Η τηλεόραση έκανε φίρμα αυτή την ξεχωριστή και γοητευτική ηθοποιό, που ξεκίνησε ουσιαστικά την καριέρα της από το θρυλικό «Ελεύθερο Θέατρο». Τα τελευταία χρόνια ζει μια δεύτερη καλλιτεχνική άνοιξη. Ενσαρκώνοντας την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γνώρισε μια πρωτόγνωρη επαφή με το κοινό. Φέτος, στο «Χαμάμ», γίνεται μια δεύτερης κατηγορίας τραγουδίστρια, που η αγάπη της ζωής της ήταν ο «Δράκος» του Σέιχ Σου
«Το σπίτι μου ήταν πολύ φτωχικό, αλλά καθόλου μελαγχολικό. Οι γονείς μου με τρία παιδιά θα ήθελαν λίγο περισσότερα χρήματα για να τους αγοράσουν ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Οπως όλοι τότε, μεγαλώναμε με αποφόρια. Εραψα παλτό στα 22 μου. Στη χούντα ενωθήκαμε. Υστερα ήρθε η φενάκη της μεταπολίτευσης, το τάχα σοσιαλιστικό, η δήθεν ευμάρεια. Ολα πλαστά. Λήστευαν και δανειζόντουσαν κι εμείς στον απατηλό κόσμο μας. Ενα ξεροκόμματο γλείφαμε και πιστεύαμε ότι τρώγαμε χαβιάρι
Της Εφης Μαρίνου – Φωτογραφία: Μάριος Βαλασόπουλος
Το είδα με τα μάτια μου. Τη χειροκροτούσαν επί δεκαπέντε λεπτά. Στο τέλος, συγκινημένη, παρακαλούσε να την αφήσουν να αποχωρήσει από τη σκηνή. Η Νένα Μεντή έκανε μια μεγάλη προσωπική επιτυχία ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Και τώρα κάνει άλλη στο «Χαμάμ». Σ’ ένα λιλιπούτειο πάλκο και με παρτενέρ τον Παναγιώτη Τσεβά ερμηνεύει μια Σαλονικιά τραγουδίστρια. Η παράσταση «Η Σύλβα και ο Δράκος» βασίζεται σ’ ένα από τα κεφάλαια του βραβευμένου βιβλίου του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου». Η παράσταση στις 24 Απριλίου μετακομίζει -πού αλλού;- στη Θεσσαλονίκη.
Η Νένα Μεντή, κατάξανθη εξηντάρα, τραγουδάει και εξιστορεί τα «ατίθασα νιάτα» της, τους έρωτες, την καριέρα, τη μεγάλη της αγάπη: τον άντρα που, όπως λέει, μετά από μια στημένη δίκη, εκτελέστηκε άδικα ως Δράκος του Σέιχ Σου, τον Αριστείδη Παγκρατίδη.
Η Σύλβα είναι μια «δεύτερη» τραγουδίστρια, «καλή, άσχετα που δεν έκανε δισκογραφία», αλλά βασίλισσα της νύχτας που έσκιζε στα νυχτερινά μαγαζιά. «Φύση ανήμερη και τύπος περιπετειώδης», δεν κουβαλούσε κανένα κόμπλεξ με τη δεύτερη κατηγορία της φωνής της. Ούτε και με τίποτα άλλο. Κατάπινε τη ζωή με τη λαιμαργία της έφηβης.
«Σκεφτόμουν τη διασκευή ολόκληρου του βιβλίου με εννέα ρόλους, αλλά οι παραγωγοί απέρριπταν την ιδέα ως μεγαλεπήβολη. Μέχρι που αξιοποίησα την πρόταση του ιδιοκτήτη του Χαμάμ να κάνω εκεί ό,τι θέλω. Πρότεινα στον Θωμά Κοροβίνη το απόσπασμα με τη Σύλβα. Δέχτηκε με χαρά, έκοψε κι έδεσε στο κείμενο, έβαλε τραγούδια της εποχής, όχι σουξέ αλλά «δεύτερα», όπως δεύτερη τραγουδίστρια ήταν και η Σύλβα», μας λέει η Νένα Μεντή. «Η σχέση μου με το τραγούδι είναι αγαπησιάρικη. Ο πατέρας μου, Σπήλιος Μεντής, ήταν συνθέτης και στιχουργός. Μεγάλωσα με ακούσματα δυτικής μουσικής – το λαϊκό απαγορευόταν. Κι ακριβώς αυτή η απαγόρευση με έσπρωξε να αγαπήσω το λαϊκό τραγούδι. Από οκτώ χρονών ακούω Καζαντζίδη. Οποτε μου δινόταν η ευκαιρία ψευτοτραγουδούσα. Σε παρέες, στο θέατρο, σε μαγαζιά. Αυτά τα τραγούδια είναι οι μνήμες, η ζωή, η έκφρασή μου. Εχω νταλκά μαζί τους».
• Δεν δυσκολευτήκατε δηλαδή με τον ρόλο της Σύλβας;
«Μαθαίνω πολύ εύκολα τα κείμενα. Εδώ δυσκολεύτηκα γιατί η γλώσσα δεν είναι η σύγχρονη θεσσαλονικιώτικη με «με» και «σε», αλλά η βαριά της εποχής του ’50 και του ’60, παροπλισμένη σήμερα. Επίσης η σύνδεση κειμένου και τραγουδιού ήταν καινούργια, δύσκολη εμπειρία. Πρέπει να μπαίνω από το συναίσθημα του τραγουδιού -που για μένα, ως μη τραγουδίστρια, αποτελεί είδος «μονολόγου»- απευθείας στη φόρμα και την ερμηνεία του πεζού. Αλλά και το ότι είμαι καθιστή στο πάλκο με βγάζει έξω από τα νερά μου. Δεν φανταζόμουν πόσο δύσκολο θα ήταν. Στον ηθοποιό λειτουργούν συγχρόνως γλώσσα, αίσθημα, σώμα. Εδώ η ένταση της ακινησίας με τρελαίνει. Με κάνει να πιέζω τα χέρια στις άκρες της καρέκλας με αποτέλεσμα να σχίζεται κάθε βράδυ το καλσόν. Τα πόδια μου γίνονται κατάμαυρα. Ας αφήσουμε τις ανάσες που πρέπει να βρίσκω τραγουδώντας για να μη σκάσω. Μου λένε ότι τα κατάφερα. Αλλά μερικές φορές που ζορίζομαι, μου έρχεται να το πω και στον κόσμο…».
• Αυτή η κρυφή συνεννόηση με το κοινό δεν είναι εκατέρωθεν γοητευτική;
«Την εμπεριέχει η δουλειά μας. Ο θεατής χαίρεται όταν τον αφήνεις να καταλάβει ότι κι ο ηθοποιός είναι άνθρωπος κανονικός, ευάλωτος σαν αυτόν. Κάποτε λέω: «σώνει πια το κούνημα, κουράστηκα». Αλλωστε και η Σύλβα θα το έλεγε έτσι. Είναι τόσο σπαρταριστό το κείμενο, με ύφος γεμάτο εικόνες και γλώσσα τολμηρή».
• Σοκάρονται κάποιοι από τις ερωτικές περιγραφές;
«Είπα στον Κοροβίνη μην τολμήσει και κόψει τίποτα. Μερικοί τσινάνε με τα ερωτικά, αλλά και με τα πολιτικά – όταν λέω: «Είμαστε φοβισμένοι. Χωροφύλακας ίσον κράτος. Και το κράτος το φοβόμαστε και το μισούσαμε». Δεν του άρεσε καθόλου ενός κυρίου. Στριφογύριζε στην καρέκλα του, σαν να ήθελε να φύγει, αλλά δεν ήταν κι εύκολο – πού να περάσει απ' τον κόσμο… Με τα ερωτικά άντε να νιώσουν λίγο αμήχανα. Αλλά ο πολύς κόσμος ξετρελαίνεται. Ο μονόλογος είναι φυσικός, ανεπιτήδευτος, γεμάτος αληθινή ζωή. Μια σέξι, ώριμη γυναίκα αφηγείται τη ζωή της. Το 1976 που δούλευα στο Θεσσαλικό, έτυχε να γνωρίσω τραγουδίστριες αυτής της κατηγορίας. Μέναμε στο ίδιο ξενοδοχείο. Μάλιστα δύο φορές πήγα σε λαϊκά κέντρα, στη Λάρισα και στον Βόλο. Στην επαρχία ο κόσμος της νύχτας φωτίζει εντονότερα την παρακμή. Κάποιες είχαν και καλές φωνές. Κέρδιζαν το μεροκάματο τραγουδώντας βαμμένες κι αστραφτερές ή κάνοντας λίγο κονσομασιόν. Και τα ξημερώματα τις έβλεπα να ανεβαίνουν στο δωμάτιό τους, μελαγχολικές, μαραμένες, γερασμένες πριν την ώρα τους. Ηξεραν ότι η καριέρα τους εξαντλείται εκεί, στην πίστα του επαρχιακού σκυλάδικου».
• Τι σας άφησε η μεγάλη θεατρική σας επιτυχία με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου;
«Κάτι απολύτως πρωτόγνωρο στη σχέση μου με τον κόσμο που δεν θα ξαναβρώ ποτέ ό,τι κι αν κάνω. Επί ένα χρόνο δεν μας έδιναν χώρο. Ετοιμαζόμουν να το παίξω σε μια πλατεία, μ’ ένα τραπεζάκι, ένα μαγνητόφωνο, μια λαμπίτσα. Μέχρι που βρέθηκε παραγωγός και η παράσταση είχε αυτή την πορεία. Κάπου χτύπησε φλέβα. Για τον καθένα σήμαινε κάτι ξεχωριστό: η Μικρασία, η φτώχεια, η μάνα, τα τραγούδια, η νεκρή κόρη, η γριά με τη ρόμπα κι ό,τι κουβαλούσε στην καμπούρα της;».
• Η ερμηνεία σας όμως ζωντάνεψε το πρόσωπο.
«Δεν προσπάθησα να παίξω την Ευτυχία, μια γυναίκα άπιαστη, φευγάτη. Ημουν η Νένα. Η υποκριτική μου εξυπνάδα, ας πούμε, ήταν να μην την μιμηθώ. Αλλωστε, δεν είχαμε τίποτα κοινό πλην της πόκας… Οχι ότι είμαι εξαρτημένη, αλλά επειδή παίζω, καλά μάλιστα, ξέρω πώς ένιωθε όταν πουλούσε τους στίχους της. Αφηγήθηκα απλώς κομμάτια της ζωής της. Μου πρότειναν τη μεταφορά της στην τηλεόραση – εννοείται ότι αρνήθηκα. Δεν θα το έκανα αυτό στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Η παράσταση μου αποκάλυψε περίτρανα τον λόγο που κάνω θέατρο – μη νομίζεις ότι τον ξέρουμε οι ηθοποιοί. Συνειδητοποίησα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η επικοινωνία με τον κόσμο. Πριν νόμιζα ότι παίζω για μένα, επειδή αγαπώ τη δουλειά μου. Αν τύχαινε να αρέσει και σε κάποιον, μακάρι. Ε μετά την Ευτυχία αυτό άλλαξε».
• Υπάρχει όριο στην έκθεση του ηθοποιού μέσα από την τηλεόραση;
«Η υπερέκθεση μπορεί να σε κάνει να χαθείς μέσα στον εαυτό σου. Να φτάσεις στο σημείο να απεχθάνεσαι αυτό στο οποίο απευθύνεσαι. Χρωστάω πολλά στην τηλεόραση, αλλά για μένα τελείωσε οριστικά. Είναι ένας σκουπιδοντενεκές. Και δεν θα πάω ποτέ στη δημόσια τηλεόραση μετά από το «μαύρο». Μου πρότειναν σίριαλ και φυσικά αρνήθηκα. Θα μου πεις, σε είδα σε μια συνέντευξη για την παράσταση. Και πάλι σκέφτηκα αν πρέπει να πάω. Αλλά να είμαι κάθε εβδομάδα φάτσα φόρα, ποτέ. Θέλω συνειδητά να απέχω. Μοιάζει σαν να πουλάω μούρη, αλλά δεν είναι έτσι. Ούτε λεφτά θέλω ούτε δόξα. Δεν κάνω καμιά επανάσταση. Απλώς κάποια πράγματα ξεπερνούν τα όριά μου. Κι ύστερα, ίσως, να αισθάνομαι πιο προνομιούχα από συναδέλφους. Είμαι σχεδόν 70 χρονών, μεγάλη για να λέω μεγάλα λόγια. Αλλά με τα σημερινά κρατικά ιδρύματα -που έχουν πλέον τη στάμπα της κρατικής υπηρεσίας- δεν θέλω σχέσεις. Ανέκαθεν είχα θέμα με την άσκηση της εξουσίας πάνω μου. Κλοτσούσα την καρδάρα με το γάλα, έμενα χωρίς δουλειά, γύριζα σπίτι όπου με περίμενε ένα μωρό παιδί. Το σπίτι, οι μνήμες μου, η όποια παιδεία μου βοήθησαν να μη γίνομαι πολύ ρεζίλι».
• Υπερβολική…
«Θεατές μού λένε «τι ωραία πράγματα κάνετε». «Εχω κάνει και σαχλαμάρες», τους θυμίζω την αλήθεια. Στην τηλεόραση χαλάρωνα μερικές φορές. Αντε να το κάνουμε, έλεγαν κάποιοι συνάδελφοι, θα πάρουμε και καλά λεφτά. Και το έκανα. Επαγγελματίας ήμουν άλλωστε. Θα βοηθήσω και δυο φίλους σκεφτόμουν, που είναι στην απέξω, ενώ εγώ έτυχε να είμαι από μέσα. Οχι ότι έγινα ποτέ μέρος του συστήματος. Δεν μπήκα σε κόλπα ούτε νιώθω ενοχές. Τώρα τελευταία κάνω τις δικές μου επιλογές. Κι αν έγινα γνωστή, το χρωστώ στις «Τρεις Χάριτες», 45 χρονών πια άρχισα να ανασαίνω. Μέχρι τότε δεν ήξερε κανείς αν είχα γάλα για το παιδί μου. Δούλεψα λοιπόν και έτσι και γιουβέτσι… Εχω πλήρη συνείδηση αυτού που μου συνέβη. Και φυσικά δεν δηλώνω ηθοποιός λαϊκή, έντεχνη κ.λπ. Αυτοί οι χαρακτηρισμοί αφορούν το τραγούδι, όχι το θέατρο».
*INFO: «Χαμάμ» (Δημοφώντος 97 – Ανω Πετράλωνα – τηλ.: 2103421212) «Η Σύλβα και ο Δράκος» του Θωμά Κοροβίνη. Ερμηνεύουν: Νένα Μεντή, Παναγιώτης Τσεβάς (ακορντεόν). Δευτέρα-Τρίτη.
…………………………………………………………………………………………………………………………..
Η πλατεία Αμερικής με ασκεί στην ανεκτικότητα απέναντι στους ξένους
• Θα τα καταφέρουμε ως χώρα;
«Δεν βλέπω ανάσχεση της κατηφόρας. Εν δυνάμει όλοι είμαστε έτοιμοι να την κάνουμε την κουτσουκέλα, να τη φέρουμε στον άλλον, να βολευτούμε. Αν και με θεωρώ ντόμπρα, ξέρω ότι και η δική μου στάση μπάζει κάπου. Τι φταίει και δεν μπορούμε να το πάρουμε αλλιώς; Ο τόπος, το περιβάλλον, η έλλειψη παιδείας, το σύστημα που δεν ξεριζώνεται ποτέ, η βαθύτερη φύση του Ελληνα; Πάντως υπάρχει μια… βλάβη μέσα μας, που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Θυμάμαι τους γονείς, τους θείους, τη γειτονιά να αμύνονται στην ανέχεια χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά τους. Το σπίτι μου ήταν πολύ φτωχικό, αλλά καθόλου μελαγχολικό. Οι γονείς μου με τρία παιδιά θα ήθελαν λίγο περισσότερα χρήματα για να τους αγοράσουν ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Οπως όλοι τότε, μεγαλώναμε με αποφόρια. Εγώ έραψα παλτό στα 22 μου. Στη χούντα ενωθήκαμε. Υστερα ήρθε η φενάκη της μεταπολίτευσης. Το τάχα σοσιαλιστικό, η δήθεν ευμάρεια. Ολα πλαστά. Δημιούργησαν κοτζάμ μεσαία τάξη και τώρα τη διέλυσαν. Λήστευαν και δανειζόντουσαν κι εμείς στον απατηλό κόσμο μας. Χρόνια τώρα ζούμε στην ασχήμια εκλαμβάνοντάς την ως ομορφιά. Ενα ξεροκόμματο γλείφαμε και πιστεύαμε ότι τρώγαμε χαβιάρι».
• Προσωπικά παραπλανηθήκατε σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο;
«Οταν μάζεψα λίγα χρήματα και είπα να αγοράσω ένα σπίτι δεν πήγα στα βόρεια προάστια. Διάλεξα ένα στη γειτονιά μου, την πλατεία Αμερικής. Είμαι ασκημένη να ζω στα λίγα και στα λίγο περισσότερα. Εχω ένα Μίνι Κούπερ σαράντα χρόνια. Το πέρασα ΚΤΕΟ κι ένιωσα περήφανη. Δεν έχω χτυπηθεί από την κρίση, ίσως γιατί έχω μια ιδιόμορφη σχέση με το χρήμα. Τι είναι τα λεφτά; Χαρτιά. Οπότε πληρώνω χαράτσια, φόρους, βοηθάω όπου μπορώ. Οταν τελειώσουν, βλέπουμε. Το θέμα είναι τι θα κάνουν οι απέλπιδες νέοι που έρχονται πίσω μας. Απομένει η προσωπική αξιοπρέπεια. Θα μου πεις πώς μέσα σ’ αυτή την κόλαση να είσαι αξιοπρεπής όταν αναγκάζεσαι να διεκδικήσεις από τον άλλον άνεργο μια δουλίτσα 300 ευρώ τον μήνα;».
• Δύσκολο να ζείτε στην πλατεία Αμερικής;
«Με πολλούς Αφρικανούς, που τους περισσότερους τους πήραν, πού τους πήγαν άραγε; Το 90% της γειτονιάς είναι χρυσαυγίτες. Η φτώχεια οδηγεί ανθρώπους χωρίς καμιά παιδεία στη μισαλλοδοξία. Αντί να εναντιωθούν στο σύστημα που γέννησε το πρόβλημα, επιτίθενται στα θύματα. Είδα γυναίκα να βλέπει απ' το μπαλκόνι μετανάστες που αλληλοδέρνονταν ουρλιάζοντας με μίσος: «ρίχ' του ακόμα». Κι άλλη, με πλατινέ μαλλί και κανίς αγκαλιά, να φτύνει κατάμουτρα ένα μαύρο παιδί. Πέρσι το καλοκαίρι πήρε ένα υπόγειο φωτιά. Βγήκαν έντεκα μαύροι από ένα δωμάτιο όπου έμεναν όλοι μαζί τρέμοντας, όχι για τη φωτιά όσο για τη σύλληψή τους. Κάποιοι έδειχναν με το δάχτυλο στην αστυνομία: αυτός, αυτός, αυτός. Οι μετανάστες, έτσι όπως είναι στριμωγμένοι από παντού, γίνονται επιθετικοί. Εχω εξοικειωθεί μαζί τους. «Γεια σου κυρία», μου λένε. «Γεια σου κι εσένα», απαντώ. Τους κατεβάζω φαγητό, τους δίνω λίγα χρήματα για καμιά τυρόπιτα, προσπαθώ να τους… διορθώσω: «Βρε πουλάκι μου, μην ουρείς πάνω στην πολυκατοικία, πήγαινε στα ουρητήρια». Ξέρεις, εκεί είναι που δοκιμάζεται το όριό σου, η περίφημη ανεκτικότητά σου στον ξένο. Οταν το πρόβλημά του εκτονώνεται πάνω σου. Προσπαθώ να μην αφήνω χώρο για αγανάκτηση, δεν είναι τόσο εύκολο. Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση -ούτε καν ως απειλή- να πω ότι θα φωνάξω την αστυνομία. Ποτέ».