Pin It

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ

 

Του Φώτη Παπούλια

 

Οταν ο νεαρός Α. Εμπειρίκος όρισε την ποίηση ως «ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου», σίγουρα δεν είχε υπόψη του το άθλημα της ποδηλασίας, αν και ο παραπάνω ορισμός προέκυψε μετά την ανεύρεση του χαμένου του ποδήλατου.

 

Ο ποιητής Γ. Μαρκόπουλος στο βιβλίο του «Εντός και εκτός έδρας. Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση» (Εκδόσεις Καστανιώτη) επιχειρεί να απενοχοποιήσει τη «στρογγυλή θεά» και να αναδείξει την αγάπη των ποιητών προς το λαϊκότερο άθλημα, αποδιώχνοντας έτσι την κατηγορία της «φτήνιας».

 

«Εραστές της μπάλας όλου του κόσμου, παραμερίστε. Περνά η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων (αυτή η πραγματική Κυρία κι όχι οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών), περνά ο Μεγάλος ΑΓΙΑΞ [...] το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκυ της δεκαετίας του ’70. Βίβα, για πάντα, ΑΓΙΑΞ», γράφει ο Μ. Αναγνωστάκης.

 

Ο Ν. Βαγενάς υπερασπίζεται την Αρσεναλ: «ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου/ όπως η Αρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο σκοράροντας ασταμάτητα».

 

Ο Θ. Βενέτης εξαίρει τον Κ. Δαβουρλή: «ο μαύρος Πρίγκηπας κρέμασε νωρίς τα παπούτσια του [...] με σέντρες και φαρμακερά βολέ προς την εστία του ουρανού/ τα δίχτυα αυτά τα μάταια του κόσμου ξετινάζοντας [...] με την αίγλη και τη σκοτεινή γοητεία των άσων έφυγε ο τσιγγάνος των γηπέδων». Και συνεχίζει το ρέκβιεμ: «Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο, Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή κι εσύ Βασίλη Καραπιάλη μην ψάχνετε. Ρωτήστε».

 

Και για όσους στις αλάνες κλοτσήσαμε στυμμένες λεμονόκουπες, ο Τ. Δενέγρης μνημονεύει: «Η λεμονόκουπα μες στο σκοτάδι… πονάνε τα χέρια μου καθώς βουτάω Και αποκρούω Ενστικτωδώς». Ενώ ο Π. Θεοδωρίδης: «Λέγαμε τον Σαράφη Καίσαρα, τον Κούδα Λένιν των γηπέδων/ Διαδίδαμε πως ο Αϊδινίου είχε άνεση χρημάτων/ πώς αλλιώς να ερμηνεύαμε την ραστώνη του υπερφυούς παικταρά». Και για τον Λ. Σοφιανό ο Γ. Κουβαράς θυμίζει: «Σ' έναν αγώνα πήρε Και του διαιτητή το πορτοφόλι/ Τίναζε χούφτα χώμα/ Στου αμυντικού τα μάτια να σκοράρει/ [...] Τον φέραν χωροφύλακες με χειροπέδες απ' το κελί του/ να παίξει στο κρίσιμο παιχνίδι ΑΕΚ –ΠΑΟ/ Νίκησε η Ενωση με δυο γκολ δικά του [...]/ τον βρήκαν αργότερα κρεμασμένον / Με των παπουτσιών τα κορδόνια στο κελί του».

 

Ο Γ. Κεντρωτής αποθεώνει τον Θρύλο: «Δες την/ πούχει φτερά στα ποδάρια, καρδιά μες τα στήθια / δες την που πάλλει, που δονείται, που εκρήγνυται [...]/ στο στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκηςκάτω απο την ερυθρόλευκη φανέλλα του δαφνοστεφανωμένου Εφηβου/ που ώσπερ άναξ σε μαντείο τη σημαίνει/ στο Νέο Φάληρο, στον Πειραιά, σε όλη την Οικουμένη».

 

Ποιος θυμάται τον Αρειανό Συρόπουλο εκτός από τον Μ. Σουλιώτη; «Ο Συρόπουλος/ τον είπαν βασιλέα των κυνηγών, των χαφ, των προωθημένων οπισθοφυλάκων».

 

Για μια από τις μυθικές στιγμές του ελληνικού ποδοσφαίρου γράφει ο Α. Σταμάτης: «Το Νοέμβρη του 74/ τότε που ο ιδρώτας ήταν ιδρώτας/ [...] την είδε να έρχεται από αριστερά συστημένη από τον κοντό/ την αιώνια εκείνη ερωμένη/ Ως να ολοκληρωθεί η καμπύλη/ εικόνες ποικίλες πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του [...]/ που ύψωσαν το σώμα σε μια τέτοια εναέρια στρέβλωση/ που κανένας όρος δεν μπόρεσε ποτέ να περιγράψει/ Η αφή του πανιού ήταν γλυκιά/ και το αποτέλεσμα βέβαιο/ ο Σεπ απλά κοιτούσε».

 

Και για τον σεντερ-φορ ο Α. Ευαγγέλου: «Πρωταθλητή των πόνων, σέντερ φορ/οι μαγικές σου ντρίπλες δε θα ξεχαστούν/ το ψυχωμένο παίξιμό σου και τα γκολ/ ενάντια στην ομάδα του Θανάτου». Και ο Α. Φωστιέρης θυμίζει την τραγωδία του «Καραϊσκάκης» γράφοντας: «[...] Η έξοδος κατάσπαρτη απ' τα πτώματα των ποδοπατημένων/ Θύρα Εφτά/ Εικάζεται πως το παιχνίδι παίζεται στις πύλες».

 

Για τη διασύνδεση ποδοσφαίρου και πολιτικής ο Ν. Δανδής: «Η τιμή της Πατρίδας εξαρτάται από ένα γκολ/ Μ' ενα γκολ ο πεινασμένος θα χορτάσει/ Εμπρός παιδί μου. Βάλε ένα γκολ. Μπορείς».

 

Για την «Αποθέωση του ποδοσφαιριστή» ο Γ. Μανουσάκης: «Η μπάλα υπάκουος δέκτης/ της αλύγιστης θέλησής του/ έγραψε την απόλυτη ευθεία/ από τον ταρσό ώς τα δίχτυα [..] Πάνω από το γήπεδο φάνηκαν όντα φτερωτά/ Νίκες και Δόξες».

 

Ο Α. Δικταίος για τον Η. Υφαντή: «σ' αρπάζω τώρα, με τη βοήθεια του Απόλλωνα απ' το χρόνο σώζοντάς σε από ασκήμια, γήρας και Αδη…».

 

Για τον Τζορτζ Μπεστ ο Μ. Χατζιδάκις: « Ο Μπεστ υπήρξεν ο…/υπήρξεν ο…/ καλύτερος [...] Γιορτάζοντας το πάθος μου/ για μια φωτογραφία χρωματιστή/ Γι' αυτόν τον Γεώργιο Μπεστ/ Τον ποδοσφαιριστή».

 

Ο Θ. Κοροβίνης: « Ο Γιώργος Κούδας/ έχει δάκτυλα πιανίστα/ παίζει ποδόσφαιρο [...] με αίσθηση της αρμονίας τέλεια/ Σα να εκτελεί χτυπώντας ρυθμικά τα κλειδοκύμβαλα/ κάποιο λαϊκό χορό του Μπάρτοκ ή του Σκαλκώτα [...] παίζει ποδόσφαιρο, θαρρείς/ Σα να μετριέται με το Χάρο».

 

Ο Γ. Μαρκόπουλος για τον Χ. Αρδίζογλου: «θα υμνήσω και εγώ με τη φτωχή την πένα μου/ τον ιδιόρρυθμο πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα/ του παίκτου της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστου Αρδίζογλου».

 

«Ο μόνος, ιλ σόλο, ο μοναδικός Εγγλέζος που θα απαθανατιστεί στην ποίησή μου/ είταν ο αέναα ωκύπους Κίνγκαμ» γράφει ο Μ. Σουλιώτης.

 

Και εμείς, οι εραστές της μπάλας, ας κρατήσουμε τον Κ. Ταχτσή: « Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου/ κλωτς από δω/ κλωτς από εκεί γκολ! Γκόολ/ το χάσαμε το παιχνίδι»…

 

 

Scroll to top