησε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2013, όπου πια ολοκληρώθηκαν οι μελέτες και μπήκαμε στη φάση της υλοποίησης, η οποία με λίγα λόγια ήταν για μένα η step by step οπτικοποίηση ενός ονείρου. Συνολικά δούλεψαν περίπου 100 άτομα, που ο καθένας με τον τρόπο του κάτι αποκόμισε από αυτό το project: εμπειρία, διασυνδέσεις, και σε ό,τι αφορά τους καλλιτέχνες που ενεπλάκησαν, τη χαρά της πραγματοποίησης του έργου τους».
• Πώς προσεγγίσατε τη δημιουργική πλευρά του; Με τι αναφορές και τι ιδέες; Τι ήταν αυτό που, περισσότερο, θέλατε να καταφέρετε;
«Σ΄ αυτή τη διάρκεια των δυόμισι χρόνων σχεδίασα ολοκληρωτικά έντεκα διαφορετικά concepts. Η βασική προσέγγιση είχε να κάνει πάντα με κάποιους είδους νότα και χρώμα από τη χώρα που φιλοξενούσε τους αγώνες, σε συνδυασμό, ασφαλώς, με τη φύση του γεγονότος, τις ανάγκες του και την περιοχή όπου θα έπρεπε να στηθεί. Ο σκοπός ήταν να σχεδιάσουμε κάτι που να λειτουργεί ως ένα οργανικό γλυπτό από μόνο του, αλλά να είναι και ενταγμένο μέσα στο σύνολο του Ολυμπιακού Πάρκου».
• Δουλεύετε σε μια μεγάλη ποικιλία projects, από κινηματογραφικές ταινίες μέχρι τεράστιες παραγωγές σαν αυτήν. Τι σας εμπνέει περισσότερο; Τι ονειρεύεστε ακόμα να κάνετε;
«Το κάθε είδος με ιντριγκάρει για διαφορετικούς λόγους. Μέσα μου όλα αυτά τα είδη που περιγράφετε είναι απολύτως συνδεδεμένα. Και όσο περνάνε τα χρόνια και τρίβομαι μέσα σε όλα αυτά, καταλαβαίνω ότι σίγουρα δεν θα μπορούσα να κάνω ένα μόνο από αυτά και ότι όσο πιο πολύπλοκο γίνεται κάτι, τόσο πιο ευτυχισμένος είμαι».
• Πώς ήταν η συνεργασία με ανθρώπους που έρχονταν από όλα τα μέρη του κόσμου για να δουλέψουν στο ίδιο σύνολο; Πόσο εύκολη ήταν η συνύπαρξη, υπήρχε αλληλοβοήθεια;
«Το φοβερότερο όλων και ανατριχιαστικό είναι ότι η γλώσσα αυτής της δουλειάς είναι παγκοσμίως ίδια. Υπήρξαν στιγμές που δεν χρειάστηκε καν να αρθρωθεί λόγος ή κείμενο για να συμβαδίσουν οι λογικές όλων».
• Ποια στιγμή από την Ολυμπιάδα σε σχέση με τη δική σας δουλειά θα σας μείνει αξέχαστη;
«Αξέχαστες από πλευράς συναισθημάτων σε ανθρώπους σαν κι εμένα μένουν κάτι στιγμές σαν το δευτερόλεπτο που ακούς το «Go» για να βγει η δουλειά σου ζωντανά παγκοσμίως στον αέρα».
• Η επιτυχία σας -και της ομάδας σας- στο Σότσι μοιάζει με αυτό που λέμε «οι καλές ειδήσεις της ημέρας», μια επιτυχία ενός Ελληνα δημιουργού σ’ ένα διεθνές, απαιτητικό περιβάλλον. Το σκέφτεστε ποτέ έτσι; Υπήρχε κάποια στιγμή που για σας αυτή η δουλειά πήρε «ελληνικό» χαρακτήρα;
«Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, σίγουρα δεν το βλέπω έτσι, μιας και από μικρό παιδί έχω μάθει να βάζω το κεφάλι κάτω και να δουλεύω, κι όχι γιατί πρέπει, αλλά διότι ποτέ δεν το θεώρησα δουλειά, παρά μόνον έξαψη. Το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που ακολούθησαν σε αυτό το ταξίδι είναι μεγάλοι αγωνιστές. Εχουν αποδείξει ότι δεν τους σταματάει τίποτα. Αρα για εμένα σημαίνει πάρα πολλά το ότι κατάφερα να μας οδηγήσω σ’ αυτό. Ειδικότερα αν ακούς παντού από όλους τους experts, όταν αναφέρονται στην ομάδα που έτρεξε το δικό μας venue, να λένε «The Greeks are on it!». Και για να κλείσω τα θέματα που αφορούν τους Ελληνες, σε μία τυχαία επίσκεψη Ελληνοϊσπανού, μέλους της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, όταν του εξήγησα ότι όλο αυτό το venue το στήνουν και το λειτουργούν Ελληνες, η απάντησή του ήταν: «και μετά μας λένε τεμπέληδες διεθνώς»».