ANOIXTO BIBΛΙΟ
Της Μαρίας Ρώτα
Στο λογοτεχνικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά υπάρχει ένα διπλό θεματικό και αφηγηματικό μοτίβο, το οποίο παρακολουθεί το έργο διαρκώς: η φρικίαση και το δέος από την κατάρα του νεοελληνικού άχθους, αλλά και η ευλογία από την υπερβατική λύση που δίνει η τέχνη. Ο πεζογράφος από τη μια στηλιτεύει την ελληνική κακοδαιμονία που απειλεί να συνθλίψει τον άνθρωπο στην καθημερινότητά του και από την άλλη καταδεικνύει την έντονη ανάγκη του ανθρώπου για υπέρβαση της απεχθούς νεοελληνικής συνθήκης, υπέρβαση η οποία, μέσα στο έργο του Κοτζιά, συντελείται με την επιδίωξη της ανύψωσης στον παράδεισο της έκφρασης.
Οι χαρακτήρες στο αφηγηματικό αυτό έργο αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της νεοελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας, στην οποία οι πιο αληθοφανείς πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι οι αντιήρωες. Ωστόσο, δίπλα σε αυτές τις μορφές, ο Κοτζιάς πλάθει επιδέξια λιγοστούς δευτερεύοντες χαρακτήρες οι οποίοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ελεύθεροι πολιορκημένοι, καθώς επιμένουν να αντιστέκονται μέσα σε έναν ασφυκτικό κλοιό, προασπίζοντας μοναχικά την προσωπική τους αξιοπρέπεια και την ηθική διάσταση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Είναι ενδεικτικό ότι η κοινωνία που έχει διαμορφώσει ιταμούς χαρακτήρες σαν τον Μένιο Κατσαντώνη στην «Αντιποίησιν αρχής» διαθέτει και ανθρώπινους τύπους σαν τη Θάλεια Γιανέλλη στο ίδιο μυθιστόρημα, η οποία αναζητά διαφυγές από το αίσθημα του συνολικού ζόφου προσφεύγοντας στην τέχνη. Πλάι στη Θάλεια, που είναι μια ελεύθερη πολιορκημένη στην «Αντιποίησιν αρχής», βρίσκονται αρκετοί ακόμη δευτερεύοντες ήρωες σε άλλα έργα του Αλέξανδρου Κοτζιά, οι οποίοι επίσης υποβάλλονται σε δύσκολες δοκιμασίες και αναζητούν τρόπους υπέρβασης της ωμής πραγματικότητας. Την παρουσία αυτών των ηρώων μέσα στο κείμενο την υποδεικνύει, κατά κάποιον τρόπο τη θεωρητικοποιεί, ως μετα-αφηγηματικό σχόλιο, η απρόσωπη αφηγηματική φωνή στη διήγηση της «Πολιορκίας». Πρόκειται για τη φωνή του αφηγητή, που αναζητά στη μονήρη διαδικασία της γραφής τη λύτρωση από μια πραγματικότητα που αφήνει τα ουσιώδη «απορριγμένα στο περιθώριο» και τη βρίσκει τελικά, κατορθώνοντας να ποιήσει από τον θάνατο λόγο.
Ενας από τους ελεύθερους πολιορκημένους στην πεζογραφία του Κοτζιά είναι και το ισχνό παιδαρέλι, ο τρελο-Βασιλάκης, που συγκλονίζει τον αιμοβόρο πρωταγωνιστή στην «Πολιορκία». Το παιδαρέλι, υπό το κράτος της βίας στην οποία αντιστέκεται, γίνεται άγγελος φοβερών δεινών και αξιώνεται να αρθρώσει έναν προσωπικό λόγο με τον οποίο καταγγέλλει, στιγματίζει, προειδοποιεί, αλλά και ανυψώνεται κερδίζοντας την ελευθερία του μέσα στο δωμάτιο όπου πεθαίνει από το ξύλο. Ο προφητικός ρόλος της τέχνης υπολανθάνει στην «Πολιορκία», αλλά διαπιστώνεται απερίφραστα από έναν άλλο δευτερεύοντα χαρακτήρα στη μεταγενέστερη «Φανταστική περιπέτεια»: «η ποίηση αναβρύζει από το λόγο και από το θάνατο […] η ποίηση είναι η Αποκάλυψη, κύριε Καπάνταη, το μέγιστον μάθημα».
Η αποκαλυπτική, καθαρτική λειτουργία της ποίησης, κυρίως η μεταμορφωτική της δύναμη, εμφανίζεται έκτυπα στο μυθιστόρημα του Κοτζιά «Ο Γενναίος Τηλέμαχος». Εδώ το έναυσμα για την υπέρβαση το δίνει στον μυθιστορηματικό χαρακτήρα ο Διονύσιος Σολωμός, το Γ' σχεδίασμα του ποιήματος «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» και πιο συγκεκριμένα «Ο Πειρασμός» και ο στίχος Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα: «πώς άξαφνα σε γέμισε, πλημμύρισες, λιγοστές μετρημένες λέξεις το αντισήκωμα για τη φρίκη του κόσμου τούτου». Ο ήρωας με αφορμή τον στίχο αυτό ανακαλεί ζωογόνες μνήμες από αναγνώσεις και από ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς μέσα στην Κατοχή: «στον αέρα πάλλεται θαρρείς ακόμα η φωνή του Χρήστου ζεστή και ήρεμη. Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες. Κ' έτσι μέσα στο φόβο που σε γονατίζει σ' εξευτελίζει οι λέξεις άξαφνα άστραψε φως αιωνιότητα».
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Κοτζιά δύο από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι ασυμβίβαστοι με την πραγματικότητα ποιητές και η μόνη θετική ηρωίδα στοχαστική αναγνώστρια της ποίησης. Δεν θεωρώ, λοιπόν, τυχαίο το ότι παρατίθενται, με τον προσήκοντα σεβασμό, οι δύο στίχοι από το πιο γνωστό και πιο επεξεργασμένο κεφάλαιο του κορυφαίου ποιήματος του Σολωμού. Υπάρχει, νομίζω, κάτι γενικότερα σολωμικό σε αυτή τη συνύπαρξη της πατρίδας, του θανάτου και του ρίγους που προξενεί η ομορφιά και η τέχνη, επιβιώσεις του ρομαντισμού, που μετατονίζονται σε έναν μοντερνιστή, οι οποίες αξίζει κάποτε να μελετηθούν.
Σε όλο του το έργο ο Αλέξανδρος Κοτζιάς επιστρατεύει την ποίηση ως μεταφορική υπόδειξη του καθαρού πυρήνα της τέχνης με την επιδίωξη να προβάλει την αρμονικότητα στον πεποιημένο κόσμο της μυθοπλασίας. Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, ο συγγραφέας έχει κατορθώσει να κερδίσει το στοίχημα αυτό με το σύνολο του έργου του συνεισφέροντας στην «υπόθεση» της πεζογραφίας, που τόσο συστηματικά υπηρέτησε, και με τη βαρύνουσα κατάθεση μιας ποιητικής: «Αληθομανές Χαλκείον. Η ποιητική ενός πεζογράφου».