Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

«Ο εργάτης δανείζει στον κεφαλαιοκράτη την αξία χρήσης της εργατικής του δύναμης, αφήνει τον αγοραστή να την καταναλώσει προτού εισπράξει την τιμή της. Ετσι, παντού ο εργάτης πιστώνει τον κεφαλαιοκράτη».

 

Αυτά διαβάζαμε κάποτε στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Πώς μετατρέπεται το χρήμα σε κεφάλαιο, πώς ο πρώην κάτοχος χρήματος προπορεύεται στην αγορά σαν κεφαλαιοκράτης, ενώ ο κάτοχος της εργατικής δύναμης τον ακολουθεί σαν εργάτης του. «Ο πρώτος μ' ένα πολυσήμαντο μειδίαμα και πολυάσχολος», έλεγε ο Μαρξ, «ο δεύτερος συνεσταλμένος, διστακτικός, σαν τον άνθρωπο που φέρνει στην αγορά για να πουλήσει το ίδιο του το τομάρι, ξέροντας ότι το μόνο που τον περιμένει είναι το γδάρσιμο».

 

Κι αν αναρωτιέστε ποιος θυμάται σήμερα τις… παλιές καλές εποχές, τότε που θεωρούσαμε χρέος μας να βουτήξουμε στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» του Μαρξ, η απάντηση είναι: το θέατρο. Ο Νίκος Μαστοράκης επέλεξε να διασκευάσει και να σκηνοθετήσει στο «Ακροπόλ» το πιο μαρξιστικό -πιο μαρξιστικό δεν γίνεται- έργο του Μπ. Μπρεχτ με τον περιπαιχτικό τίτλο «Η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων». Τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν ο Αιμίλιος Χειλάκης και η Βίκυ Βολιώτη.

 

Το έργο, που στην Ελλάδα ανεβαίνει σπάνια (το 2007 παρουσιάστηκε από την ομάδα δρΥός τόΠοι), δείχνει με τον πιο περιγραφικό τρόπο τους νόμους της αγοράς. Ο Μπρεχτ άρχισε να το γράφει την περίοδο του οικονομικού κραχ, το 1929, και υποτίθεται ότι το τελείωσε το 1931. Δεν το ανέβασε ποτέ, παρουσιάστηκε στο ραδιόφωνο σε μια εκδοχή που έχει χαθεί.

 

Επηρεασμένος από το «Κεφάλαιο» που μόλις είχε διαβάσει και τη «Ζούγκλα» του Σίνκλερ, από την οποία άντλησε υλικό για τις συνθήκες δουλειάς στα Σφαγεία του Σικάγου και το χρηματοοικονομικό λόμπι των εμπόρων, έφτιαξε ένα έργο που ακολουθεί δραματουργικά τα τέσσερα στάδια του κύκλου της οικονομίας, όπως τα αναλύει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»! Το κείμενο βρίθει επίσης αναφορών στον γερμανικό κλασικισμό. Ο Σίλερ με τη δική του «Ιωάννα», ο Γκέτε, ο Σέξπιρ, η Βίβλος, παρωδούνται ακόμα και ως γλωσσικά σχόλια πάνω στην αστική ιδεολογία.

 

Οι «πρωταγωνιστές» του Κεφαλαίου είναι κι εδώ παρόντες: ο εκπρόσωπος του καπιταλισμού, δηλαδή ο άρχοντας των σφαγείων Μάουλερ. Οι εξαθλιωμένοι εργάτες, που έχουν μοναδικό όπλο τους την απεργία. Η σκοταδιστική Εκκλησία, μέσα από τη θρησκευτική οργάνωση Μαύρα Ψαθάκια. Μέλος της είναι η Ιωάννα Νταρκ, ένα πρόσωπο που επινοεί ο Μπρεχτ για να εγγράψει πάνω του τη σταδιακή μεταστροφή του ανθρώπου, που, παρά το ναυάγιο των προσπαθειών του, εξακολουθεί να «θέλει να μάθει» πώς θα αλλάξει ο κόσμος.

 

Η πορεία της Ιωάννας προς τη γνώση και την επίγνωση περνά από τρεις φάσεις μύησης. Πρώτα προσεγγίζει τους εργάτες ως χριστιανή φιλάνθρωπος μιλώντας τους για την ελπίδα στον θεό. Την απορρίπτουν και συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο κακό, κι όχι το DNA. Προσπαθεί να πείσει τον Μάουλερ να ανταποκριθεί στα αιτήματα των εργατών, αλλά στη «συναίνεσή» του καταλαβαίνει ότι, έμμεσα, ο βασιλιάς των Σφαγείων φροντίζει αποκλειστικά τα του οίκου του.

 

Απευθύνεται στην ανθρωπιά του, την οποία όμως νικά η ανάγκη υπεράσπισης των συμφερόντων του. Στα μάτια της αρχίζει να διαγράφεται καθαρά η σχέση εκμετάλλευσης ανάμεσα σε καπιταλιστές και εργαζόμενους. Προσχωρεί στους εργάτες με σκοπό να βοηθήσει την απεργία τους. Θα μπορέσει;

 

Ο Νίκος Μαστοράκης μάς εξηγεί γιατί επέλεξε αυτό το έργο και πώς συναντιέται το «Κεφάλαιο» με την ελληνική οικονομική κρίση.

 

-Διδακτικό στρατευμένο θέατρο, την εποχή που για πολλούς, ακόμα και αριστερούς, θεωρείται αναχρονιστικό; Την εποχή μάλιστα της κυριαρχίας του μεταμοντέρνου θεάτρου;

 

«Είναι έργο γραμμένο για το σήμερα. Πέρσι έμεινα δύο μήνες στη Γερμανία. Είδα σαράντα παραστάσεις στο Μόναχο, στο Αμβούργο, στο Βερολίνο. Ενώ η ελληνική σκηνή κινείται μεταξύ pret-a-porter Μπομπ Γουίλσον και αναβιώσεων παλιών ελληνικών ταινιών, το Ντόιτσε Τεάτρ είχε ένα ρεπερτόριο 25 έργων με θεματικό τίτλο: «Δύναμη, Βία, Δημοκρατία». Οι Γερμανοί έχουν μεγαλύτερο πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα ημών; Βαρέθηκα την καραμέλα ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να γελάσει. Ας σκεφτεί. Κι έπειτα, τα τελευταία χρόνια αρνούμαι να καταπιάνομαι με έργο που δεν λέει κάτι πολιτικά».

 

-Θα έλεγε κανείς ότι το μήνυμα που αποτυπώνεται στην τελευταία φράση της ηρωίδας («Τελικά η απάντηση είναι βία όπου υπάρχει βία και ανθρωπιά όπου υπάρχει ανθρωπιά») απηχεί συνθήματα της επαναστατικής Αριστεράς…

 

«Η έννοια μας είναι να μη χάσουμε το μισό του μισού, που μας άφησαν να έχουμε. Κανείς δεν ρισκάρει, κανείς δεν δείχνει αλληλεγγύη, κανείς δεν απομακρύνει το απαθές βλέμμα του από τα δελτία ειδήσεων. Ζούμε στο τέλμα, στην απόλυτη σύγχυση. Θα μείνουμε στο ευρώ, θα μας διώξουν, θα πτωχεύσουμε; Αρνιόμαστε να βγούμε έξω χτυπώντας τα πιάτα, επειδή φοβόμαστε ότι θα μας τα πάρουν κι αυτά. Ας μη μιλήσω για τον τρόπο που μανιπουλάρεται η κοινή γνώμη από τα ΜΜΕ, τη μηχανή ανάσχεσης της αλήθειας».

 

-Μα πώς σκηνοθετείται ένα έργο που μιλά με τον πιο άμεσο τρόπο για το προτσές παραγωγής και κυκλοφορίας του κεφαλαίου;

 

«Δύσκολα. Είναι αδύνατον να το δουλέψεις χωρίς να σκεφτείς, χωρίς να απαντήσεις σε κάποια ερωτήματα. Ενα στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο και αποκαλύπτεται στο τέλος. Ο Μάουλερ για να κινηθεί στην αγορά παίρνει εντολές από «φίλους» στη Ν. Υόρκη. Μέσω επιστολών λαμβάνει σήματα για το πότε θα αγοράσει, πότε θα αποσυρθεί. Αυτοί οι «φίλοι» είναι η Γουόλ Στριτ, οι τράπεζες. Κι αν αυτό σήμερα είναι αυτονόητο, εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο να καταλάβεις ότι οι τράπεζες διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία».

 

-Δεν φοβάστε την ξύλινη πολιτική γλώσσα πάνω στη σκηνή; Η φράση του Μπρεχτ «όπου υπάρχει ένας εργάτης, δεν έχουν χαθεί τα πάντα» δεν ηχεί ειρωνικά στη σημερινή Ελλάδα, όπου τα συνδικάτα έχουν αλλοτριωθεί, η κοινωνική διαστρωμάτωση έχει αλλάξει, οι πάντες προσπαθούν -ή μάλλον προσπαθούσαν- ν' αλλάξουν τάξη;

 

«Αυτό το πρόβλημα σκάει μπροστά μου συνεχώς. Βοηθάει, όμως, το στοιχείο της κωμωδίας, της παρωδίας, όπως και το διφορούμενο φινάλε, όπου ο χορός των βιομηχάνων τραγουδά «Θεέ ελέησε τον πλούσιο»… Ζούμε πράγματι το τέλος των ιδεολογιών και την άκρατη απληστία του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά ο Μπρεχτ αυτό που λέει είναι ότι ο άνθρωπος θα είναι πάντα διχασμένος».

 

-Η περίφημη μπρεχτική αποστασιοποίηση, όπου η παράσταση απευθύνεται όχι στο συναίσθημα αλλά στο μυαλό του θεατή, πώς δημιουργείται στο συγκεκριμένο έργο;

 

«Την αποστασιοποίηση πρέπει να τη δούμε μέσα σε μια συγκεκριμένη ιστορικότητα, όχι με τη σημερινή ματιά. Ο Μπρεχτ έχει κακοπάθει στην Ελλάδα. Στη δεκαετία του ’70 παιζόταν σαν να είναι μεταγλώττιση. Το «παραξένισμα», δηλαδή τη στρατηγική του για να εμποδίσει τη θεατρική ψευδαίσθηση, το κατανοούσαν μη παίζοντας ή κάνοντας ότι παίζουν.

 

Ομως, στην Ελλάδα έχουμε θεατρικούς κώδικες που ενέχουν το «παραξένισμα». Στην επιθεώρηση και στη λαϊκή κωμωδία δεν βγαίνεις να παίξεις ένα ρόλο. Οταν ο Μπρεχτ άδειασε τη σκηνή –στην ουσία επαναδιαπραγματεύτηκε μια παλαιότερη συνθήκη-, όταν πέταξε νατουραλιστικά ή ρεαλιστικά σκηνικά κι έριξε μια άσπρη κουρτίνα, μια επιγραφή, ένα τραγούδι, ήταν αισθητικό σοκ για το θέατρο της εποχής».

 

-Το «παραξένισμα», αν και επικράτησε ως φόρμα, για τον ίδιο τον Μπρεχτ δεν ήταν σημαντικό επί της ουσίας; Δεν είχε στόχο να απομακρύνει το μάτι του θεατή από την πρόκληση του σκηνικού ώστε αναπόσπαστος να εισπράξει το μήνυμα;

 

«Φυσικά. Γι' αυτό και το επικό ισχύει όσο και το διδακτικό. Η ροή διακόπτεται με τραγούδια, φωτισμούς κ.λπ. Ομως το συναίσθημα στο έργο υπάρχει σε μια συνεχή σύγκρουση με το συμφέρον».

 

-Δεν δένεστε συναισθηματικά με τις παραστάσεις της. Τις εγκαταλείπετε αμέσως μετά την πρεμιέρα.

 

«Τότε τελειώνει η δουλειά μου. Θα έπρεπε, πάντως, να τις παρακολουθώ γιατί αλλοιώνονται εξαιτίας της καλόπιστης προσπάθειας των ηθοποιών να παρέμβουν, έστω και ασυνείδητα. Πιστεύω ότι η παράσταση είναι βιότοπος. Οι ηθοποιοί δεν είναι τέλειοι. Οχι επειδή είναι κακοί, αλλά γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου. Θαυμάζω τους συναδέλφους μου, που βρίσκονται εκεί κάθε βράδυ, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω. Παλαιότερα από ιδεολογία, τώρα από άρνηση. Νιώθω ότι το θέατρο είναι ένα κομμάτι απ' τη ζωή μου, όχι η ζωή μου όλη».

 

[email protected]

 

info: Πρεμιέρα 5 Δεκεμβρίου. Σκηνοθεσία – σκηνικά – κοστούμια: Νίκος Μαστοράκης. Μετάφραση – δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Δεπάστας. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Παίζουν ακόμα: Κίκα Γεωργίου, Δημήτρης Δεγαΐτης, Μίνως Θεοχάρης, Δανάη Κατσαμένη, Λάμπρος Κτεναβός,

Γόνη Λούκα, Κωσταντίνος Μαραβέλιας, Αγγελος Μπούρας, Μιχάλης Οικονόμου, Ελένη Ουζουνίδου.

Scroll to top