Της Ζυράννας Ζατέλη
«Λένε πως η άνοιξη ξανά
πάλι θα κάνει φόνο
πάλι θα κάνει φόνο κι ύστερα θα πεθάνει»
(Γ. Σαραντάρης)
Κάνουμε καμιά φορά κάτι πράγματα χωρίς λογική, μπορεί και χωρίς συναίσθηση, που ούτε παιδί δεν τα κάνει.
Εμελλε να είναι η προτελευταία ημέρα που θα πήγαινα στο Λαϊκό Νοσοκομείο να δω τον Κωστή Παπαγιώργη, φίλο ιδιαίτερα αγαπητό και ενδόμυχο εδώ και είκοσι έξι χρόνια, που έδινε την ύστατη μάχη του επί γης. Εμοιαζε να ’ναι η πιο κρίσιμη ημέρα, η «γραπτή» του, Πέμπτη 20 Μαρτίου, και κάθε τόσο κατέβαινα στην πίσω αυλή, κοντά σ’ ένα παρτέρι με λουλούδια, να κάνω ένα τσιγάρο. Δεν το συνειδητοποίησα παρά προς το απόγευμα ότι κάθε φορά έβλεπα να κυκλογυρίζει εκεί μια μέλισσα, τόσο επίμονα και ήσυχα γύρω απ’ τα ίδια σημεία, όσο επίμονα κι εγώ την παρακολουθούσα, είχε κολλήσει το μάτι μου, όντας συγχρόνως αφηρημένη… Οσο είναι εδώ αυτή η μελισσούλα, σκέφτηκα κάποια στιγμή―μέλισσα ήταν; σφήκα; δεν ξέρω―, θα είναι κι ο Κωστής εδώ, ακόμα· άμα φύγει η μέλισσα… Τι περίεργο «στοίχημα» για κείνες τις αμήχανες, βαριές ώρες―για να βασανίζομαι το ’βαλα; για να ξεχνιέμαι τάχα; δεν έχω ιδέα. Και σάμπως οι μέλισσες ξενυχτούν σαν τους ανθρώπους;… Την επόμενη ή μεθεπόμενη φορά που κατέβηκα στο παρτέρι να κάνω ένα τσιγάρο, σουρούπωνε πια, η μελισσούλα άφαντη, είχε φύγει γι’ αλλού. Κι ο Κωστής, που τόσο μας λαχτάρισε εκείνην την ημέρα, που μας έβαλε -χωρίς φυσικά να το ζητήσει ο ίδιος- να τρέξουμε όλοι οι φίλοι εκεί για να τον προλάβουμε, έφυγε κι αυτός για αλλού το βράδυ της επομένης. Ηταν 21 Μαρτίου, ημέρα των γενεθλίων του. (Η Ράνια λέει, η γυναίκα του, πως τα γενέθλιά του ήταν στις 20, μα εγώ τον είχα πάντα για τις 21 Μαρτίου, με τα επίσημα εισόδια της Ανοιξης· έστω και «φονικής».)
Αλλοτε πάλι είναι κάτι πράγματα που μόνο μια φορά μπορούμε να τα κάνουμε, δεν έχει άλλη, κι εγώ εκείνην τη μοναδική φορά δεν έκανα αυτό που τόσο ήθελα. Ηταν ένα μολύβι που έβαλα στην τζέπη μου, μαύρο και καλοξυσμένο, με κόκκινο «φλοιό», έχοντας σκοπό να το ρίξω επάνω του κατά την ώρα της ταφής, έτσι συμβολικά, για το καλό κατευόδιο. Να γράφεις κι εκεί, Κωστή―ήθελα να του πω―, και να μας τα στέλνεις! Ομως δίσταζα πολύ, φοβόμουν μη φανεί κάπως «θεατρικό», ή «λογοτεχνικό», ενώ κιόλας σαν να άκουγα τον ίδιο να μυκτηρίζει εγκάρδια μες στη σκέψη μου: Ασε τα μολύβια, βρε Ζυράννα, μας κούρασαν τόσα χρόνια, βγάλαμε τα μάτια μας, πείτε κάνα σκυλοτράγουδο καλύτερα να τελειώνει η ιστορία. Κι έτσι όπως ήμουν μοιρασμένη στα δυο, να ρίξω το μολύβι να μην το ρίξω, η Ράνια ως πρωθιέρεια τόλμησε το δικό της. «Δεν ξέρω πώς θ’ ακουστεί», ακούσαμε τη φωνή της, «αλλά στον Κωστή άρεσαν τα σκυλάδικα και θέλω να του πω αυτό: Ερωτα μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε!» (Θα πάω ωστόσο κι εγώ μια μέρα μόνη μου να του αφήσω το μολύβι· δεν έχει το καθετί έναν περίτρανο σκοπό όταν το κάνουμε, αλλά σκοπός μπορεί να είναι ότι το κάνουμε.)
Λένε πως αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Θεό, ας κοιτάξουμε ένα αγριολούλουδο, ή το ηλιοβασίλεμα στο βάθος… Συμπάθα με, Κωστή, που μου κόπηκαν τα χέρια κι η μιλιά με το τελευταίο «έργο» σου και δεν είμαι σε θέση να μιλήσω για την υπεροχή του υπόλοιπου, για σένα ως σύνολο, όπως τόσο το αξίζεις· συμπάθα με που κατέφυγα σε δυο ταπεινά επεισόδια με μέλισσες, μολύβια και σκυλιά, ως αντιπερισπασμό στα άρρητα.
Επειτα, η αληθινή λύπη έχει μια ποιότητα, μιαν απόκοσμη τρυφεράδα…
Υποκλίνομαι στη ζωή και στη γραφή και στην τελευτή σου.