Του Πέτρου Μανταίου
Οι τσιγγάνικες φωνές έχουν μια χαρακτηριστική βραχνάδα κι ένα έντονο πάθος που φτάνει, συχνά, στη φωνητική υπερβολή. Είτε οι φωνές αυτές τραγουδούν∙ όπως είναι για παράδειγμα οι φωνές του Μανώλη Αγγελόπουλου ή του Κώστα Χατζή, του Μάκη Χριστοδουλόπουλου ή της Ελένης Βιτάλη. Είτε οι φωνές αυτές διαλαλούν πραμάτειες από διαπασών μεγάφωνα «Ντάτσουν». Μόνο που, καιρό τώρα, από τα μεγάφωνα των «Ντάτσουν» των Τσιγγάνων παλιατζήδων -και πάντως από τα περισσότερα-, από το Ηράκλειο μέχρι το Παγκράτι, περιοχές που βρίσκομαι περισσότερο, δεν ακούω τις χαρακτηριστικές φωνές. Πιο σωστά, δεν ακούω καν φωνές. Ακούω μία και μόνο φωνή. Που είναι μεν «κονσέρβα» -μία και μόνη, η ίδια φωνή στα περισσότερα αυτοκίνητα-, αλλά κυρίως, η συγκεκριμένη φωνή, που δεσπόζει καθ’ άπασαν την Αττικήν, πιθανόν και αλλού στην Ελλάδα, σαν τσιγγάνικη, δεν είναι τσιγγάνικη. Η προφορά -και χάνω στοίχημα!- είναι… κυκλαδίτικη, με… προσέγγιση την Τήνο και δη την Εξω Μεριά!
Δεν έχουν το «προνόμιο» ψηφιακής σήμανσης οι καμπάνες (μιας και είμαστε… αισίως στη Μεγαλοβδομάδα). Μπορεί να ξεκίνησε με τις καμπάνες η ψηφιακή… επανάσταση στην Εκκλησία του Χριστού (προφανώς οι παραδοσιακοί κωδωνοκρούστες δεν ήταν αρεστοί στο χριστεπώνυμο πλήρωμα∙ ίσως από τον ερωτευμένο κωδωνοκρούστη Κουασιμόδο και εντεύθεν!). Ομως, να που ακολούθησαν και οι Τσιγγάνοι πλανόδιοι παλιατζήδες, και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι. Που, προκειμένου να ξελαρυγγιάζονται ολημέρα -και σωστά έως εδώ-, δεν πέρασαν τουλάχιστον στην κασέτα ή το σιντί μια δική τους φωνή, πέρασαν μια κυκλαδίτικη, και όχι από τις πιο συμπαθείς!
Τώρα θα μου πεις, εδώ οι πολιτικοί γίνανε digital και, ενώ μιλούν στο μικρόφωνο, από το μεγάφωνο ακούγονται φωνές άλλων ή, ενώ λένε άλλα στο μικρόφωνο, άλλα ακούγονται από το μεγάφωνο, οι Τσιγγάνοι με τις άσχετες «φωνές-κονσέρβα» μάς μαράνανε! Μόνο που, καμιά φορά, γκρινιάζει κανείς για ψύλλου πήδημα, μετά από πηδήματα ελέφαντα…