Του Γιώργου Σταματόπουλου
Φίλος παρουσίαζε το βιβλίο του, πριν από χρόνια, δεν θυμάμαι σε ποιο μεγάλο θέατρο της Αθήνας, στο οποίο πραγματευόταν τους τελευταίους Ελληνες ακρίτες, προσπαθούσε μάλλον να καταγράψει τα τελευταία τους λόγια, να ακούσει την πριν από την τελευτή ανάσα τους. Μου είχε κάνει την τιμή να είμαι ο εκ των παρουσιαστών του πονήματός του· ήσαν κι άλλοι και μεταξύ αυτών πολιτικοί, αλλά και ο νυν Ποταμάρχης (Ποταμάνθρωπος, μήπως;). Αστραψαν και βρόντηξαν τα φλας των φωτοδημοσιογραφικών μηχανών, γύρω, πάνω, κάτω, δίπλα από τους τηλεαστέρες. Ησυχοι οι υπόλοιποι πίναμε τον καφέ μας περιμένοντας τη σειρά μας να μιλήσουμε για τον συγγραφέα και το έργο του. Οι πολιτικοί είπαν τα (γνωστά) δικά τους αποδεικνύοντας περίτρανα ότι δεν είχαν ανοίξει καν το βιβλίο. Είπα κι εγώ τα δικά μου γιατί έπρεπε να πάω πίσω στην εφημερίδα (τελικά ενημερώθηκα ότι μπορούσα να παραμείνω· παρέμεινα). Σκύβει στο αυτί μου ο συνάδελφος που ακολουθούσε, ξέρετε ποιος, και ζήτησε να του πω σε ποια σελίδα είναι αυτό που επισήμανα για την ηλικιωμένη που σκότωνε τα φίδια στο σπίτι της, στην ορεινή ερημία. Εντυπωσιάστηκε, φαίνεται. Δεν είχε ιδέα περί τι θα ομιλούσε εκείνο το βράδυ. Ηταν εκεί όχι ο ίδιος αλλά η λάμψη του ονόματός του, ήταν εκεί η τηλεοπτική περσόνα του, όχι ο βιωματικός ή συναδελφικός έστω εαυτός του. Του είπα βεβαίως τη σελίδα, άνοιξε το βιβλίο, προσπάθησε να διαβάσει την κειμενολεζάντα, αλλά συγχύστηκε περισσότερο (διότι το κείμενο απαιτεί να μπεις βαθιά μέσα του, με έρωτα, κόπο, ιδρώτα· το κάθε κείμενο δεν είναι παίξε-γέλασε, παρά μόνο για τους αλαζόνες του τηλεοπτικού κουτιού). Αφού λοιπόν δεν γνώριζε τι έλεγε το βιβλίο, άρχισε να εκτοξεύει γενικότητες για την ακηδία, τάχα, του ελληνικού κράτους προς την ύπαιθρο και λοιπά στομφώδη, που όμως δεν μπορούσε να υποστηρίξει και να τραβήξει έτσι το ενδιαφέρον των θεατών-ακροατών: στρογγυλεμένα, συστημικά, με ολίγη νεωτερικότητα (sic), με άνεση, με διαφορετικό πολιτικό λόγο (!)· αβάσταχτη η ελαφρότητά του. Τα θυμάμαι τώρα γιατί συνεχίζει το ίδιο βιολί: κομψότης, άνεση, αισθητική, ορθολογισμός, εξουσιολαγνεία, υποκρισία· δηλαδή φρίκη. Στην ουσία τίποτε. Μηδέν, πισωγύρισμα της πολιτικής σε μια αφελή [ναΐφ κατά την ορολογία που χρησιμοποιούν οι οπαδοί του (οπαδοί του!)] ριζοσπαστικότητα είτε επαναστατικότητα.
Ο αγαπητός συνάδελφος δεν έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει πολιτική σκέψη-πράξη. Νομίζει ότι όλα είναι εύκολα στη ζωή, όπως στην επαγγελματική του καριέρα. Θα σπάσει τα μούτρα του και είναι κρίμα ή ίσως να νομίζει ότι δεν είναι φερέφωνο αλλά πραγματικός πρόξενος εναλλακτικής λύσης. Ισως δεν έχει αντιληφθεί ότι οι πηγές του Ποταμού του έχουν ήδη στερέψει, καταπλακωμένες από την ανθρώπινη βλακεία.