Του Γιώργου Σταματόπουλου
Οι πολλοί, νεωτεριστές κυρίως, δεν βλέπουν καμία σύμπλευση παθών και ορθού λόγου, όπως και εάν ο καθείς ερμηνεύει τους όρους. Εχουν δίκιο. Τι δουλειά έχει η συγκίνηση με την αταραξία, με το συμφέρον καλύτερα; Η λαϊκή συγκίνηση είναι κατακριτέα, συνεπάγεται ολοκληρωτικά καθεστώτα, άρα η νεωτεριστική πλειονότης (Ελιές, Ποτάμια και λοιπές ελίτ) προσδοκά την πολυπόθητη πολιτική αλλαγή (sic) από τα πάνω, από πρωτοβουλίες των ηγετών (μας). Εμ, πώς αλλιώς, όταν ο συγκινημένος λαός θεωρεί ότι η «αδράνειά» του οφείλεται σε ψεκασμούς που κάνουν οι ελίτ και όχι στη δική του δειλία, αγραμματοσύνη και αδιαφορία; Και όμως, σ’ αυτόν τον ευσυγκίνητο λαό απευθύνονται άπαντες σχεδόν οι υποψήφιοι, ελπίζοντας στην υφαρπαγή της ψήφου του (και ας είναι ασυνείδητη, τα κουκιά μετράνε). Η ψυχρή λοιπόν λογική θα λύσει τα προβλήματά μας και όχι η οργή που νιώθουμε για ημεδαπούς και αλλοδαπούς ηγέτες, διότι η οργή είναι θυμική, όχι νοϊκή, ζωώδης άρα και ανέλεγκτη. Το υποστηρίζουν αυτό σημαντικοί φωστήρες της τέχνης και των γραμμάτων (ποτέ οι λαϊκοί άνθρωποι). Δεν τα βγάζεις πέρα μαζί τους. Ελέγχουν την Αριστερά, τα media, τα Πανεπιστήμια, τα Συνδικάτα, την επιχειρηματικότητα, το Κοινοβούλιο· δεν βάζουν νερό στο κρασί τους, τόσο αλάνθαστοι θεωρούνται. Ποια εσωτερικότητα, ποια πηγή των πραγμάτων, ποια καταγωγική κοιτίδα· ποιο αλάφιασμα και ποιος έρωτας. Ολα τούτα οδηγούν σε νεφελώδεις ορισμούς και Πολιτείες που δεν έχουν θέση στην ερμηνευτική πραγματικότητα του αδιάβλητου ορθού (τους) λόγου. Σε περίοδο μάλιστα σαν την τωρινή, καθαρά προεκλογική δηλαδή, φαντάζει μάταιο να προσπαθήσει κάποιος να αρθρώσει λόγο παρεκκλίνοντα. Φαντάζει, αλλά δεν είναι, απλώς δεν έχει βρει τρόπο αυτός ο λόγος να μπει στη συζήτηση, δήθεν, που αφορά στόχο, μέσο, σκοπό, αποτέλεσμα. Αμα δεν έχεις «σταυρούς» διαολοστέλνεσαι και πάμε γι’ άλλα, τέλος πάντων ησυχάζουμε και ο καθείς εφ’ ω (!) ετάχθη. Μάλιστα. Και ας υποψιαζόμαστε ότι, μ’ αυτή τη λογική, όλα θα παραμείνουν ως έχουν. Θα ‘πρεπε ίσως να νόμιζαν ότι το εναλλακτικό εάν δεν είναι ανατρεπτικό, εάν δεν βγάλει πολλούς από τη βολή τους, παραμένει το ίδιο συστημικό με το καθεστωτικό.
Δεν αρκεί ο επίδεσμος για να επουλώσει μια πληγή· χρειάζονται παυσίπονα, φάρμακα ενέσιμα, αντισηπτικά· χρειάζεται φροντίδα και γνώση, υπέρτερη της με τα γνωστά μέσα ίασης.
Το αλάθητο του κράτους και το αλάθητο των κομμάτων έχουν ξεπεραστεί από τα τόσα δικά τους ψεύδη και αυταρχισμούς και ανακολουθίες. Ολοι, όμως, αυτοί οι κυρίαρχοι μηχανισμοί ξέρουν και θέτουν το κρίσιμο ερώτημα, το εξής: «Και τι να κάνουμε; Τι προτείνετε εσείς οι άπιστοι;» Τι να απαντήσει ο άπιστος αφού δεν πιστεύει σε τίποτε; Δεν είναι όμως έτσι. Απαντήσεις υπάρχουν, ευήκοα ώτα ελλείπουν, όπως και επιθυμία για αλλαγή των πάντων. Ανίκητα η ανασφάλεια και ο φόβος, αξεπέραστα· ανθρώπινα, εντάξει, αλλά πόσο ανθρώπινα; Αρκούμαστε στο έλασσον ακόμη και όταν τούτο δεν διασφαλίζει την αξιοπρέπεια. Αλλοι έχουν ελπίδες ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, άλλοι έχουν πίστη (δεν ξέρω πού!), μερικοί στις ικανότητές τους που κάποια στιγμή θα βρουν την ευκαιρία να εκδηλωθούν, τινές στην Ελλάδα, που ποτέ δεν πεθαίνει, ή στον Θεό αυτής της Ελλάδας και πάει λέγοντας, κλαίγοντας ή γελώντας…