ΗΠΑ και Γερμανία τα βάζουν τώρα με την υποτίμηση του ιαπωνικού γεν, όταν εδώ και καιρό κέρδιζαν από σκιώδεις πρακτικές στοχευμένων συναλλαγματικών υποτιμήσεων
Του Μπάμπη Μιχάλη
Μπαίνουμε σε έναν ανοικτό νομισματικό πόλεμο ή μήπως ο πόλεμος αυτός συμβαίνει υπόγεια εδώ και χρόνια;
Καθώς η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να τρεκλίζει, ελάχιστες χώρες στον κόσμο επιθυμούν σήμερα ένα ισχυρό εθνικό νόμισμα. Κάποιες εξ αυτών μάλιστα -μεταξύ άλλων και μερικές από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη- έχουν αρχίσει να αποδυναμώνουν ανοικτά το νόμισμα τους με στόχο να καταστήσουν τις εξαγωγές τους ανταγωνιστικότερες.
Ομως, η κίνηση της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος -προκειμένου μια χώρα να τονώσει τις εξαγωγές της, την εγχώρια παραγωγή της και συνολικά την οικονομία της- ενέχει τεράστιους κινδύνους. Εάν οι εμπορικοί εταίροι αυτής της χώρας ανταποδώσουν, υποβαθμίζοντας και αυτοί τα νομίσματα τους, τότε ο νομισματικός πόλεμος έχει ξεκινήσει. Και όπως η Ιστορία έχει δείξει στη δεκαετία του ’30, ο νομισματικός πόλεμος επιταχύνει τον αποπληθωρισμό, την αδιάκοπη δηλαδή πτώση των τιμών, η οποία με τη σειρά της βουλιάζει την παγκόσμια οικονομία στη διαρκή ύφεση.
Τα βλέμματα όλων έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες στην Ιαπωνία. Η νέα κυβέρνηση της 3η μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου -που βρίσκεται στο τούνελ του αποπληθωρισμού εδώ και δεκαετίες- ανακοίνωσε μια κλασική κεϊνσιανή μέθοδο τόνωσης της οικονομίας της, με πρόγραμμα δημοσίων δαπανών συνολικού ύψους 117 δισ. δολαρίων. Παράλληλα η κεντρική τράπεζα της χώρας διπλασίασε τον στόχο της για τον πληθωρισμό στο 2% και υποσχέθηκε την αγορά ομολόγων και άλλων αξιών προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.
Η αντίδραση της Δύσης – που στο τελευταίο δίμηνο είδε το γεν να υποτιμάται κατά 20% έναντι του ευρώ και κατά 10% έναντι του δολαρίου- ήταν άμεση. Κατηγόρησε άμεσα την ιαπωνική κυβέρνηση για πολιτικές υποτίμησης του γεν, ενώ πιο λάβρος ο επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Γενς Βάιντμαν προειδοποίησε την Τράπεζα της Ιαπωνίας ότι θα οδηγήσει τον κόσμο σε έναν ολέθριο γύρο ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.
Βέβαια, οι ιαπωνικές εξαγωγές, όπως και αρκετών ακόμη χωρών στον κόσμο, υποφέρουν εδώ και χρόνια εξαιτίας του υποτιμημένου γουάν, του νομίσματος της Κίνας. Κανείς όμως, ούτε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ούτε η Γερμανία, ούτε Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά ούτε και η Ιαπωνία τόλμησαν να μιλήσουν στα τελευταία 10 χρόνια για κίνδυνο νομισματικού πολέμου εξ αιτίας της πολιτικής του υποτιμημένου γεν που ακολούθησε η κεντρική τράπεζα της Κίνας.
Οι διαμαρτυρίες τους ήταν πάντα χλιαρές και σε κόσμιο πλαίσιο αφού το υποτιμημένο γουάν δεν ωφελούσε μόνο τις κινέζικες εξαγωγές αλλά και:
α) τις πολυεθνικές εταιρείες της Δύσης που παράγουν πάμφθηνα τα προϊόντα τους στην πολυάνθρωπη χώρα.
β) τις κυβερνήσεις της Δύσης που χρηματοδοτούνται εδώ και χρόνια μέσω της αγοράς των ομολόγων τους από το πλουσιότερο κινεζικό κράτος.
Κανείς όμως ακόμη δεν τόλμησε να μιλήσει ενάντια στην πολιτική που ακολουθεί -επίσης εδώ και χρόνια- η αμερικανική Fed. Αφού μηδένισε τα επιτόκια δανεισμού της, η Fed επιχειρεί εδώ τρία περίπου χρόνια να τονώσει την αμερικανική οικονομία μέσω της περιβόητης «ποσοτικής χαλάρωσης» -της διαρκούς δηλαδή διοχέτευσης ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα με την επαναγορά κρατικών ομολόγων.
Η πολιτική αυτή όχι μόνο κρατά το δολάριο τεχνητά υποτιμημένο σε σχέση με το ευρώ και άλλα νομίσματα, αλλά οδηγεί και στη δημιουργία κερδοσκοπικού χρήματος, το οποίο αναζητεί υψηλότερες αποδόσεις σε νομίσματα και αξίες ταχύτατα αναπτυσσόμενων οικονομιών όπως αυτή της Βραζιλίας, προκαλώντας τους κερδοσκοπικές φούσκες.
Αλλά και η Γερμανία, που επικρίνει δριμύτατα σήμερα την Ιαπωνία, μήπως δεν είναι η χώρα που επωφελήθηκε περισσότερο από το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών της ευρωζώνης. Η δημιουργία του ευρώ εκτόξευσε τις εξαγωγές της έναντι των υπολοίπων εταίρων, ενώ κατέστησε το μοντέλο ανάπτυξης της αμιγώς προσανατολισμένο σε αυτές.