Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Δεκάδες μολυβένια στρατιωτάκια με διάφορες στολές, παραταγμένα στη σειρά στο ύψος ενός βαθυγάλανου καναπέ, κάνουν τον γύρο της τεράστιας βιβλιοθήκης που καλύπτει από πάνω ώς κάτω τους τοίχους ενός μεγάλου καθιστικού. Είναι το ψηλοτάβανο μαδριλένικο γραφείο του πολυβραβευμένου Χαβιέρ Μαρίας, του πλέον Βρετανού από τους σημαντικούς Ισπανούς συγγραφείς, μάστορα στο θρίλερ ιδεών (Καρδιά τόσο άσπρη, Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς, Το πρόσωπό σου αύριο). «Αισθάνομαι ότι κατά κάποιο τρόπο φυλάνε τη βιβλιοθήκη μου, και μου αρέσει να φαντάζομαι τις ζωές τους όπως κάνω και με τους μυθιστορηματικούς ήρωες», μου είχε πει. «Αλλωστε, η επινόηση ιστοριών είναι το παιχνίδι των συγγραφέων!»
Ετσι, σαν μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, προσέγγισε τους είκοσι περίφημους (μη Ισπανούς) συγγραφείς τού Γράφοντας τις ζωές των άλλων (Πατάκης, μτφρ. Γεωργία Ζακοπούλου) και τις έξι καλλιεργημένες γυναίκες που δραπέτευσαν. Πρόκειται για μια πνευματώδη και δηλητηριώδη ταυτόχρονα λογοτεχνική πινακοθήκη, βασισμένη σε αξιοπερίεργες λεπτομέρειες της ζωής -αλλά όχι του έργου- των νεκρών «πρωταγωνιστών» της. Ο Μαρίας τούς ζωντανεύει με τις απίθανες αδυναμίες τους, όλες βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες, παρουσιάζοντας και σπάνιες φωτογραφίες τους, που μάλιστα σχολιάζει εξαιρετικά.
Ο αγαπημένος του «πρωταγωνιστής» είναι ο δημιουργός του εμπνευσμένου, χιουμοριστικού, οξυδερκούς, μπεστ σέλερ του 1760 Τρίστραμ Σάντυ, ο εύθυμος Λώρενς Στερν, που ξεκίνησε τη ζωή του ως εφημέριος. Ηταν αυτός που, όπως σημειώνει ο Μαρίας, «καθιέρωσε ως μόδα στην κοινωνία της εποχής του, να αποδιώχνουν ήρεμα τις μύγες αντί να τις σκοτώνουν όταν γίνονταν ενοχλητικές, όπως έκανε ο λογοτεχνικός του ήρωας θείος Τόμπι».
Οι υπόλοιποι «πρωταγωνιστές» ονομάζονται: Γουίλλιαμ (Φώκνερ) – «μετά τον θάνατό του βρέθηκαν στοίβες γραμμάτων και χειρογράφων που του είχαν στείλει οι θαυμαστές του και τα οποία δεν είχε ανοίξει ποτέ»· Τζόζεφ (Κόνραντ)- «η φυσιολογική του κατάσταση κυμαινόταν από την ανησυχία στη νευρική υπερένταση»· Ισακ (Ντίνεσεν) -«είχε κολλήσει σύφιλη από τον σύζυγό της και σχολίαζε πόσο τρομερό είναι για μια γυναίκα να στερείται το δικαίωμα στον έρωτα»· Τζουζέππε (Τομάζι ντι Λαμπεντούζα)- «η αγορά βιβλίων ήταν σχεδόν το μοναδικό του έξοδο»· Χένρυ (Τζέημς) – «όταν αναφερόταν στον Οσκαρ Γουάιλντ δίσταζε για το αν θα τον αποκαλέσει “ρυπαρό κτήνος”, “ξιπασμένο ηλίθιο” ή “φουκαρά αγροίκο”»· Αρθουρ Κόναν (Ντόυλ) – «επέμεινε να συμμετάσχει στον πόλεμο των Μπόερς και πήγε 40 χρόνων ως γιατρός»· Ρόμπερτ Λούις (Στήβενσον) – «αγαπούσε πολύ και υπεράσπιζε τις πόρνες»· Ιβάν (Τουργκένιεφ) – «μετά από μια έντονη συζήτηση για τον εξευρωπαϊσμό ή όχι της Ρωσίας, ο Τολστόι τον κάλεσε σε μονομαχία, ο Τουργκένιεφ ζήτησε συγγνώμη αλλά τον προκάλεσε κι εκείνος αργότερα, ζητώντας όμως αναβολή, μέχρι που συμφιλιώθηκαν μετά από 17 χρόνια»· Βλαντίμιρ (Ναμπόκοφ) – «έχοντας τη φήμη του μισάνθρωπου είναι ν’ απορεί κανείς πόσο συχνά εμφανίζονται στο στόμα του οι λέξεις “ηδονή”, “ευτυχία” ή “έκσταση”»· Ράινερ Μαρία (Ρίλκε) – «ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα, ομολογούσε ότι μόνο με τις γυναίκες μπορούσε να μιλάει και μόνο μ’ εκείνες ένιωθε άνετα»· Μάλκολμ (Λόουρυ) – «συχνά έπαιρνε μαζί του κι έπαιζε γιουκαλίλι» κι όμως «ήταν ο πιο αυτοκαταστροφικός συγγραφέας»· Μαρί-Αν (μαρκησία Ντυ Ντεφάν) – «ήταν ακαταπόνητη επιστολογράφος»· Ράντγιαρντ (Κίπλινγκ) – «κατηγορήθηκε ως “ιμπεριαλιστής” συγγραφέας, αλλά εκείνος απαντούσε πως ήταν μάλλον “αυτοκρατορικός”», Αρθούρος (Ρεμπώ) – «ποτέ δεν επωφελήθηκε από τα χαρίσματά του», μάλιστα «θα έλεγε κανείς πως κάθε τόσο κουραζόταν να είναι εκείνος που ήταν»· Τζούνα (Μπαρνς) – «είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες με άντρες και με γυναίκες»· Οσκαρ (Γουάιλντ) – «ήταν εξαιρετικός αφηγητής, πολύ καλύτερος στον προφορικό λόγο απ’ ό,τι στον γραπτό».
Υπάρχουν ωστόσο και οι «κακοί» της παρέας: είναι εκείνοι που έπαιρναν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Ο Μαρίας δηλώνει πως τους αντιπαθεί, και στολίζει τα πορτρέτα τους με αρκετά μυστικά της κλειδαρότρυπας και περισσή ειρωνεία. Είναι ο Τζέημς (Τζόυς) – «ήταν κοπρολάγνος», ο Τόμας (Μαν) – «ήταν απολύτως πεπεισμένος για την αθανασία του», και ο Γιούκιο (Μισίμα) – «δεν είχε ποτέ νιώσει τι θα πει έντονος ή ανεξήγητος πόνος μέχρι την ημέρα του δικού του θανάτου».
Κανένα από αυτά τα πορτρέτα, ούτε τα γυναικεία (Εμιλυ Μπροντέ κ.ά.) δεν έχει γεράσει. Κι όμως γράφηκαν πριν από 22 χρόνια, όχι ως κριτικά δοκίμια όπως τα Ξένα Ακρογιάλια του Τζ. Μ. Κουτσί (Μεταίχμιο) αλλά ως ανάλαφρα αφηγήματα για το περιοδικό του Φερνάντο Σαβατέρ (Claves de Razon Practica), τα οποία «χτενίστηκαν» το 1999. Δυστυχώς η φρεσκάδα τους επισκιάζεται κάπου κάπου από την αβάσταχτη ελαφρότητα της μετάφρασης…
……………………………………………….
… και έργα ανεξάρτητα
Αραγε θα οδηγηθεί το κοινό από την πινακοθήκη των συγγραφέων στη βιβλιοθήκη των έργων;
Ναι, εάν κάποιο ανεκδοτολογικό στοιχείο, κάποιο κουσούρι ή κάποια αποκοτιά του «ήρωα» κεντρίσει αρκετά τον αναγνώστη ώστε να αποφασίσει να μπει στον λογοτεχνικό λαβύρινθο ελπίζοντας να βρει το νήμα. Ο Μαρίας δεν τον βοηθά πάντως, δεν αναφέρει παρά ελάχιστους τίτλους, δεν σχολιάζει μυθιστορήματα ή ποιήματα. Απευθύνεται είτε σ’ εκείνους που ξέρουν είτε σ’ εκείνους που δεν νοιάζονται για τη λογοτεχνία καθαυτή, όχι όμως στην ενδιάμεση κατηγορία που αναζητά καθοδήγηση. Κατά κάποιο τρόπο, η σχεδόν σκανδαλοθηρική προσέγγισή του, που μένει μετέωρη, υποχρεώνει τους φιλαναγνώστες να σταματήσουν να ερμηνεύουν τα λογοτεχνικά έργα μέσα από το πρίσμα της προσωπικότητας του δημιουργού τους. Ο Μαρίας τούς διαπαιδαγωγεί να τα εξερευνούν ως ανεξάρτητα. Οι άνθρωποι που τα γράφουν, μας λέει, είναι υπάρξεις τραγικές, όπως ενδεχομένως κι αυτοί που τα διαβάζουν, αλλά το δράμα ή οι εκκεντρικότητες δεν είναι απαραίτητα προαπαιτούμενα της τέχνης. Η λογοτεχνία είναι ένα μυστήριο, και ο Μαρίας το υποστηρίζει σαν τέτοιο. Ταυτόχρονα όμως, υπονομεύει και τους πολυπράγμονες ερμηνευτές της. Καταγράφει όσα σπεύδουν να αφήσουν απέξω οι κριτικοί, οι ιστορίες της λογοτεχνίας και οι ίδιοι οι συγγραφείς. Οτι ο Ρεμπώ δεν άλλαζε ποτέ ρούχα και μύριζε απαίσια. Οτι ο Αρθουρ Κόναν Ντόυλ δεν βγήκε βουλευτής στο Εδιμβούργο το 1900 επειδή έπεσε θύμα λασπολογίας για το ότι είχε μεγαλώσει ως καθολικός, ωστόσο 20 χρόνια αργότερα αφοσιώθηκε στον πνευματισμό. Οτι ο Στήβενσον ήταν ανεκτικός στον κανιβαλισμό των ιθαγενών της Σαμόα. Οτι ο Μάλκολμ Λόουρυ επιχείρησε δυο φορές να στραγγαλίσει τη γυναίκα του. Οτι ελάχιστοι ήσαν ερωτικά δραστήριοι… Γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Ισως διότι μετράει στην τέχνη η σχέση με την πραγματική ζωή.