Pin It

Κατηφόριζα προς το Μοναστηράκι την Παρασκευή κατά τις οκτώμισι, έπειτα από το κλείσιμο του σαββατιάτικου φύλλου. Είχα καιρό να περπατήσω στο ιστορικό κέντρο τέτοια ώρα, αφού τις υπόλοιπες μέρες φεύγω απ' την εφημερίδα περασμένα μεσάνυχτα, και μάλιστα εποχούμενος στη μοτοσικλέτα. Αισθάνομαι αίφνης ότι συμμετέχω σ' ένα απρόοπτο πατιρντί. Από πού ξεφύτρωσαν, αλήθεια, τόσα μπαράκια, καφενεία, ρακάδικα, μπιραρίες; Πλατείες, πεζοδρόμια και στοές συνθέτουν ένα ρέον ψηφιδωτό, ένα πολύχρωμο παζλ, στο οποίο προστίθενται καθημερινώς καινούργια κομμάτια και δονείται από τον παλμό μιας νεολαίας που διασκεδάζει το κακούργημα του μνημονίου καλλιεργώντας τη μνήμη της διασκέδασης.

 

Οι τριήμερες σχολικές εκδρομές από την επαρχία τιτιβίζουν μπροστά στον σταθμό του Ηλεκτρικού, οι τουρίστες απορούν με το πολύβουο ραβαΐσι κι οι δεκάδες εκκλησιές και ναΐσκοι σφύζουν από κόσμο ώς την εξώθυρα. Βαδίζω συνεπαρμένος ως Ιάπων περιηγητής προς το κατάστημα που, καθόλου τυχαία, άνοιξε εντελώς πρόσφατα στη συμβολή Κακουργιοδικείου και Αγίας Ελεούσης να απολαύσω τους ιδιότυπους Χαιρετισμούς του Γιάννη Αγγελάκα και της παρέας του, κυριολεκτικά Ακάθιστο Υμνο για το πολυπληθές κοινό που τους μένει πιστό χρόνια τώρα.

 

Λιτανεία οι μουσικές του Αγγελάκα. Από τα μέσα του ’80 τον παρακολουθώ να παλιώνει σαν το κρασί. Βολεύομαι σε μια γωνιά του εξώστη. Στην αρένα δεν πέφτει καρφίτσα. Μέσος όρος ηλικίας τα 25. Σκέφτομαι πως αποτελεί ευλογία ν' ακούς τραγούδια σου να μετουσιώνονται στα χείλη παιδιών που δεν είχαν γεννηθεί όταν τα 'γραφες. Κάποτε η αυλαία ανοίγει και εμφανίζονται καθιστοί σε σπαστές καρέκλες, φορώντας μπλου τζιν και μακό, ο Ντίνος Σαδίκης με τον μπαγλαμά του, ο Στάθης Αραμπατζής με την κιθάρα, πίσω ο Χρήστος Χαρμπίλας με το λάπτοπ και τέρμα αριστερά ο Τίτος Καργιωτάκης κρυμμένος στην κονσόλα του.

 

Ανάμεσά τους, συμπληρώνει το κολάζ, ο Γιάννης μ' ένα μοβ τσαλακωμένο πουκάμισο και αθλητικό πατούμενο στιλ χριτς χρατς. Ο επίσης Σαλονικιός Τάκης Μπίνης μού 'λεγε σε μια συνέντευξη πως τον εκνευρίζουν οι νέοι που βγαίνουν στο πάλκο με αμφίεση σπορ. «Δεν σέβονται τον κόσμο ούτε τον εαυτό τους» επέμενε. Τούτος ο τύπος όμως απεχθάνεται τους τύπους. Αποπνέει οικειότητα, συνομιλεί με τους ακροατές σαν καλό φιλαράκι. Φαίνεται να γνωρίζονται καλά. Απαντά από μικροφώνου στις ατάκες της πρώτης σειράς κι οι υπόλοιποι προσπαθούν να μαντέψουν τον γρίφο της ερώτησης.

 

Ζεσταίνει τον χώρο μια θετική αύρα. Μια μυστική σύμβαση αντισυμβατικότητας. Τα αναλόγια φαντάζουν κυριλέ πολυτέλεια. Οι παρτιτούρες κείτονται στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια των καλλιτεχνών. Ο Αγγελάκας κουνάει το κεφάλι ρυθμικά κι από κάτω πιάνουν το «Αιρετικό», χτυπάει παλαμάκια κι όλοι μαζί λένε το «Ποτάμι», το οποίο παρεμπιπτόντως χρειάζεται αλλαγή τίτλου. «Αυτά έχουμε τώρα» κάνει σιβυλλικά υπονοώντας το νεοπαγές κόμμα. Το πλήθος ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτα κι εκείνος ξέρει πως ζητά το «Σιγά μην κλάψω». Επειτα από δυόμισι ώρες το μυσταγωγικό κολάζ έχει ολοκληρωθεί. Το επόμενο ραντεβού είναι κάπου κοντά. Ισως στα ηπειρωτικά όπου τα μετέωρα επιφυλάσσουν σήμερα πολλά νερά.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top