Εξοδο των επενδυτών από το Χρηματιστήριο της Αθήνας πυροδότησε η πολυδιαφημισμένη «έξοδος» της Ελλάδας στις αγορές.
Οι μετοχές βρίσκονται εδώ και οκτώ συνεχόμενες συνεδριάσεις σε ελεύθερη πτώση και έχουν κοστίσει σωρευτικές απώλειες άνω του 10% στη χρηματιστηριακή αγορά, ενώ τα μεγάλα κέρδη του 2014 έχουν γίνει πια καπνός (έφταναν στο 15% και έχουν πλέον περιοριστεί στο 3,8%). Αυτό που προκαλεί εντύπωση στους αναλυτές είναι ότι το ξεπούλημα εντάθηκε ανήμερα της πολυδιαφημισμένης «εξόδου» της Ελλάδας στις αγορές την περασμένη Τετάρτη και συνεχίζεται με πρωτοφανή ένταση όλες αυτές τις ημέρες, καθώς εκδηλώνονται μαζικές ρευστοποιήσεις από ξένους επενδυτές, με επίκεντρο κυρίως τις τράπεζες αλλά και τις υπόλοιπες μετοχές των μεγάλων εταιρειών όπως ο ΟΤΕ, ο ΟΠΑΠ, η ΔΕΗ, η Motor Oil. Τις ημέρες αυτές εξαϋλώθηκαν από τη συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων πάνω από 5 δισ. ευρώ.
Χθες, ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε απώλειες 3,44% και έκλεισε στις 1.207,82 μονάδες με τζίρο 150 εκατ. ευρώ και τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας να καταρρέει μέχρι και 16% χαμηλότερα, με αυξημένες συναλλαγές. Αιτία των πιέσεων στη μετοχή της Εθνικής είναι η αναμενόμενη ανακοίνωση της τράπεζας ότι προχωρά σε μεγάλη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 2 έως 2,5 δισ. ευρώ με ιδιωτική τοποθέτηση σε ξένους επενδυτές. Το γεγονός ότι η τιμή της μετοχής έχει υποχωρήσει κοντά στα 3 ευρώ, ενώ η προηγούμενη αύξηση κεφαλαίου από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είχε υλοποιηθεί στα 4,29 ευρώ, πρακτικά σημαίνει ότι τόσο το ΤΧΣ όσο και οι ιδιώτες μέτοχοι θα υποστούν μεγάλες ζημιές λόγω της μείωσης των μετοχικών ποσοστών τους μετά την αύξηση. Ακόμη μεγαλύτερη «αραίωση» υφίσταται το ΤΧΣ στην περίπτωση της Eurobank, όπου η αύξηση κεφαλαίου κατά 2,86 δισ. ευρώ θα ρίξει το ποσοστό του Δημοσίου από το 95% στο 33-36% με μεγάλη ζημιά.
Οι επόμενες συνεδριάσεις αποκτούν κρίσιμο χαρακτήρα για την τάση και το γενικότερο κλίμα στο ελληνικό Χρηματιστήριο που έχοντας πλέον περάσει υπό τον έλεγχο ξένων κεφαλαίων (ελέγχουν το 53% της αξίας των ελληνικών μετοχών) έχει αρχίσει να συνυπολογίζει και το «πολιτικό ρίσκο» των ερχόμενων διπλών εκλογών.
Β. Γεώργας