30/03/14 ONLINE ΕΚΔΟΣΗ

Κριτικός μιας εποχής

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος της «Επιθεώρησης Τέχνης».
      Pin It

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος της «Επιθεώρησης Τέχνης»

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣΠαρακάμπτω και πάλι ένα θέμα που ετοίμασα, καθώς πληροφορήθηκα μετά χαράς ότι το κρατικό Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων απονεμήθηκε φέτος στον Δημήτρη Ραυτόπουλο. Οχι επειδή πιστεύω στα βραβεία (πρόσκαιρη η αίγλη τους, ακόμα κι όταν είναι δίκαια), αλλά επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, τιμάται το ίδιο το βραβείο. Κι αυτό επειδή ο Δημήτρης Ραυτόπουλος συμβαίνει να είναι –πιστεύω ότι είναι– ένας από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους του τόπου. Ειδικότερα στον χώρο της κριτικής της λογοτεχνίας (πολλά κείμενά του στα βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει).

 

Συμβαίνει να τον γνωρίζω κοντά μισό αιώνα, πριν ακόμη μπω στη δημοσιογραφία, διαβάζοντας γραφτά του στην προδικτατορική «Αυγή» και στην «Επιθεώρηση Τέχνης» – το γνωστό αριστερό, αλλά χωρίς κομματικές παρωπίδες, λογοτεχνικό περιοδικό.

 

Με τη δικτατορία του 1967 έφυγε στο εξωτερικό. Είχε γνωρίσει τη «φιλοξενία» της Μακρονήσου μια πενταετία (1947-1952) – προς τα εκεί θα τον ταξίδευαν αν τον ξανάπιαναν. Με την πτώση της δικτατορίας επέστρεψε, αλλά δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί ξανά με την κριτική λογοτεχνίας, παρά τις προτάσεις που του έγιναν (μία και από την «Ελευθεροτυπία»). Η συνεισφορά του σε εφημερίδες και περιοδικά έκτοτε ήταν κυρίως αναλύσεις σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα και, περιστασιακά, σε κριτική λογοτεχνίας. Ιδού, όπως εξηγεί σε συνέντευξη που του είχα πάρει τον Νοέμβριο του 1988, γιατί άφησε τη λογοτεχνική κριτική:

 

Η «Επιθεώρηση Τέχνης»

 

«Κατ' αρχάς εγώ είμαι κριτικός μιας εποχής. Ηταν η εποχή της «Επιθεώρησης Τέχνης», μετεμφυλιακή εποχή, με την ιντελιγκέντσια της Αριστεράς σε γκέτο. Ενα γκέτο στο οποίο είχε συμβάλει κάπως και η ίδια, με την ψυχροπολεμική λογική που επικρατούσε και από τις δυο πλευρές και που κάποιες τάσεις ανανέωσης, εξόδου από το γκέτο, χωρίς ταυτόχρονη παραίτηση ιδεολογική, εκφραζόταν από την «Επιθεώρηση Τέχνης». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα εγώ άρχισα να κάνω μια κριτική που είχε τρεις στόχους, από άποψη ιδεολογική και κριτική: α) Την αμφισβήτηση του μονοπωλίου της γενιάς του ’30, β) Το χτύπημα της πολιτικής λογοτεχνίας που συκοφαντούσε την Αντίσταση από εμπάθεια και αντικομμουνισμό, και γ) Την αντίθεση σε μια κομματική λογοτεχνία και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που είχε σαν θεωρία».

 

• Αυτή η ψυχροπολεμική λογική πώς εκφραζόταν;

 

«Από την πλευρά της Δεξιάς με τον μακαρθισμό, στην ντόπια εκδοχή του, επαυξημένη από το κλίμα του μετεμφυλίου, κι από την πλευρά της Αριστεράς με τον ζντανοφισμό, ο οποίος θεωρεί εχθρική προς τον σοσιαλισμό οποιαδήποτε κριτική. Θεωρούσε, ας πούμε, τον Σαρτρ «τσακάλι με στυλό»».

 

• Οπότε εσείς πώς επιβιώσατε;

 

«Επιβιώσαμε όχι χωρίς συγκρούσεις και τραύματα. Φτάσαμε και σε σημείο το κόμμα της Αριστεράς, η ΕΔΑ, με το ένα χέρι να χρηματοδοτεί την «Επιθεώρηση Τέχνης» και τ’ άλλο να συστήνει στους ΕΔΑΐτες να μην την αγοράζουν! Πριν βγει ο «υβριστικός» όρος «ρεβιζιονιστής» για μας, κυκλοφορούσε το επίθετο – κόλαφος «φορμαλιστής»».

 

Εκτός κριτικής

 

Η συνέντευξη μεγάλη, δισέλιδη, απλώθηκε και σε άλλα επίκαιρα –τότε– θέματα. Θα σταθώ αναγκαστικά –και– λόγω χώρου στη σχέση του με την «Επιθεώρηση Τέχνης» (εκτενέστερα στο βιβλίο του «Αναθεώρηση Τέχνης: Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της», εκδ. «Σοκόλη» 2006):

 

«Εγώ ανήκα στην τάση εκείνη που απέρριπτε την κομματικοποίηση της λογοτεχνίας και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και επεδίωκε την επικράτηση στην αριστερή κριτική αισθητικών κριτηρίων. Η κριτική μου όμως ήταν ουσιαστικά ιδεολογική. Ο ρόλος αυτός εξαντλήθηκε με την πτώση της δικτατορίας, καθώς δεν υπήρχε πια το γκέτο για την αριστερή ιντελιγκέντσια, δεν υπήρχε η κυρίαρχη πίστη στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό».

 

• Αλλοι λόγοι;

 

«Δεν νομίζω ότι σ’ αυτόν τον τομέα της κριτικής –την παρακολούθηση των νέων εκδόσεων– πρέπει να μονιμοποιείται κανείς. Γίνεται κάτι σαν εξουσία, σαν θεσμός. Σε μια πόλη των ιδεών, μάλιστα, με πολλά στοιχεία επαρχιωτισμού, όπου όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ συνωστίζονται στο περίφημο τετράγωνο του Λυκαβηττού. Η πίεση που δέχεται ο κριτικός από θεσμούς, αλλά και από πρόσωπα, κόμματα ή ομάδες είναι πολλές φορές αφόρητη, εξοργιστική, αηδιαστική».

 

ΣΗΜ. «Ονειροπόλο κομμουνιστή» είχε αποκαλέσει ο Κώστας Νίτσος τον χαράκτη Α. Τάσσο σε δήλωση για τον θάνατό του. Ενα κόμμα όμως που παρεισέφρησε στη μεταγραφή της περασμένης εβδομάδας μεταξύ των δύο λέξεων (ονειροπόλος, κομμουνιστής), άλλαξε το νόημα. Επανορθώνω.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

 

Είμαι υπέρ των παρελάσεων –των μαθητικών, όχι των στρατιωτικών. Για τις δεύτερες, επειδή: α) απεχθάνομαι τα όπλα, β) στοιχίζουν οδυνηρά –ειδικότερα στις μέρες μας, και γ) περιττεύει πλέον να δείχνουμε την πολεμική ή αμυντική μας ισχύ στους πραγματικούς ή πιθανούς εχθρούς. Είμαι υπέρ των μαθητικών, κατ’ αρχάς, επειδή συνδέονται με τα παιδικά μου χρόνια, κυρίως εκεί στο χωριό –κάτι αλλιώτικο και πολυαναμενόμενο σε σχέση με τα άχαρα μαθήματα και την καθημερινότητα (για να μην πω ότι μου λείπουν και οι ομαδικές επιδείξεις στο Παναθηναϊκό Στάδιο, που τις έκοψαν, άγνωστο γιατί).

 

Θυμίζουν Μεταξά, και στρατό, λένε. Προσωπικά χάζεψα την περασμένη Δευτέρα στην Πανεπιστημίου, μακριά από τους απομονωμένους επισήμους, τα παιδιά, ακόμα και κάποια βαριεστημένα και άγαρμπα, καθώς είχαν αντικαταστήσει τα καθημερινά ομοιόμορφα τζιν και φούτερ με ομοιόμορφα γαλανόλευκα. Κι εκεί προς το τέλος, μια περιχαρή ομάδα παιδιών, των Special Olympics, που απολάμβαναν τη συμμετοχή. Παραφωνία, τα εθνικοπολεμικά εμβατήρια, που συνόδευαν τον βηματισμό τους: «Των εχθρών τα φουσάτα…», «Μακεδονία ξακουστή…» και άλλα συναφή (οπότε μου έλειψε «Κι ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα…»).

 

Αυτοί, ωστόσο, που φαίνεται να το χάρηκαν περισσότερο είναι οι γονείς, παρά το στρίμωγμα μπροστά στους αστυνομικούς, που τους συναγωνίζονταν αριθμητικά. Πολλή αγωνία να δουν τα δικά τους, συγκίνηση μόλις τα έβλεπαν, χειροκροτήματα και επιφωνήματα (από μαμάδες κυρίως): «Ευαγγελίτσα!», «Γιωργάκη!», «καμάρι μου!» -και να τα φλας. Να στερηθούμε κι αυτή την ελάχιστη χαρά.

 

Και… Κατά τα άλλα: Χωρίς και τον Κωστή Παπαγιώργη –ευρυμαθή και οξυδερκή λόγιο, σεμνό, δάσκαλο. Υποθήκη τα θαυμάσια βιβλία του.

 

[email protected]

 

 

Scroll to top