prosfiges

06/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Οι δικοί μας πρόσφυγες

Οι αθέατες διαστάσεις της ιστορίας τους που διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές παρουσιάστηκαν σε ημερίδα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
      Pin It

Οι αθέατες διαστάσεις της ιστορίας τους που διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό κράτος, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές παρουσιάστηκαν σε ημερίδα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών

 

«Στη Μακεδονία εγκαθίσταται το 52% των προσφύγων και στη Θράκη το 8,8% (συνολικά 700.000 άνθρωποι), παγιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ελληνική κυριαρχία στις δύο περιοχές

 

Της Ιωάννας Σωτήρχου

 

Αγνωστες πτυχές της δικής μας προσφυγιάς, που διαμόρφωσαν όχι μόνο τον ελληνικό χώρο αλλά και τις συλλογικές μας αντιλήψεις και συμπεριφορές, ανέδειξε η ημερίδα «Η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στη Μακεδονία και Θράκη (1922-1930): νέες προσεγγίσεις» που διοργάνωσε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

 

Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων που καλείται να απορροφήσει ένα αδύναμο και ρημαγμένο ελληνικό κράτος, το οποίο έχει μόλις επεκταθεί εδαφικά μετά τους Βαλκανικούς και τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο στις επονομαζόμενες Νέες Χώρες (Μακεδονία, Ηπειρο, νησιά του Αιγαίου και Θράκη) όπου ζουν σημαντικές θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες, το οδηγούν να κατευθύνει προς αυτές τις περιοχές την εγκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού.

 

Ετσι στη Μακεδονία εγκαθίσταται το 52% του συνολικού προσφυγικού πληθυσμού και στη Θράκη το 8,8%, 700.000 πρόσφυγες συνολικά. Παγιώνεται με αυτόν τον τρόπο η ελληνική κυριαρχία σε αυτές τις περιοχές διαμορφώνοντας νέες ισορροπίες. Ο ελληνικός πληθυσμός αποτελεί πλέον το 88% του πληθυσμού στη Μακεδονία και το 62,1% στη Δυτική Θράκη, σύμφωνα με τα εισαγωγικά σχόλια του ιστορικού και ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δημήτρη Καμούζη, ο οποίος αναφέρθηκε και στους δυσχερείς όρους δανεισμού από την Κοινωνία των Εθνών, για την αποκατάσταση των προσφύγων.

 

Τις δυσκολίες πραγματοποίησης αυτής της εθνοτικής και χωρικής ομοιογενοποίησης, μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου διεθνών και εθνικών θεσμικών φορέων και οργανώσεων που επιχείρησαν να εφαρμόσουν τις διεθνείς και διακρατικές συμφωνίες παρουσίασε ο ιστορικός Βασίλης Κουτσούκος, δείχνοντας πως στην πράξη οι ανάγκες ήταν αυτές που επέβαλαν τους όρους τους.

 

Αναγκαστικά μέτρα

 

Και τι δεν έγινε. Καταλήψεις ακόμη και από θεσμικούς φορείς, επιτάξεις, απαλλοτριώσεις και εξαγορές επί ακινήτων και κινητών περιουσιών που αφορούσαν κυρίως τα υπάρχοντα των μη ανταλλάξιμων μουσουλμανικών πληθυσμών και των βουλγαρόφωνων κατοίκων στη θρακική επαρχία. Πολλές φορές καθ’ υπέρβαση των θεσμών, που ενίοτε επικύρωναν τις αυθαιρεσίες – είναι χαρακτηριστική η επιβολή φόρου επί της κατειλημμένης και επιταγμένης περιουσίας των ανταλλάξιμων οι οποίοι θα αποζημιώνονταν συμψηφιστικά.

 

Ωστόσο αυτό που επιτεύχθηκε με την αγροτική μεταρρύθμιση –που υπαγόρευσαν και λόγοι αποτροπής της διάδοσης των κομμουνιστικών ιδεών-, στην οποία διοχετεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος των πόρων κι ας ήταν αριθμητικά μεγαλύτερος ο προσφυγικός πληθυσμός στις πόλεις (54,7% του συνόλου που έλαβε δυσανάλογα μικρότερη βοήθεια), ήταν μια «επανάσταση από τα πάνω», σύμφωνα με τον ιστορικό Ραϋμόνδο Αλβανό.

 

Η διανομή του 40% της καλλιεργήσιμης γης μετέτρεψε τους αγρότες σε μικροϊδιοκτήτες γης – καθώς το 87% κατείχε εκτάσεις έως 50 στρέμματα. Συνάμα, όμως, τους έκανε και «ομήρους» ή «πελάτες» του πολιτικού και τραπεζικού συστήματος: αφενός οι οριστικοί τίτλοι καθυστερούν να μεταβιβαστούν, ενώ ο υψηλός δανεισμός τους από τις τράπεζες βρίσκει το 83% των αγροτών καταχρεωμένους και σε αδυναμία να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.

 

Λόγω και των μεγάλων έργων υποδομής που γίνονται το ίδιο διάστημα, αυτή η επένδυση του κράτους στη γεωργία είχε πολλαπλά οφέλη: όχι μόνο καλύφθηκαν οι ανάγκες του πληθυσμού σε τρόφιμα, παρά τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει μεγάλο μέρος των προσφύγων κυρίως στις πόλεις, αλλά και διπλασιάστηκε το εθνικό εισόδημα από τη γεωργία τη δεκαετία που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Τις αναπόφευκτες αλλαγές που επήλθαν στη χρήση των κτιρίων που χρησιμοποιήθηκαν για τις επείγουσες στεγαστικές ανάγκες του προσφυγικού πληθυσμού, μέσω της ιστορίας του ήχου στην καθημερινότητα των κτιρίων αυτών, ανέδειξαν σε μια πραγματικά πρωτότυπη προσέγγιση οι εθνικομουσικολόγοι Ελένη Καλλιμοπούλου και Παναγιώτης Πούλος στη μελέτη τους «Ανταλλάξιμα κτίρια, σιωπηλές κληρονομιές: η προσωρινή εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων και τα μουσουλμανικά τεμένη της Θεσσαλονίκης, 1922-1926».

 

Διαγραφή του παρελθόντος

 

Η μελέτη δεν ανέδειξε μονάχα την επιστροφή των ναών, που είχαν μετατραπεί σε τεμένη, στην αρχική τους χρήση, αλλά καταγράφει και τη σταδιακή διαγραφή του πρόσφατου οθωμανικού παρελθόντος από τον δημόσιο χώρο που ταυτόχρονα προσέθεσε ένα ακόμα στρώμα στην προσφυγική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης.

 

Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Γενί Τζαμί, από τα νεότερα οθωμανικά μνημεία της πόλης, που άφησε τον ανδροκρατούμενο χαρακτήρα του όταν καταφτάνουν οι πρόσφυγες που καταφεύγουν σε αυτό, κυρίως γυναίκες και παιδιά, τόπος διανομής αγαθών αλλά και συλλογικών διεκδικήσεων εκείνη την περίοδο, διετέλεσε αρχαιολογικό μουσείο για πολλά χρόνια προτού γίνει σήμερα δημοτικός πολιτιστικός χώρος.

 

Scroll to top