13/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Ντανιέλ Μελίνγκο αύριο στο Gazarte

Τάνγκο αστείο και ανεξέλεγκτο

Τον έχουν συγκρίνει με τον Σερζ Γκενσμπούργκ και τον Τομ Γουέιτς. Είναι ένας τρελός, μποέμ Αργεντίνος με λίγο ελληνικό αίμα στις φλέβες του, που κατάφερε να δώσει στη μουσική της πατρίδας του τη δική του ιδιαίτερη σφραγίδα. Κι ας απορρίπτει εντελώς τον όρο nuevo tango.
      Pin It

Τον έχουν συγκρίνει με τον Σερζ Γκενσμπούργκ και τον Τομ Γουέιτς. Είναι ένας τρελός, μποέμ Αργεντίνος με λίγο ελληνικό αίμα στις φλέβες του, που κατάφερε να δώσει στη μουσική της πατρίδας του τη δική του ιδιαίτερη σφραγίδα. Κι ας απορρίπτει εντελώς τον όρο nuevo tango

 

Της Νόρας Ράλλη

 

Ως μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται έχουν χαρακτηρίσει το τάνγκο και όχι άδικα. Οι χαμένες προσδοκίες και οι ερωτικές επιθυμίες έγιναν τραγούδι, μουσική, χορός, σχεδόν «μια ιεροτελεστία που μετατρέπεται σε ένα καλλιτεχνικό παραλήρημα και ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και την τρέλα». Ετσι το χαρακτήρισε ο Ντανιέλ Μελίνγκο, από την Αμερική όπου κάνει περιοδεία, λίγες ημέρες πριν βρεθεί στη χώρα μας για μία παράσταση τάνγκο, διαφορετική και… ανεξέλεγκτη!

 

«Λένε πως έκανα το τάνγκο να δείχνει μοδάτο, αστείο, ιδιαίτερο. Δεν ήταν στις προθέσεις μου. Ηταν ωστόσο η δική μου οπτική πάνω στο τάνγκο, οπότε, μάλλον, μου βγήκε αβίαστα, φυσικά. Είμαι ένας μποέμ με μεταξωτό κοστούμι», μας εξηγεί ο ιδιόρρυθμος αυτός τροβαδούρος, από τους πιο εμβληματικούς εκφραστές του τάνγκο παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο πως οι κριτικοί της «Γκάρντιαν» και των «Τάιμς» τον παρομοιάζουν με τον Σερζ Γκενσμπούργκ, τον Τομ Γουέιτς, τον Πάολο Κόντε. «Το τάνγκο είναι τα πάντα», μας λέει. «Μουσική, χορός, ενέργεια. Είναι να νιώθεις τι σημαίνει αργεντίνικη ιδιαιτερότητα. Δεν έχει σημασία αν είσαι μελαγχολικός, αισιόδοξος ή μη. Χαίρομαι όταν τραγουδώ τάνγκο γιατί ακριβώς μπορώ να εκφράσω το δραματικό στοιχείο που κρύβει η μουσική και η ιστορία του».

 

Η ιστορία του ίδιου, ιδιαίτερη. Γεννημένος το 1957 στο Μπουένος Αϊρες, μεγάλωσε μέσα στη μουσική: «Το ξέρετε ότι είμαστε συμπατριώτες;» μας αιφνιδιάζει. «Από τη μεριά της μητέρας μου έχω προγόνους στη Χώρα των Βάσκων και την Αφρική. Ενώ, ο παππούς μου, από τη μεριά του πατέρα μου, ήταν Θεσσαλονικιός ρεμπέτης που έπαιζε βιολί και η γιαγιά μου Ιταλίδα σοπράνο στη Σκάλα του Μιλάνου. Είχα μια πολύ χαρούμενη παιδική ηλικία, γεμάτη μουσική από όλο τον κόσμο: το ένα σόι αγαπούσε το τάνγκο και το άλλο είχε σχεδόν αφιερωθεί στην ευρωπαϊκή μουσική».

 

Πολύ νωρίς ξεκίνησε σοβαρές σπουδές μουσικολογίας και σύνθεσης, αλλά η χούντα το 1976 αποδυνάμωσε κάθε προσπάθεια δημιουργικής έκφρασης. Ο ίδιος, βέβαια, δεν σταμάτησε, αν και διέφυγε στη Βραζιλία. «Ως μουσικοί παίρνουμε πάντα τα ρίσκα μας», εξηγεί. «Το ίδιο κάναμε και τότε, το ίδιο κάνουμε και τώρα. Η διαφορά ήταν πως τότε υπήρχε δικτατορία. Πάντα με θλίβει το γεγονός της αναγκαστικής φυγής μου. Τουλάχιστον, δεν σταμάτησα ποτέ να παίζω μουσική. Ούτε υπό τον φόβο των στρατιωτικών επί δικτατορίας. Μάλιστα, από το ’80 έως το ’84, επέστρεψα στο Μπουένος Αϊρες σε μια ροκ μπάντα, τη στιγμή που ακόμη το ροκ ήταν κόκκινο πανί για δαύτους».

 

Οχι μόνο επέστρεψε, αλλά έγινε περιζήτητος. Συμμετείχε σε ροκ όπερες (όπως «Οι δίκες του δρος Μορό»), αργότερα έγραψε μουσική για ταινίες του Αλμοδόβαρ και το 1996 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ «Η20». Ακολούθησαν οι δίσκοι «Tangos bajos», «Ufa» και το πιο γνωστό «Santa Milonga». Ο ίδιος, αν και τόσο απρόβλεπτος στη σκηνή και στον τρόπο που αποδομεί μια τυπική παράσταση τάνγκο, λατρεύει τον Κάρλος Γαρδέλ, τον Ραϊμούντο Ριβέρο, τον Οσβάλντο Πουλιέσε και κάθε τι παραδοσιακό. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που δεν δέχεται καν τον όρο «nuevo tango»: «Δεν καταλαβαίνω τι θα πει «νέο τάνγκο». Πιστεύω πως κάθε τι νέο ήδη ανήκει στο παρελθόν και από αυτό εκπορεύεται».

 

Την Κυριακή εμφανίζεται στο Gazarte, τραγουδώντας τους αγαπημένους του ήρωες (ένα μοναχικό αγόρι, έναν πορτοφολά στο λεωφορείο, έναν μετανάστη στα σοκάκια της Μονμάρτρης, μία πόρνη που κλαίει) και ενσαρκώνοντας «την τρέλα του», όπως λέει ο ίδιος στην προσωπική του σελίδα, σε μια παράσταση γεμάτη θεατρικότητα και παραληρηματικούς συνδυασμούς: «Ο Μελίνγκο δεν είναι τρελός. Απλώς, το ότι έχει επιζήσει από τον ίδιο του τον εαυτό και τα ατέλειωτα ταξίδια του τον οδήγησε στο να γίνει ο ίδιος πρωταγωνιστής της ιδιομορφίας και της τρέλας του. Τον οδήγησε στο τάνγκο».

 

* INFO: Κυριακή, 13 Απριλίου, Gazarte (Βουτάδων 32-34, Γκάζι, 210 3460347), στις 21.00. Εισιτήρια από 13 έως 31 ευρώ.

 

[email protected]

 

Scroll to top