Του Μιχάλη Γκανά
Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά δεν μπορούσαν και πολλά φαίνεται. Εμείς οι φίλοι πρόθυμοι να βοηθήσουμε, όπως και όσο μπορούσε ο καθένας, με μιαν αγάπη εσωτερικώς κραταιά, αλλά εξωτερικώς αδύναμη να νικήσει το κακό.
Η Ράνια έκανε τα πάντα, δεν έλειψε στιγμή από κοντά του μέρα νύχτα, και παραλίγο να τον σώσει, γιατί πίστεψε στο θαύμα, που θα μπορούσε και να συμβεί, γιατί πολύ αγάπησε τον Κωστή.
Ποιος θα το 'λεγε πως ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, αυτός ο αμίλητος, σχεδόν μουγκός νεαρός, θα γινόταν μια μέρα ο χαρισματικός συγγραφέας Κωστής Παπαγιώργης, που ό,τι έγραφε έμοιαζε πρωτοειπωμένο.
Διάβασα τελευταία έναν ορισμό της ποίησης που νομίζω ότι του έρχεται γάντι του Κωστή.
Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά.
Οι απρόοπτες συναντήσεις των λέξεων και των φράσεων στη γραφή του Παπαγιώργη δημιουργούν ευφρόσυνα ειδύλλια και κεραυνοβόλους έρωτες, προς τέρψιν όχι μόνον του αναγνώστη αλλά και της ίδιας της γλώσσας, που είναι ολοφάνερο ότι το απολαμβάνει.
Για να φτάσει όμως ώς εδώ ο Κωστής έπρεπε να περάσει δεκαπέντε χρόνια σχεδόν χωμένος βαθιά μέσα στα ζεστά σπλάχνα της νύχτας, πίνοντας, καπνίζοντας, αγαπώντας, τραγουδώντας αποσυνάγωγα λαϊκά τραγούδια στα σκυλάδικα (όπου και γνωριστήκαμε ουσιαστικά), σφυρηλατώντας δυνατές φιλίες και γράφοντας βαθιά μες στην ψυχή του αλλά με συμπαθητική μελάνη ακόμη. Καιρός του σπείρειν.
Υστερα, αφού είδε το Χάρο με τα μάτια του, το «πήρε αλλιώς» και έγινε ασκητής στο κέντρο της πόλης, καθαρός από ποτό, αργότερα και από τσιγάρο, «αντιγράφοντας» απαράμιλλα τα ανθρώπινα πάθη, όπως τα έζησε ο ίδιος. Αμείλικτα και ακραία. Καιρός του θερίζειν.
Χάσαμε τον Κωστή. Τον αποχαιρετήσαμε τη Δευτέρα, 24 Μαρτίου στο Νεκροταφείο του Χαλανδρίου, μαζί με πολύ κόσμο, κάθε ηλικίας.
Τόσο πλήθος και τόση συγκίνηση για έναν άνθρωπο που δεν βγήκε ποτέ στο «γυαλί», που έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις και άφηνε να μιλάει γι’ αυτόν μόνο το έργο του μπορεί και να σημαίνει ότι χάσαμε τον Κωστή μας, αλλά οι Ελληνες αναγνώστες κέρδισαν για πάντα τον Κωστή Παπαγιώργη.
Αισθάνομαι την ανάγκη να κλείσω αυτό το σημείωμα όχι με δικά μου λόγια, αλλά με τα λόγια και το ήθος ενός δημοτικού τραγουδιού, που έρχεται από κατακρημνισμένες πλέον κοινότητες και συλλογικότητες άλλων καιρών.
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει
Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους
Και τον Βοριά τον δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός αποκοιμήθη
Και το Βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.