Περιβαλλοντικές οργανώσεις και ο πρύτανης του ΑΠΘ, Γιάννης Μυλόπουλος, βάλλουν κατά της εξόρυξης της Ελληνικός Χρυσός
Του Νίκου Φωτόπουλου
«Η επένδυση της εταιρείας Ελληνικός Χρυσός είναι καταστροφική για το περιβάλλον, την οικονομία, αλλά και την κοινωνία», ξεκαθαρίζει με επίσημη δήλωσή του ο πρύτανης του ΑΠΘ, Γιάννης Μυλόπουλος, την ώρα που το Πανελλήνιο Δίκτυο Οικολογικών Οργανώσεων, οι Επιτροπές Αγώνα κατά της Επέκτασης της Μεταλλευτικής Δραστηριότητας και ο Σύλλογος Φίλων Περιβάλλοντος Ιερισσού ζητούν την «άμεση και οριστική διακοπή της επέκτασης της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Χαλκιδική και την αποκατάσταση των ζημιών που έχουν ήδη προκληθεί».
Σε ψήφισμα, στο οποίο κατέληξαν έπειτα από διήμερο ενημέρωσης στην Ιερισσό, αναφέρεται ότι με την επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη βορειοανατολική Χαλκιδική «θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην ποσότητα και ποιότητα του υδατικού δυναμικού, στο έδαφος, το δάσος, τη χλωρίδα και την πανίδα και στην ποιότητα του αέρα της ευρύτερης περιοχής. Ολα τα προηγούμενα, εκτός των επίσης μη αναστρέψιμων συνεπειών που θα έχουν στη σωματική και ψυχική υγεία των κατοίκων, θα προκαλέσουν και σοβαρές συνέπειες στις οικονομικές δραστηριότητές τους (γεωργία, κτηνοτροφία, μελισσοκομία, αλιεία, τουρισμός κ.λπ.), οι οποίες είναι ασύμβατες με τη μεταλλεία», καταλήγει η σχετική απόφαση.
«Καταστροφική επένδυση»
Στο μεταξύ, σε μήνυμα κατά της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές που έστειλε ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μυλόπουλος, τονίζει: «Το ΑΠΘ, διά του Συμβουλίου Περιβάλλοντός του, στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι σχολές και οι ακαδημαϊκές του μονάδες, έχοντας μελετήσει σε βάθος τα διαθέσιμα στοιχεία, γνωμοδότησε ότι η επένδυση της Εταιρείας Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. στη βόρεια Χαλκιδική, με τον τρόπο που σχεδιάστηκε και υλοποιείται, είναι καταστροφική για το περιβάλλον, την οικονομία, αλλά και την κοινωνία στην ευρύτερη περιοχή.
Η μεταλλευτική δραστηριότητα όχι μόνο δεν ευνοεί την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της Χαλκιδικής, αλλά καταστρατηγεί και τις τρεις βασικές παραμέτρους της αειφορίας (περιβάλλον, οικονομία και κοινωνία), καθώς η φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος δεν αντέχει το βάρος μιας τόσο εκτεταμένης μεταλλευτικής δραστηριότητας. Καταρχήν η εξόρυξη χρυσού, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται μέσα από τη σύμβαση παραχώρησης, υποβαθμίζει σημαντικά το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο τα δάση, τα νερά, το έδαφος, την ατμόσφαιρα, τα οικοσυστήματα και τις παραλίες.
Δεύτερον, συνιστά εμπόδιο για την ανάπτυξη των υπόλοιπων οικονομικών δραστηριοτήτων στην περιοχή, όπως είναι ο πρωτογενής τομέας με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, αλλά και ο τριτογενής, με τον τουρισμό. Και τρίτον, αλλά εξίσου σημαντικό, έχει αρνητική επίδραση στην κοινωνική συνοχή της περιοχής, καθώς έχει διχάσει βαθιά την τοπική κοινωνία και έχει οξύνει τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις».
Και καταλήγει: «Η συγκεκριμένη επένδυση ουδεμία σχέση έχει με τις αρχές της αειφορικής ανάπτυξης της περιοχής, καθώς υποβαθμίζει και τους τρεις πυλώνες της αειφορίας. Αντίθετα, διαθέτει όλα τα στοιχεία του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας τη χώρα σε περιβαλλοντική υποβάθμιση, οικονομική χρεοκοπία και κοινωνική εξαθλίωση».